Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Καστοριά: Μια «Μικρή Ελβετία»

Mε φανταστική φύση, περίτεχνα δείγματα αρχιτεκτονικής, σπάνια αξιοθέατα και πολιτιστικά δρώμενα

Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί στο τουριστικό στερέωμα ως καλοκαιρινός τόπος τουριστικού προορισμού, σε περιοχές σχετιζόμενες κατά κανόνα με το θαλάσσιο στοιχείο. Αν και, από το πλούσιο φυσικό της περιβάλλον και την μοναδική διεθνώς πολιτιστική της κληρονομιά, προσφέρεται για τουρισμό για όλο το χρόνο σε πολλά άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα και επιδέχεται συγκρίσεις με άλλες χώρες, όπως η Ελβετία.

Στους ιδανικούς τόπους τουρισμού στην Ελλάδα, σε ένα εναλλακτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης για όλες σχεδόν τις εποχές, θα μπορούσε κανείς να κατατάξει στις πρώτες βαθμίδες την Καστοριά. Περιοχή με έξοχο αλπικό τοπίο και διάχυτες φυσικές ομορφιές σε όλες τις περιοχές του νομού, με πλούσια πολιτιστική παράδοση και πολιτιστικά δρώμενα.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η Καστοριά, αποτελώντας ακριτική περιοχή, βρίσκεται στις βορειοδυτικές παρυφές της Δυτικής Μακεδονίας, συνορεύοντας δυτικά με την Αλβανία και ως προς τα άλλα σημεία προσανατολισμού με τους νομούς Φλώρινας, Ιωαννίνων, Γρεβενών και Κοζάνης.

Ο Νομός Καστοριάς με πληθυσμό 50.322 (απογραφή 2011) θεωρείται από τις πλέον αραιοκατοικημένες περιοχές της Ελλάδας. Περιλαμβάνει ορεινές περιοχές που καλύπτουν το 58,9% του εδάφους με δασοκάλυψη 30%, εξαιρετικά υψηλότερη του μέσου συνολικού ποσοστού όλης της Ελλάδας. Η ορεινή περιοχή περιλαμβάνει πλούσια δάση από καστανιές, βελανιδιές, μαυρόπευκα, έλατα και οξιές αλλά και εξίσου πλούσια πανίδα καθώς το Βίτσι προστατεύεται ως καταφύγιο θηραμάτων και αποτελεί φυσικό βιότοπο της αρκούδας. Την περιοχή διατρέχει ο ποταμός Αλιάκμονας, ο οποίος διαθέτει στην περιοχή διάφορους παραποτάμους και ρεύματα που εκβάλλουν στη Λίμνη της Καστοριάς.

Η Λίμνη της Καστοριάς, θεωρείται μία από τις ωραιότερες λίμνες των Βαλκανίων και έχει χαρακτηρισθεί, το 1974, ως «μνημείο εξόχου φυσικού κάλλους». Στις όχθες της λίμνης βρίσκεται η πόλη της Καστοριάς, κτισμένη αμφιθεατρικά στην χερσόνησο που εισβάλλει στη λίμνη, σε υψόμετρο 620 μέτρων, περιοχή στην οποία φαίνεται να ήταν κτισμένη τους προχριστιανικούς χρόνους η αρχαία πόλη Κήλητρον, αιολική αποικία και πρωτεύουσα των Ορεστών Βασιλέων.

