Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Στο Πετροπουλάκι την τουρκοκρατία

Οι παλιοί μιλούσαν με θαυμασμό για την κοπέλα που ρίχτηκε από τα βράχια του Μοναστηριού στους πρόποδες του βουνού «ΟΡΛΙΑ» για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Λέγονται πολλά για κείνο το Μοναστήρι και γίνονται πολλά σήμερα από κυνηγούς θησαυρών, που βάλαν στόχο την περιοχή και την αλωνίζουν βεβηλώνοντας την ιστορία της.
Το χωριό μας πρωτοχτίστηκε πλάι στο μοναστήρι στα «Κάτω Λιβάδια», όπως λέγεται η περιοχή. Εκεί κατέφυγαν οι Παππούδες μας για να γλιτώσουν από την μανία των Τούρκων, οι οποίοι ορέγονταν ό,τι Χριστιανικό υπήρχε. Δίπλα η λίμνη με τα λιγοστά νερά της. Μέσα στα καλάμια της, ζούσε ένα σπάνιο είδος χελώνας. Θέλετε να το πω θαλάσσιας χελώνας; Ίσως είναι και έτσι. Δεν ήταν πάντως το είδος της χελώνας, που εμείς γνωρίζουμε και η οποία υπάρχει σε πολύ μεγάλο μέγεθος.
Οι κάτοικοι έμειναν σε καλύβες, ασχολούμενοι με τα ζωντανά τους. Οι οξιές, οι καστανιές, οι βελανιδιές ήταν η φυσική κάλυψη των καλυβιών των προγόνων μας και δίπλα το μοναστήρι, ο φάρος της Ορθοδοξίας. Αλλά δεν άργησε το Μοναστήρι να γίνει στόχος λεηλασίας των ληστών, που λυμαίνονταν την περιοχή.
Οι επιδρομές των ληστών ήταν συχνές και αφού κατέστρεφαν γειτονικά Μοναστήρια του «ΜΠΡΕΖΕ», «ΣΚΙΕΡΟΥ-ΓΚΟΤΣΙ» (βρίσκονται στην περιοχή Καστανοφύτου-Δαμασκηνιάς), που υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ηγούμενου των Κάτω Λιβαδιών, ήρθε και η σειρά του μεγάλου Μοναστηριού. Οι Καλόγεροι έσωσαν ότι μπόρεσαν από Ιερά Σκεύη που είχαν κρύψει στις κουφάλες των καστανιών. Όταν άρχισε η μεγάλη πολιορκία ο Ηγούμενος με τους Μοναχούς υπερασπίσθηκαν το Μοναστήρι μέχρι θανάτου. Λέγεται ότι η πολιορκία κράτησε αρκετό χρόνο. Πολυήμερες μάχες διεξήχθησαν για την κατάληψη του Μοναστηριού. Στο τέλος υπέκυψαν οι Καλόγεροι. Δεν άντεξαν την πίεση των ληστοσυμμοριτών. Αφού πρώτα εξαντλήθηκαν όλα τα πολεμοφόδια, που κρατούσαν στο Μοναστήρι για τις δύσκολες στιγμές. Έτσι λοιπόν αυτός ο Ιερός τόπος μετατράπηκε σε φωλιά των ληστών. Από το λημέρι τους αυτό λεηλατούσαν τα γύρω χωριά, συγκέντρωναν τα κλοπιμαία στο Μοναστήρι και με καραβάνια τα μετέφεραν στην Αλβανία. Πρώτα λεηλατήθηκε το χωριό μας, αργότερα ήρθε η σειρά των κοντινών χωριών, όπως Σκιερό, Γκότσι, κ.α.
Το ανέβασμα στα βράχια του μοναστηριού ήταν δύσκολο. Αυτό κρατούσε σε ασφάλεια τους Μοναχούς. Όταν όμως πολιορκήθηκε στενά το Μοναστήρι και οι Λιάπηδες (αλλόθρησκοι, τουρκαλβανοί) μπαίναν στο προαύλιο, μια κοπέλα του χωριού βρισκόταν μέσα και άναβε τα καντήλια, προσευχόμενη για την νίκη των Καλογήρων. Όταν κατάλαβε ότι χάνεται το Μοναστήρι, ρίχτηκε από τα βράχια στη λίμνη και πνίγηκε. Προτίμησε τον θάνατο από την ατίμωση. Οι μεταγενέστεροι τιμώντας την ηρωική πράξη της χριστιανοπούλας, ονόμασαν την περιοχή «ΚΟΠΕΛΑ».
Οι Καλόγεροι και Ηγούμενος σκοτώθηκαν, το χωριό κάηκε. Οι κάτοικοι άρπαξαν τα υπάρχοντά τους και κρύφτηκαν στο βουνό. Ο καπνός έκρυβε ένα έρημο τόπο με κυρίαρχους τους ληστές. Τώρα ζωντάνεψαν οι πάμπολλες σπηλιές του βουνού και οι κουφάλες των δέντρων, που είχαν συνηθίσει να φιλοξενούν μόνο τα άγρια ζώα. Αργότερα οι ίδιοι κάτοικοι κατηφόρισαν τους γαϊδουρόδρομους και σταμάτησαν στο ξέφωτο, όπου σχεδίασαν και έκτισαν το σημερινό χωριό ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΙ.

Από το βιβλίο:

ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

του Αντώνη Λ. Σιδηρόπουλου
ΙΟΥΛΙΟΣ 2001

 

Back to top button