Πολλές φορές προκύπτουν απορίες όχι γύρω από θέματα που αφορούν τα βιβλία αλλά τους αναγνώστες τους. Γιατί ένα βιβλίο γίνεται δημοφιλές; Ποια είναι
τα κριτήρια επιλογής;
Φυσικά οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν έχουν πάντα μονοσήμαντη ή μία και μοναδική απάντηση. Ωστόσο θα επιχειρήσουμε σήμερα να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις με μια αντικειμενική επιστημονική ματιά.
Πριν από καιρό είχα παρακολουθήσει μια εκδήλωση, στην οποία είχε γίνει λόγος για την επίδραση των παραμυθιών στα παιδιά και είχαν αναλυθεί πολλά ενδιαφέροντα θέματα. Ο κεντρικός ομιλητής εκείνης της συζήτησης ξεχώριζε για την αμεσότητα και την καθαρότητα με την οποία εκλαΐκευε την επιστημονική γνώση για το κοινό.
Πρόκειται για τον Ψυχολόγο-Προσωποκεντρικό Θεραπευτή, Βασίλειο Κιοσσέ. Εκτός από το Κέντρο Ψυχοθεραπείας και Ολιστικών θεραπειών που διατηρεί προσφέροντας εξειδικευμένες υπηρεσίες ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής, έχει μεγάλη δράση στο Κέντρο Συμβουλευτικής Γυναικών Δήμου Καστοριάς. Διακρίθηκε γιατί σχεδίασε και υλοποίησε μια βιωματική εκπαίδευση για φοιτητές ιατρικής, με τίτλο «Έλα στη θέση μου γιατρέ», μέσα από την οποία βελτιώνουν τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους ασθενείς τους. Το πρότζεκτ του όχι μόνο ήταν επιτυχές αλλά έχει πλέον ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών της Ιατρικής Ιωαννίνων και έτσι φοιτητές εκπαιδεύονται σε μια πιο ανθρώπινη σχέση με τον ασθενή τους.
Μεγάλη μου χαρά και τιμή που απαντά στις απορίες γύρω από την αντίδραση του αναγνωστικού κοινού με τη δική του επιστημονική ματιά.
Γιατί στα κλασικά παραμύθια που έχουν διαβαστεί και αγαπηθεί πολύ επικρατεί το ακραίο στοιχείο; Για παράδειγμα ο θάνατος, η γιαγιά που τρώγεται από τον λύκο, ο ξυλοκόπος που αφήνει τα παιδιά του στο δάσος; Πώς γοητεύεται ο μικρός αναγνώστης από τόσο ακραία πλοκή;
(Β.Κ.) Τα ακραία αυτά στοιχεία στα παραμύθια είναι κατάλοιπα των αυθεντικών παραμυθιών όπως αυτά δημιουργήθηκαν από τους αδερφούς Γκριμ. Οι ιστορίες των αδερφών Γκριμ αφορούσαν κυρίως ενήλικες, ενώ στις σημερινές διασκευές αυτών, έχει παραμείνει μονάχα ο σκελετός τους. Ό Σίγκμουντ Φρόυντ είχε πει κάποια στιγμή πως «οι μεγάλοι είναι αυτοί που τρομάζουν από τα παραμύθια. Οι μικροί τα λατρεύουν». Όσο φόβο και τρόμο έχει ένα παραμύθι στο περιεχόμενο του, πάντα στο τέλος υπάρχει μια λύτρωση. Το καλό νικάει και αυτό γοητεύει τους μικρούς αναγνώστες. Τα παιδιά φυσικά και αντιλαμβάνονται πως η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις και συγκρούσεις, το αντιλαμβάνονται όμως με το δικό τους τρόπο. Δεν είναι ο τρόμος που γοητεύει τα παιδιά, αλλά το γεγονός πως μέσα από τόσο τρομακτικές και αγχογόνες συνθήκες, στο τέλος υπάρχει πάντα μια διέξοδος. Ίσως και να μπαίνουν λόγια και στους εσωτερικούς φόβους των παιδιών μέσα από τα παραμύθια, τα οποία αφήνουν πάντα τη γεύση της ελπίδας, της εμπιστοσύνης, της κατάκτησης.
Πώς σχολιάζεις το φαινόμενο του Χάρι Πότερ και την αγάπη μικρών και μεγάλων για το μικρό μάγο;
(Β.Κ.) Η ίδια η αφήγηση, οι χαρακτήρες και φυσικά η μαγεία είναι στοιχεία τόσο ελκυστικά για παιδιά και μεγάλους σε όλες τις ιστορίες του Χάρι Πότερ. Το υπερφυσικό και το άπιαστο συνεπαίρνουν πάντα.