Εξαιρουμένου του υπερέχοντος αλπικού τοπίου για το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την Καστοριά ως «Μικρά Ελβετία», κατά τα λοιπά, στην περιοχή κυριαρχεί σε κάλλος η Λίμνη της Καστοριάς ή Ορεστιάδας, η οποία περιβάλλει τη χερσόνησο που είναι κτισμένη η Καστοριά. Η λίμνη φέρεται να φιλοξενεί κατά εποχιακές περιόδους συνολικά πάνω από 150 είδη υδρόβιων πτηνών. Γνωστά και λιγότερο γνωστά είδη, είδη όπως οι κύκνοι, πάπιες διαφόρων ειδών, νερόκοτες, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, κορμοράνοι, αργυροπελεκάνοι, κ.ά. Βασικό στοιχείο του σκηνικού της λίμνης, που ορισμένες φορές το χρόνο παγώνει δίνοντας σπάνιες εικόνες αντικατοπτρισμών και χρωμάτων, αποτελούν οι ιδιότυπες ψαρόβαρκες της λίμνης, οι πλάβες ή τα λεγόμενα καστοριανά «καράβια». Σκάφη τα οποία θεωρούνται εξέλιξη του προϊστορικού μονόξυλου, με αδιόρατες τροποποιήσεις. Οι επισκέπτες μπορούν να περιηγηθούν την λίμνη με το τουριστικό πλοιάριο του Δήμου Καστοριάς «Ορεστιάς» ή και να την περιηγηθούν διά ξηράς, επιχειρώντας έναν από τους προσφερόμενους γύρους της λίμνης που περιγράφονται στους τουριστικούς οδηγούς της περιοχής.

Το κλίμα της περιοχής θεωρείται τυπικά ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες και θερμοκρασία που πέφτει αρκετά κάτω του μηδενός, που ωστόσο με την επίδραση της λίμνης, που έχει έκταση 28,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα, η δριμύτητα του κλίματος φαίνεται να περιορίζεται αισθητά, με κρατούσες μέσες ετήσιες θερμοκρασίες τρεις βαθμούς τον Ιανουάριο και 24 τον Ιούλιο.

Η Καστοριά θεωρείται ότι διαθέτει αρκετά καλό οδικό δίκτυο ευρισκόμενη στον οδικό άξονα της Εθνικής Οδού Γρεβενών-Καστοριάς-Φλώρινας, ενώ το επαρχιακό της δίκτυο συνδέει σχεδόν όλα τα χωριά. Η Καστοριά συνδέεται οδικώς με γραμμές ΚΤΕΛ με τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη, τη Φλώρινα, το Αμύνταιο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα και με την Αθήνα, με την οποία συνδέεται και αεροπορικώς διαθέτοντας αεροδρόμιο στο Άργος Ορεστικό.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα του προϊστορικού οικισμού του Δισπηλιού, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της Καστοριάς εντοπίζονται ήδη από την έκτη χιλιετία π.Χ. Στους ιστορικούς χρόνους, κατά τον Ηρόδοτο, η περιοχή φαίνεται να ταυτιζόταν με την περιοχή της αρχαίας Ορεστιάδας στην οποία κατοικούσαν οι Ορέστες, οι «Μακεδνοί». Από την περιοχή αυτή φαίνεται να ξεκίνησαν οι προσπάθειες συνένωσης και δημιουργίας μακεδονικού κράτους.

Η περιοχή περιήλθε στους Ρωμαίους στα 197 π.Χ. και αργότερα, το 395 μ.Χ., αποτέλεσε τμήμα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους που μετεξελίχθηκε στο Βυζάντιο, κατά την περίοδο του οποίου και ιδρύθηκε, επί Ιουστινιανού, η πόλη της Καστοριάς. Μεταγενέστερα, την περιοχή φέρεται να καταλαμβάνουν κατά καιρούς οι Βούλγαροι, οι Πετσενέγκοι, οι Νορμανδοί, οι Σταυροφόροι, οι Σέρβοι, για ένα διάστημα οι Αλβανοί και το 1385 μ.Χ. οι Τούρκοι.

