Καστοριά

Αληθινές Ιστορίες: Στον διάδρομο αναμονής… (της Βιβή Φαρσαλιώτου Ιατρού)

Περίμενα τη σειρά μου, έξω από το Γραφείο του γιατρού, στον διάδρομο του Νοσοκομείου. Σήμερα είχε, πάλι, κρύο έξω. Καθώς ερχόμουν εδώ, μέτρησα με το μάτι μέχρι πέρα, το πέρας της λίμνης. Η χτεσινή <υγρή> και γκρίζα επιφάνεια του πάγου που την σκέπαζε απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν κάτασπρη. Όχι, δεν νομίζω να χιόνισε πάλι τη νύχτα. Πάγωσε απλά, ό,τι χτες έλιωσε το ψιλόβροχο που έπεφτε πολλές ώρες. Ο δρόμος είχε μπλιάτσκες παντού, κι ένας Θεός ξέρει πόσο χιόνι ακόμη πρέπει να λιώσει στα γύρω βουνά για ν’ ελευθερωθούν οι άνθρωποι από τούτον τον Χειμώνα…..

Ο κόσμος, μπαινόβγαινε κρυωμένος, με λασπωμένα παπούτσια, αλλά, ήταν καθαρός ο διάδρομος. Δεν γλιστρούσες… Ισως η πολλή ζέστη εξάτμιζε γρήγορα τις πατημασιές. Στο διπλανό γραφείο, η πόρτα ήταν ανοιχτή. Γεμάτο- γεμάτο άσπρες μοσχομυριστές ποδιές ανοιχτές μπροστά – ξεκούμπωτες. Σκεπασμένες στις πλάτες από μακριά, φρέσκα, καστανά, μαύρα και ξανθά μαλλιά, πιασμένα σε κόμπους – αυθάδικες μπούκλες και φρόνιμες ίσιες <ουρές>. Μαζεμένες –μόνο κοπέλες- η μια δίπλα στην άλλη κι όλες μαζί, γύρω από μια άλλη, χωρίς ποδιά, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της αιμοληψίας. Οι <κανονικές> ποδιές, οι κουμπωμένες, με τα μαλλιά μαζεμένα σε στητά καλοχτενίσματα και με τα μάτια γεμάτα φως, μοιρασμένες σε θέσεις προκαθορισμένες, άλλη στην καρέκλα του υπολογιστή, άλλη στο τηλέφωνο να συντονίζει αποστολές αίματος σε άλλα νοσοκομεία κι άλλη, με την βελόνα στο χέρι, να είναι σκυμμένη πάνω από το άλλο κρεββάτι, έτοιμη να πάρει, δι’ αυτής, το αίμα του επόμενου εθελοντή αιμοδότη.

Πιο πολύ, πλάτες κοιτούσα απ’ τη θέση της καρέκλας αναμονής στον διάδρομο που είχα βρει άδεια και κάθισα και, πολλά-πολλά δεν μπορούσα να δω μέσα στο γραφείο αυτό. Ακουγα καλά όμως, όλα όσα μιλούσαν εκεί μέσα. Δεν κάναν και καμιά προσπάθεια άλλωστε για να μου το απαγορεύσουν….. Κατάλαβα έτσι, γρήγορα, πως όλα τούτα τα ασπροντυμένα φρεσκοκόριτσα, Σπουδάστριες στο ΙΕΚ Καστοριάς ήταν και για τις ανάγκες της Πρακτικής τους βρίσκονταν όλες εκεί. Οι Αδελφές Νοσοκόμες της Αιμοδοσίας τους εξηγούσαν τα της ειδικότητας και, τα, της αρμοδιότητάς τους, πράγματα.