Σύμφωνα όμως με τον George Michelsen Foy αυτό που πραγματικά διεγείρει στην ιστορία είναι όλο το στήσιμό της στη σχολή Χογκουαρτς. Μια σχολή για μάγια και ξόρκια. Ένα μέρος αρκετά επικίνδυνο. Και τα παιδιά δοκιμάζουν τις αντοχές και τις ικανότητές τους μέσα από συνθήκες επικίνδυνες. Αυτή τη συνθήκη προσφέρουν οι ιστορίες του Χάρι Πότερ. Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον όπου όλοι οι πιθανοί κίνδυνοι είναι ελεγχόμενοι, τόσο πιθανότερο είναι να αποκτήσουν μικρότερη ανοχή στον τρόμο μεγαλώνοντας.
Μια μεγάλη έρευνα στη Νορβηγία έχει δείξει πως τα παιδιά έχουν την ανάγκη να ξεπερνούν τον κίνδυνο ώστε να μπορούν να υπερβαίνουν τους προσωπικούς τους φόβους και να αντιμετωπίζουν καταστάσεις στην πραγματική ζωή ή οποία έχει κι αυτή με τη σειρά της μια σειρά από κινδύνους. Μέσα από τις ιστορίες του Χάρι Πότερ, τα παιδιά ταυτίζονται με τον ήρωα, μπαίνουν στη θέση του και βιώνουν για λίγο αυτή ακριβώς τη συνθήκη.
Πώς γίνεται να μην διαβάζει κανείς αισθηματικά μυθιστορήματα ενώ αυτά είναι τα πιο ευπώλητα; Γιατί ο αναγνώστης δεν παραδέχεται πολλές φορές τι διαβάζει;
(Β.Κ.) Για να είναι ευπώλητα σημαίνει πως το αναγνωστικό κοινό είναι τεράστιο. Η ντροπή και η ενοχή είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα των ανθρώπων που διαβάζουν αισθηματικά μυθιστορήματα, εάν παραδεχτούν πως τα διαβάζουν. Η αγωνία μήπως αυτή η «ανάλαφρη λογοτεχνία» τους κρίνει σαν ανθρώπους. Δεδομένου του γεγονότος πως για να διαβάσει κανείς αυτή τη λογοτεχνία, δεν απαιτεί κάποιον εξαιρετικά υψηλό δείκτη νοημοσύνης, υπάρχει ο φόβος μήπως κριθούν οι ίδιοι ως «ανάλαφροι» με ένα αρνητικό πρόσημο κυρίως. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως αυτή η λογοτεχνία είναι διαρκώς αυξανόμενη στις πωλήσεις, στις ηλεκτρονικές εκδόσεις των βιβλίων, καθώς δεν υπάρχει έτσι περίπτωση, κάποιος να «προδοθεί» από το εξώφυλλο.
Ακόμα παρατηρείται το φαινόμενο να γοητεύεται κάποιος και από κείμενο το οποίο δεν κατανοεί. Δηλαδή να εντυπωσιάζεται από σύνθετο και επιτηδευμένο λεξιλόγιο ή ένα κείμενο επειδή είναι μακροσκελές.
Αλήθεια ως αναγνώστες πολλές φορές αποδεχόμαστε ως αξιόλογο αυτό που μας φαίνεται δυσνόητο και γιατί;
(Β.Κ.) Όσο γοητευόμαστε από το δυσνόητο λόγο, από αυτόν που δεν καταλαβαίνουμε, τόσο περισσότερο έχουμε την αίσθηση πως είμαστε παραπάνω έξυπνοι. Μου θυμίζει αρκετά τη σχέση γιατρού-ασθενή στην οποία συνήθως ο γιατρός χρησιμοποιεί μια ιατρική ορολογία για να περιγράψει τα συμπτώματα και τη διάγνωση, και ενώ ο ασθενής δεν καταλαβαίνει, ενδιαφέρον έχει πως δεν ρωτά περαιτέρω τον γιατρό του για εξηγήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ασθενής δεν θέλει να φανεί «χαζός» στα μάτια του γιατρού του, δεν θέλει να περάσει η εικόνα ενός ανθρώπου με χαμηλή νοημοσύνη. Νομίζω πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την εξεζητημένη λογοτεχνία.
Η σειρά βιβλίων «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» είχαν μεγάλη αναγνωσιμότητα και αγαπήθηκαν από το κοινό, παρότι κάποιοι κατέκριναν ηθικά το περιεχόμενο των βιβλίων ως προκλητικό ή ακραία ερωτικό.