Η Καστοριά αναπτύχθηκε οικονομικά και κατ’ επέκταση πολιτιστικά ιδίως από τον 18ο αιώνα, πράγμα, που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη συμβολή των Καστοριανών εμπόρων της εποχής εκείνης και την εξάπλωσή τους στα διάφορα κέντρα του διεθνούς εμπορίου, στη Βιέννη, τη Λειψία, τη Βουδαπέστη, τη Μόσχα, το Παρίσι, τη Βενετία, το Λονδίνο και την Κωνσταντινούπολη. Πόλεις στις οποίες άνθησαν οι ισχυρές ελληνικές εμπορικές παροικίες του 18ου και 19ου αιώνα, και οι οποίες φαίνεται να προσέλκυσαν πολλούς Καστοριανούς, όπως στη Λειψία, όπου και ως αναφέρεται, «… περί τα μέσα του 18ου αιώνα, Έλληνες πεζοπορούντες εκ Καστορίας έφθασαν εις Λειψίαν, ένθα και κοινότητα και ναΐδριον (εντευκτήριον οίκον) ίδρυσαν (1754) … » (Αρχ. Μ. Φούγιας, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Διασπορά, τόμος 1, Αλεξάνδρεια, 1956)

Στην μακραίωνη περίοδο της τουρκοκρατίας, η περιοχή φέρεται να ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και να γνώρισε άνθιση στις Τέχνες και τα Γράμματα. Με τις συνθήκες αυτές, η περιοχή αναδείχθηκε σε κέντρο ηθικής και υλικής στήριξης των προεπεναστατικών κινημάτων που οδήγησαν στην εξέγερση του 1821 και μεταγενέστερα σε ένα από τα λίκνα του Μακεδονικού Αγώνα, αναδεικνύοντας σημαντικές μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο καπετάν Κώττας, ο Ίωνας Δραγούμης κ.ά.

Η περιοχή απελευθερώθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1912. Έκτοτε η Καστοριά αποτέλεσε εκ νέου θέατρο περιπετειών και αγώνων, κατά τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946 -1949), όπου και γράφτηκε το τραγικό του τέλος στα γύρω βουνά, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη στη φυσιογνωμία της πόλης. Λείψανα ηρώων, ανδριάντες και πλατείες, όπως του Παύλου Μελά, του Κ. Δαβάκη αλλά και του αμφιλεγόμενου Στρατηγού Βαν Φλιτ, η μνημειακή παρουσία του οποίου τερματίστηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Με τη μετονομασία της ομώνυμης Πλατείας σε Πλατεία Μακεδονομάχων, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Με αφορμή την γνωστή ανιστόρητη σπουδή της κυβέρνησης Μπους να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία.

Συνδεόμενη με τις διεργασίες του ελληνικού παροικιακού φαινομένου και στηριζόμενη στο «φέρον στοιχείο» της ελληνικής διασποράς, η Καστοριά εξελίχθηκε σε σημαντικό βιοτεχνικό, εμπορικό και ταυτόχρονα πολιτιστικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, διατηρώντας πολλά σημάδια της συμβολής των Καστοριανών της διασποράς και χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε από τις επιδράσεις της συμβολή τους στο τοπικό γίγνεσθαι.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Η οικονομία της περιοχής χαρακτηρίζεται σήμερα από την περιορισμένη σχετικά γεωργία και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας γουναρικών. Επιχειρηματικότητα που υποβοηθήθηκε έως ένα βαθμό από την παρουσία ομογενών Καστοριανών εμπόρων σε πολλά νευραλγικά κέντρα του διεθνούς εμπορίου (Παρίσι, Λονδίνο, Φρανκφούρτη, ΗΠΑ), από τους οποίους και φαίνεται να συνεχίζει να ορίζεται και σήμερα ως ένα βαθμό το διεθνές εμπόριο του κλάδου. Η γουνοποιία της Καστοριάς, αποτελώντας την σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα, με ιδιαίτερα μάλιστα υψηλού ποιοτικού επιπέδου παραγόμενα προϊόντα, φέρεται να απασχολεί άμεσα περίπου 15-16 χιλιάδες εργαζομένους, και πολύ περισσότερους έμμεσα. Το 99% της παραγωγής γούνας απευθύνεται αμέσως είτε εμμέσως σε πελάτες του εξωτερικού (κατά 92% τα τελευταία χρόνια κατευθύνεται προς τη Ρωσία), και αποτελεί έναν από τους πλέον συναλλαγματοφόρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, πρόκειται για τον τομέα που έχει υποστεί σοβαρούς κλυδωνισμούς από την στροφή στις τεχνητές γούνες και από τον ανταγωνισμό και την ανάδυση νέων κέντρων παραγωγής γούνας με μικρότερο κόστος. Και ακόμα, τα τελευταία χρόνια, πολύ περισσότερο. από την υφιστάμενη κρίση και τον δραστικό περιορισμό της ζήτησης. Παρά τα υψηλού ποιοτικού επιπέδου παραγόμενα προϊόντα.