Η νοσοκόμα με μια αέρινη κίνηση έβαλε την βελόνα στο δεξί χέρι μιας γυναίκας. Ο πάτος της γαλότσας της ήταν γκρί- όχι μεγάλος. Η γυναίκα, ξέμπλεξε απ’ το σταυροπόδι που είχε στην ανάκληση του κρεβατιού, και φάνηκαν καθαρά, δύο πάτοι γαλοτσών. Ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το μηχάνημα που ανακατεύει το σακουλάκι με το αίμα άρχισε να ακούγεται ρυθμικός. Η νοσοκόμα που κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου, σχολίασε μεγαλόφωνα για το πρόβλημα με την έλλειψη αίματος στα κεντρικά νοσοκομεία. <Εμείς εδώ, λίγο –πολύ μαζεύουμε τις ανάγκες μας. Πιο κάτω όμως, τα πράγματα με την κακοκαιρία και τις ιώσεις είναι τραγικά. Προκαθορισμένες εγχειρήσεις αναβάλλονται και τα επείγοντα περιστατικά δεν μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν> . Φαίνεται πως προσπαθεί –πέρα από το να διδάξει τις Σπουδάστριες – να τις εμφυσήσει την Ιδέα της Εθελοντικής Αιμοδοσίας, απαντώντας και διώχνοντας με σιγουριά τους, εξ αγνοίας, φόβους τους. <Να> τις λέει, <αυτή η κυρία.. (λέει το όνομά της, μα δεν μπορώ να το ακούσω) … είναι εθελόντρια αιμοδότρια. Ερχεται χρόνια και δίνει αίμα. –Πόσες φορές δώσατε; (αντιλαμβάνομαι πως απευθύνεται στην, με τα πόδια τον ανήφορο, γυναίκα). <Ω>, απαντά αυτή , <ούτε θυμάμαι πια! Ούτε στην κάρτα μου δεν θα φαίνονται όλες!!!!! > <Να>, συνεχίζει η νοσοκόμα, <ρωτήστε την να σας πει όσα θέλετε! Τι καλύτερο, να σας πει δυο πράγματα , ένας αιμοδότης εθελοντής, την στιγμή ακριβώς που αιμοδοτεί!!!!!!!! >

Οι άσπρες ποδιές οι σκεπασμένες με τις φρέσκιες κοτσίδες, άλλαξαν κατεύθυνση. Η ξαπλωμένη χωρίς ποδιά, κοπέλα, είχε ήδη αιμοδοτήσει, και η νοσοκόμα της την βοήθησε να ανακαθίσει στην άκρη του κρεβατιού εξηγώντας της ότι, σε μερικά λεπτά κι εφόσον αισθάνεται καλά, θα μπορεί να σηκωθεί και να καθίσει στην πολυθρόνα για να πιει τον χυμό της και να φάει τα αλμυρά της……….. (έχω φάει μπισκοτάκια αλμυρά κι εγώ …… ίσως το πιο θεσπέσιο έδεσμα που μπορείς να φας σε Νοσοκομείο είναι!!!!!!! ). Μοιάζαν με πρωτάκια του Δημοτικού όλα τούτα τα φρέσκα πλάσματα και, γύρισαν όλες, πάλι η μια δίπλα στην άλλη, άλλες στις καρέκλες κι άλλες όρθιες ακουμπώντας στους ώμους τους, προσπαθώντας να έχουν σημείο που να βλέπουν την αιμοδότρια που είχε αρχίσει κιόλας να τις εξιστορεί την ιστορική της σχέση με τούτη τη διαδικασία, του κρεβατιού που σου κρατά τα πόδια ψηλά, της βελόνας που μπαίνει μέσα σου αποφασιστικά και της σακούλας που γίνεται η συσκευασία για να πάει το δώρο σου σε κάποιον, που ποτέ σου δεν θα γνωρίσεις, και που όμως, θα εύχεται και θα προσ-εύχεται για σένα σ’ όλη του τη ζωή.

<Ηταν Γενάρης, πριν πολλά χρόνια>, έλεγε . (Και δεν θα σας ξαναπώ <είπε- έλεγε- τόνισε> για να μη το κουράζω. Νταξ, κρυφάκουγα …. δεν είχα εναλλακτική περιμένοντας, καθήστε κι εσείς λίγο πιο άνετα στον καναπέ σας, και διαβάστε την: )

<Ηταν κι εκείνος, σαν φέτος, βαρύς, πάρα πολλά χιόνια παντού, σ’ όλην την Χώρα. Και κρύο πολύ. Για την οικογένειά μου, και πολύ- πολύ δύσκολος. Χρειάστηκε να ψάξω για αίμα. Για τον πατέρα μου που ήταν πολύ άρρωστος – πέθανε πολύ γρήγορα. Νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Είχα πάθει πλάκα, ότι, τόσοι άνθρωποι, άγνωστοί μου, βρέθηκαν και δώσανε αίμα. Μέσα σ’ ένα αλύπητο κρύο, για έναν άνθρωπο που δεν ξέρανε, για έναν άνθρωπο, γέρο πραγματικά, για μια χαμένη υπόθεση>!

<Μην το λέτε αυτό> διέκοψε μια νοσοκόμα. <Ποτέ δεν είναι κάτι χαμένο> .