Πώς θεωρείς ότι κατάφερε να ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στο κοινό;
(Β.Κ.) Η αλήθεια είναι πως οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» είναι αρκετά μακριά από τα δικά μου αναγνώσματα, γι αυτό και δεν έχω ακριβή εικόνα για το περιεχόμενο. Ασκήθηκε πράγματι έντονη κριτική τόσο για τα «προκλητικά» στοιχεία που υπάρχουν, όσο και για τη λογοτεχνική αξία του εν γένει. Δεν μπορώ με σιγουριά να πω, τι ήταν αυτό που εκτόξευσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Άλλωστε αρκετές φορές έχουμε δει βιβλία-κομήτες στη λογοτεχνία να έχουν αντίστοιχη πορεία. Αυτό που μπορώ να σκεφτώ είναι πως η κεντρική ηρωίδα είναι μια καθημερινή -σχεδόν βαρετή- κοπέλα, με την οποία δεν είναι δύσκολο να ταυτιστεί μια αναγνώστρια, ενώ ταυτόχρονα συμπεριλαμβάνει και αρκετό σεξ, με στοιχεία σαδομαζοχιστικά. Στοιχεία για τα οποία δύσκολα μιλάει κανείς. Μοιάζει σαν να μοιράζεται δηλαδή ένα μυστικό, μέσω μιας κοπέλας της διπλανής πόρτας, και οι αναγνώστες γίνονται συνένοχοι, ενώ γεύονται ταυτόχρονα από την αίγλη του εκατομμυριούχου συντρόφου.
Πώς λειτουργεί ένα βιβλίο ευεργετικά στον ψυχισμό ενός παιδιού;
(Β.Κ.) Θα μπορούσε να είναι μια κουβέντα από μόνη της η θετική επίδραση των βιβλίων στον ψυχισμό των παιδιών. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως τα παραμύθια αποτελούν εξαιρετικά εργαλεία ώστε να μιλήσουμε για ζητήματα που προηγουμένως φοβόμαστε ή δεν είχαμε τον τρόπο. Μπορούμε μέσα από τα παραμύθια να μιλήσουμε για συναισθήματα, για έντονες συναισθηματικές καταστάσεις όπως το πένθος, την ασθένεια, το διαζύγιο των γονιών, τον εκφοβισμό. Βοηθούν ιδιαίτερα στην επίγνωση των συναισθημάτων, ενώ ταυτόχρονα εξάπτουν τη φαντασία. Επιπλέον τα παραμύθια μας διδάσκουν αξίες, όπως η σημασία της ελευθερίας, η σημασία της διαφορετικότητας και άλλα.
Από την άλλη σκέφτομαι πως υπάρχουν σχεδόν πάντα στα παραμύθια οι έννοιες του καλού και του κακού, και με την επικράτηση του καλού και του δίκαιου τα παιδιά αντλούν ευχαρίστηση. Το παιδί ταυτίζεται με τον καλό ήρωα, ανάλογα με τη φάση που βρίσκεται και τους προβληματισμούς που έχει. Μέσω αυτής της διαδικασίας μπορεί να δημιουργηθεί στο παιδί η αίσθηση της εμπιστοσύνης, η αίσθηση του «κι εγώ μπορώ να τα καταφέρω», ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που προκύπτουν.
Τέλος θα πρέπει να επισημάνουμε πως τα παραμύθια δίνουν μια εξαιρετική ευκαιρία να ακούσουμε τα παιδιά, να δούμε τι σχόλια έχουν να κάνουν, τι έχουν διαστρεβλώσει. Έτσι πια εισερχόμαστε στον δικό τους κόσμο, τον βλέπουμε μέσα από τα μάτια τους, ακούμε τις ανάγκες τους. Τους δίνουμε τη δυνατότητα να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν συναισθηματικά.
Γιατί τα βιβλία συνήθως μας αποφορτίζουν από το άγχος της καθημερινότητας;
(Β.Κ.) Τα βιβλία αποτελούν ένα εξαιρετικό αγχολυτικό, ενώ έρευνες δείχνουν πως το διάβασμα για έξι λεπτά την ημέρα, μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για το άγχος. Επιπλέον το διάβασμα είναι αποτελεσματικότερο από τη μουσική ή μια βόλτα στα επίπεδα του άγχους. Αυτό συμβαίνει γιατί κατά την ανάγνωση ο ανθρώπινος εγκέφαλος καλείται να συγκεντρωθεί στο βιβλίο και να ταξιδέψει σε έναν λογοτεχνικό κόσμο, κάτι που χαλαρώνει τους μύες ενώ ρίχνει τους καρδιακούς παλμούς. Όλοι μας ψάχνουμε να αποφορτιστούμε από την καθημερινότητα με ποικίλους τρόπους, και η απόδραση σε μια λογοτεχνική ιστορία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Θα πρέπει να επισημάνουμε πως η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν είναι μόνο μια απόσπαση της προσοχής, αλλά μια ενεργητική διαδικασία στην οποία συμμετέχουμε ενεργά μέσω της φαντασίας, στην πλοκή του έργου που διαβάζουμε.