Τα καστοριανά προϊόντα της γούνας θεωρούνται είδη υψηλής τέχνης και μοναδικής ποιότητας και για τη διάθεσή τους εξειδικεύονται πολλά ειδικά καταστήματα της πόλης. Για τη διεθνή προβολή και την ενίσχυση του κλάδου, ο Σύνδεσμος Γουνοποιιών Καστοριάς, διοργανώνει, κάθε άνοιξη, από το 1976, την Ετήσια Διεθνή Έκθεση Γούνας στο Εκθετήριο – Δημοπρατήριο Γούνας Καστοριάς.

Ωστόσο, ο κλάδος της γουνοποιίας, εξαρτώμενος κυρίως από τις αγορές του εξωτερικού και κατά ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος, τα τελευταία 15-20 χρόνια, από τη ρωσική αγορά δοκίμασε ιδιαίτερα μεγάλους κλυδωνισμούς την τελευταία διετία, ιδίως εξαιτίας της πτώσης του ρουβλιού.

Στη διάρκεια της διετίας αυτής, φέρεται να σημειώθηκε πτώση των εξαγωγών κατά 80% και τις δύο χρονιές. Πράγμα, που κατά τις σχετικές δηλώσεις του Προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Γουνοποιών, προκάλεσε απώλεια 200 εκατ. δολ. από τις άμεσες εξαγωγές και άλλα 120 εκατ. από τις έμμεσες (τις αγορές που πραγματοποιούνται από ξένους πελάτες στα ελληνικά καταστήματα).

Η κρίση, φέρεται να επηρέασε αρνητικά ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των γουνοποιητικών επιχειρήσεων. Από τις 1.250 περίπου εγγεγραμμένες επιχειρήσεις στα μητρώα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Καστοριάς, εκτιμάται ότι μόλις 500 συνεχίζουν να παραμένουν ενεργές. Η κρίση επηρέασε εκ παραλλήλου και τις φάρμες εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην περιοχή της Καστοριάς και του Βοΐου. Από τις 120 φάρμες εκτροφής φαίνεται να συνεχίζουν να λειτουργούν γύρω στις 80.

Ωστόσο, η κατάσταση αυτή φέρεται να να εξομαλύνεται, παρέχοντας βάσιμες ελπίδες ανάκαμψης για το 2017. Δεδομένου ότι πολλές γουνοποιητικές επιχειρήσεις της Καστοριάς εμφανίζονται να παράγουν πλέον φασόν για τους μεγάλους οίκους μόδας του εξωτερικού, παράλληλα, παρουσιάζεται να σημειώνεται σταδιακή εξισορρόπηση του ρουβλιού, αλλά και να σταθεροποιείται η κατάσταση, ως προς τις τιμές των πρώτων υλών.

Από την άλλη, χάρις στα εξαιρετικά φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη σημαντική πολιτισμική κληρονομιά, η Καστοριά εμφανίζεται να παρουσιάζει άνοδο στον τομέα του τουρισμού, με την δραστηριοποίηση στην περιοχή αστικού και παραδοσιακού τύπου ξενοδοχείων, ξενώνων και ενοικιαζόμενων δωματίων και την δραστηριοποίηση δεκάδων επιχειρήσεων εστίασης και αναψυχής.