<Χαμένο ήταν> συνέχισε η γυναίκα. < Οσο και να θέλουμε να το πούμε αλλιώς. Μια υπόθεση με σαφές Τέλος. Ήταν Ο πατέρας μου, αλλά, δεν υπήρχε γυρισμός. Εγώ, από χρόνια έλεγα ότι θέλω κάποια φορά να δώσω αίμα. Δεν φοβόμουν τίποτα. Μήτε τις βελόνες, μήτε το <αίμα>. Τη μια, όμως, έβρισκα δικαιολογία ότι δεν έχω χρόνο, την άλλη ότι δεν ξέρω πού ν’ απευθυνθώ, την άλλη ότι, να τώρα θα ερχόμουν μαζί με την φίλη μου αλλά είχα συνάχι….. και περνούσαν τα χρόνια μου, χωρίς να αναλάβω ούτε χρέος να επιτελέσω ούτε χαρά να δώσω. Και τώρα, τώρα που πραγματικά χρειαζόμουν αίμα για ΤΟΝ Πατέρα μου, ήμουν πραγματικά και συναχωμένη και απίστευτα εξαντλημένη από την ταλαιπωρία του χειμώνα, των νοσοκομείων, των πήγαιν- έλα , της μεγάλης μου λύπης και της ατελείωτης ανησυχίας, που, όσο και να επιθυμούσα, δεν θα βρισκόταν κανένας νοσηλευτής που θα μου έβαζε βελόνα αιμοληψίας στις φλέβες μου….. Αν στο προηγούμενο μέρος της ζωής μου σκεπτόμουν αλλιώς, αν φοβόμουν τη διαδικασία, αν σκεπτόμουν ότι έχω άλλοθι για να μη το κάνω ποτέ, αν πίστευα ότι με ένα <ευχαριστώ> ή –έστω- ρε συ, με το να το πληρώσω με χρήματα το αίμα που θα χρειαστώ, δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζα.

Ο πατέρας μου έφυγε, στις 16 εκείνου του Γενάρη. Λίγες μέρες μετά, τελειώνοντας με τα άυλα και αχρήματα <χρέη> μου προς τη μνήμη του, αναλογιζόμενη τον τρόπο που έζησε, τον τρόπο που έφυγε, τα όσα μου έμαθε, αυτό που τελικά, έγινα και είμαι, πλημμύρισα από ευγνωμοσύνη. Την επομένη, πήρα ταξί, δεν είπα σε κανέναν απ’ τους δικούς μου τίποτα και ήλθα εδώ. Στην Αιμοδοσία. Αποφασισμένη, με θάρρος, έτοιμη να προσπαθήσω να ανταποδώσω σ’ έναν έκαστο, όλο εκείνο το αίμα που τόσα πλούσια, τόσα απλόχερα, τόσο γενναιόδωρα, πρόσφεραν στον πατέρα μου. Δεν υπήρχε φόβος έτσι κι αλλιώς, ποτέ. Πλέον, δεν υπήρχε ούτε δίλημμα ούτε πρόφαση, ούτε άλλοθι. Και, αν για άλλους ήταν πιο απλό, πιο ανώδυνο, πιο θαρραλέο και αντρίκιο, για μένα ήλθε έτσι. Δυστυχώς, όμως για μένα, χωρίς τη μαγκιά του <δίνω> χωρίς αντάλλαγμα. Γιατί ήδη είχα βρεθεί στην ανάγκη να πάρω και τώρα έδινα για να <ξεπληρώσω>…. Αντι –ηρωικό να το πείτε.

Η διαπίστωση είναι μία και δεν αμφισβητείται: αν κάποιος βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη και σου ζητήσει κάτι που αγοράζεται με χρήματα, θα του το δώσεις. Για να έχεις χρήματα όμως, χρειάζεται να δουλέψεις. Για το αίμα δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Σου περισσεύει.

Εχουν περάσει από τότε περισσότερα από 20 χρόνια. Ερχομαι συνέχεια. Υπήρξε φορά που θύμωσα, γιατί, εδώ απ΄έξω, συνάντησα φίλο μου που είχε έλθει να δώσει αίμα για την Μάνα του. <Χρειάζεσαι κι άλλο; > τον ρώτησα για να του δώσω κι εγώ. <Ωραία> μου απάντησε. <Δώσε εσύ να μην δώσω εγώ>….. ! Με έβγαλε έξω από τα φρένα μου..>

-Έδωσε τελικά; ρώτησε μια ασπροφορεμένη κοπελίτσα……. Οι άλλες – όλες μαζί- κρέμονταν απ’ τα χείλη της γυναίκας όλη τούτη την ώρα….