Με τα δεδομένα αυτά, το υποβλητικό φυσικό τοπίο, τα σπάνια δείγματα αρχιτεκτονικής, τα αξιοθέατα και τα πολιτιστικά δρώμενα που αναφερόμαστε στη συνέχεια, θα έλεγε κανείς ότι η Καστοριά μπορεί να εξελιχθεί σ` έναν από τους πλέον δημοφιλείς τόπους προορισμού, μια «Μικρή Ελβετία» για όλες τις εποχές.

ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΠΟΛΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΞΗΣ 

Η πόλη της Καστοριάς, με αστικό πληθυσμό που ανερχόταν κατά την απογραφή του 2011 στους 34.652 κατοίκους, αποτελεί μοναδική εμπειρία για το έξοχο φυσικό αλλά και το κτιστό οικιστικό περιβάλλον με τα σπάνια δείγματα αρχιτεκτονικής των υπαρχόντων αρχοντικών αλλά και των βυζαντινών ναών, για την προστασία των οποίων έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της συμβολής της Unesco.

Η ευημερία, που γνώρισε στο παρελθόν η Καστοριά, με την εξάπλωση των καστοριανών εμπόρων στα εμπορικά και παροικιακά κέντρα της προαναφερόμενης περιόδου ή και προ αυτής, αντανακλάται σήμερα στα σωζόμενα περίτεχνα παλαιά αρχοντικά της Καστοριάς.

Σημαντικό πόλο έλξης στην περιοχή αποτελούν τα προαναφερόμενα αρχοντικά της πόλης, η ομορφιά των οποίων εντυπωσιάζει και συνίσταται στην εντυπωσιακή τους εσωτερική ζωγραφική διακόσμηση, τα ξυλόγλυπτα σανιδώματα στις οροφές τους, τους πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες και σε άλλα ενδιαφέροντα και σπανίζοντα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ειδικού ενδιαφέροντος. Τα αρχοντικά βρίσκονται συγκεντρωμένα τα περισσότερα στον παραδοσιακό οικισμό Ντολτσό πλάι στη λίμνη καθώς και στο Απόζαρι, Ως σπουδαιότερα αρχοντικά της πόλης θεωρούνται τα αρχοντικά των οικογενειών Νατζή, Εμανουήλ, Γάκη, Μπασάρα, Τσιατσαπά, Μπρουμίδη, Αϊβάζη, Παπατέρπου, Σαπουτζή και Ντρέσκα, τα οποία χρονολογούνται στον 18ο και 19ο αιώνα. Πολλά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, τοιχογραφίες και διάφορα αντικείμενα των αρχοντικών της περιόδου αυτής μπορεί να βρει κανείς στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης, που στεγάζεται στο αρχοντικό του Νεράντζη Αϊβάζη στον παραδοσιακό οικισμό «Ντολτσό».

Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παλαιοί ναοί της Καστοριάς, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται στον 9ο και 10ο αιώνα. Οι ναοί της περιόδου αυτής, μη έχοντας επιβλητικές διαστάσεις, διατηρούν, κατά κανόνα, τον ρυθμό της βασιλικής, διακρίνονται δε για τα κεραμοπλαστικά κοσμήματα και τις σπάνιας τέχνης αγιογραφίες τους στο εσωτερικό όπως και στους εξωτερικούς τους τοίχους ακολουθώντας τη βορειοελλαδίτικη και βαλκανική παράδοση.

Από τις εκκλησίες της περιόδου αυτής σπουδαιότερες θεωρούνται το Μοναστήρι της Παναγίας της Μαυριώτισσας και οι τέσσερις αρχαιότεροι ναοί της πόλης, από τους οποίους οι τρεις είναι βασιλικές (Άγιοι Ανάργυροι, Άγιοι Ταξιάρχαι, Άγιος Στέφανος) και ο τέταρτος, σταυροειδής με τρούλο, η Παναγία Κουμπελίδικη.

Οι υπόλοιποι ναοί έχουν ανακαινισθεί στην ύστερη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο, κατά τον 14ο και 17ο αιώνα, είναι απλοί στην αρχιτεκτονική τους, μονόκλιτοι και μονόκοκχοι, χωρίς συστηματική κεραμική διακόσμηση, αλλά στο εσωτερικό τους φέρουν αξιόλογες τοιχογραφίες της μεταβυζαντινής περιόδου. Σπουδαιότεροι ναοί της κατηγορίας αυτής θεωρούνται ο Άγιος Γεώργιος, οι Ταξιάρχαι, ο Άγιος Νικόλαος. Άγιος Αθανάσιος, Παναγία Βλαχέρνα κ.ά.

Ξεχωριστή θέση στην πολιτιστική ζωή της περιοχής κατέχουν επίσης τα λαογραφικά στοιχεία που κληρονομήθηκαν και οι πολιτιστικές δραστηριότητες που στηρίζονται σε αυτή την παράδοση, οι οποίες και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών και ειδικά των προϊδεασμένων και των εξοικειωμένων με την πολιτιστική παράδοση των καστοριανών. Ήθη και έθιμα όπως τα παραδοσιακά «κόλλιεντα», τα τοπικά κάλαντα των Χριστουγέννων, το τοπικό καρναβάλι «Ραγκουτσάρια» (6-8 Ιανουαρίου), οι Μπουμπούνες την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς με τις φωτιές στις γειτονιές και τα γλέντια με τους παραδοσιακούς χορούς, η Ροδάνη του Πάσχα με την ιδιόρρυθμη κούνια και ο Κλήδωνας στις 24 Ιουνίου. Εκδηλώσεις που στηρίζονται από το Δήμο Καστοριάς και τα τοπικά πολιτιστικά σωματεία.

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ

Εντός της πόλης της Καστοριάς. Το Βυζαντινό Μουσείο, με εκθέματα κυρίως εικόνες, το Μουσείο Ενδυματολογίας στο αρχοντικό των αδελφών Εμμανουήλ και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Στο Άργος Ορεστικό έχουμε τα ερείπια αρχαίου οικισμού, η βυζαντινή εκκλησία Αγίου Γεωργίου και η τρίκλητη βασιλική Αγίας Παρασκευής.

Στο Δισπηλιό, το οικομουσείο με τις αναπαραστάσεις των προϊστορικών οικημάτων και το μουσείο με τα αντίγραφα των ευρημάτων του εκεί προϊστορικού λιμναίου οικισμού. Ευρήματα που περιλαμβάνουν και μία μη αποκρυπτογραφημένη ακόμα πινακίδα γραφής, χρονολογούμενη στο 5.260 π.Χ., ο τύπος της οποίας εικάζεται να προηγείται χρονικά της Γραμμικής Α.

Στο Επταχώρι έχουμε το μοναστήρι Αγίου Γεωργίου, με τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.

Στην Κλεισούρα. Το μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου, του 15ου αιώνα, με θαυμαστό ξυλόγλυπτο τέμπλο.

Στο Μαυροχώρι βρίσκεται η εκκλησία Αγίου Νικολάου, του 14ου αιώνα.

Στο Νεστόριο, το μοναστήρι της Παναγίας της Τσούκας.

Στο Νόστιμο, το Απολιθωμένο Δάσος, ηλικίας 20 εκατομμυρίων χρόνων. Περιοχή, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως απολιθώματα από τροπικά και υποτροπικά φυτά και από θαλάσσια και ζωικής προέλευσης είδη.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Τα «Ραγκουτσάρια», 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Τριήμερες καρναβαλικές εκδηλώσεις με αποκορύφωμα την τελευταία ημέρα, την Πατερίτσα, με την μεγάλη παρέλαση και τους χορούς του καρναβαλιού στην Πλατεία Ομόνοιας και στην Πλατεία του Ντολτσού.