<Δεν ξέρω> απάντησε η γυναίκα. <Δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί δεν ήθελα να μάθω πόσο υπολογιστής και αχάριστος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος. Δεν σταμάτησα όμως να έρχομαι εδώ. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι κάτι σπουδαίο κάνω. Μόνο για τούτη τη Χαρά που κουβαλάς μέσα σ’ αυτό το μικρούλικο τσιροτάκι αξίζει να έρχεσαι εδώ. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι έχω ξεπληρώσει εκείνο μου το Χρέος. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου η λέξη <ευχαριστώ>. Ούτε να την πω σ’ εκείνους που με βοήθησαν τότε ούτε να τη δεχτώ από κάποιον που μου ζήτησε να τον βοηθήσω κάποια στιγμή με τον τρόπο αυτό. Το <ευχαριστώ> δεν είναι λέξη που τη λες και <ξεχρεώνεσαι> . Το <ευχαριστώ> είναι έργα, είναι πράξεις, είναι στάση ζωής, είναι δρόμος, είναι έμπνευση, είναι πάλη να σταθείς δίπλα σ’ όποιον και δίπλα σ’ όλους που μπορεί να σε χρειαστούν για μια στιγμή αλλά και που μπορεί εσύ να τους χρειαστείς για τη Ζωή σου>.

<Εγώ> έσπασε τη σιωπή των κοριτσιών, μία κοπελίτσα, <έχω γραφτεί εθελοντής μυελού των οστών. Μου ήλθε ενημέρωση ότι γράφτηκαν τα στοιχεία μου… δεν ξέρω αν ποτέ με χρειαστεί κανείς, αν όμως με χρειαστεί, θα μπορέσουν να με βρουν !!!> συνέχισε κι η φωνή της έδειχνε αληθινή αγωνία, για το αν ποτέ της μπορέσει να βοηθήσει τον Ανθρωπο που θα την έχει ανάγκη.

Η γυναίκα κατέβηκε απ’ το κρεββάτι . Η κοπελίτσα που είχε αιμοδοτήσει πριν, στο μεταξύ είχε φορέσει και αυτή την άσπρη καινούργια ποδίτσα της, σύρθηκε σαν μαγεμένη στην δεύτερη πολυθρόνα, κάνοντας Χώρο για να καθίσει η γυναίκα που στο μεταξύ είχε τελειώσει και μ’ αυτό το <χρέος> της. Οι γαλότσες της ήταν γκρι, βιενέζικες γκρι, τις είδα καλά.

<Σήμερα>, συνέχισε και φάνηκε η άκρη του χεριού της την στιγμή που μ’ αργές και σταθερές κινήσεις πήρε τον χυμό που την περίμενε στο τραπεζάκι μπροστά της, <που είμαι πολλών ετών πια, και το εννοώ το <σήμερα> , πριν λίγες μέρες για την ακρίβεια, έμαθα κάτι πολύ –πολύ σπουδαίο. Που μπαίνει τα βράδια στον ύπνο μου και μου πάει τα όνειρά μου σ’ άλλη κατεύθυνση: Είπε ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής <Το «ευχαριστώ» είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου, δεν χωράει πληρωμή>. …… «Ο ΕΝΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ» ……Σκέψου , λοιπόν, λέω εγώ, άμα δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με το αίμα του άλλου!!!!!!!!!!!!!!!>

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

<Περάστε> μου έλεγε μια φωνή απ ‘ την πόρτα του γιατρού που περίμενα. Το κεφάλι μου το νιωσα πάρα πολύ ζεστό καθώς σηκώθηκα απ’ την καρέκλα της αναμονής μου. Μπήκα στο γραφείο, έκλεισα την πόρτα πίσω μου και προσπάθησα να συγκρατήσω την σκέψη μου και να συγκροτήσω την απάντησή μου στην ερώτηση του γιατρού <τι πάθατε;;;;>

Βιβή Φαρσαλιώτου + Ιατρού

ΥΓ1. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι αληθινή.

ΥΓ2. Αγαπημένες Αδελφές της Αιμοδοσίας, να με συμπαθάτε που τα βγαλα όλα στην φόρα.

ΥΓ3. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχήσετε για μένα. Καλά με βρήκε ο γιατρός.

fonikastorias.gr

 

 

Back to top button