Οι Μπουμπούνες – αποκριάτικες γιορτές με φωτιές στις γειτονιές και παραδοσιακούς χορούς την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

Η Ετήσια Έκθεση Γούνας, έκθεση που γίνεται κάθε Απρίλιο.

Το Πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, προστάτη των γουνοποιιών, κάθε Ιούλιο.

Το River Party – πρόγραμμα μουσικών εκδηλώσεων στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα, στο Νεστόριο, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου.

Το Πανηγύρι της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου.

Οι «Γιορτές της Γης», κάθε Δεκέμβριο, οι οποίες περιλαμβάνουν τη γιορτή τσίπουρου στη Λιθιά, τη γιορτή φασολιού στα Λακκώματα και τη γιορτή κάστανου στο Καστανόφυτο. 

ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Ο Νομός Καστοριάς περιλαμβάνει πολλούς ορεινούς όγκους (Βίτσι, Βοΐο, Γράμμο) με πλούσια χλωρίδα, δάση από καστανιές, βελανιδιές, μαυρόπευκα, έλατα και οξιές, προσφέροντας ευκαιρίες για εκδρομές, πεζοπορίες, ορειβασία, ιππασία αλλά και χιονοδρομίες καθώς λειτουργεί στο Βίτσι άρτια οργανωμένο χιονοδρομικό κέντρο.

Περιηγητικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα χωριά των Δήμων Ακριτών, Αλιάκμονα, Βιτσίου, Δ. Γράμμου, Νεστορίου, Μακεδνών, Κλεισούρας, του Δήμου Ορέστιδος, όπου και βρίσκεται η δεύτερη σε μέγεθος πόλη του νομού, το Άργος Ορεστικό, με 7.482 κατοίκους (2011), όπως και του Ίωνος Δραγούμη, χωριά όπως το Βογατσικό, χωριό καταγωγής της ιστορικής οικογένειας Δραγούμη, κ.ά.

Στα χωριά των διαφόρων Δήμων μπορεί να βρει κανείς ξενώνες και δωμάτια με σύγχρονες ανέσεις, να αγοράσει τοπικό κρασί, τσίπουρο, γλυκό σταφύλι, τυρί και άλλα τοπικά είδη και να δοκιμάσει στις τοπικές ταβέρνες πρασοκεφτέδες, χοιρινή τηγανιά, κατσίκι ψημένο στα ξύλα, χωριάτικο λουκάνικο, σουβλάκια και άλλες φημισμένες τοπικές σπεσιαλιτέ.

*Πληροφορίες: Η Καστοριά απέχει από την Αθήνα 496 χμ. Τουριστικές και άλλες πληροφορίες, για την πόλη της Καστοριάς και ολόκληρο το Νομό Καστοριάς, μπορεί να βρει κανείς στα τηλέφωνα του Δήμου Καστοριάς, καθώς και στον ιστότοπο του Δήμου Καστοριάς: http://www.kastoria.gov.gr

neoskosmos.com

One Comment

  1. Στην παράγραφο “ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΠΟΛΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΞΗΣ” αναφέρεται το εξής: “Ως σπουδαιότερα αρχοντικά της πόλης θεωρούνται τα αρχοντικά των οικογενειών Νατζή, Εμανουήλ, Γάκη, Μπασάρα, Τσιατσαπά, Μπρουμίδη, Αϊβάζη, Παπατέρπου, Σαπουτζή και Ντρέσκα…”.

    Δεν υπήρξε ΠΟΤΕ αρχοντικό Μπρουμίδη αλλά ΜΟΝΟ ΣΑΠΟΥΝΤΖΗ.

    Αυτή η διπλή ονομασία δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα παρά τις προσπάθειες ορισμένων.

Back to top button