ΓούναΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Το μαγαζόπλο (γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Έχουν περάσει χρόνια και χρόνια από τότε που τα σπιτικά της Καστοριάς, αρχοντικά και μεσαίας τάξης διατηρούσαν «και φιλοξενούσαν» στον πρώτο όροφό τους μέσ’ τα μικρά χαμηλοτάβανα δωμάτια, τα μικρά εργαστήρια της γούνας. Μέσα σ’ αυτά παίχτηκαν οι καθημερινοί αγώνες, των ανθρώπων του τόπου μας. Αφεντικά, τσεριάκια και μέλη των οικογενειών, σηκώνονταν από νωρίς το πρωΐ για να δουλέψουν, ως αργά το απόγευμα, (αν ήταν καλοκαίρι) και νυχτερώνοντας (αν ήταν φθινόπωρο και χειμώνας). Ενα μικρό διάλειμμα μεσολαβούσε για το μεσημεριανό φαγητό κι ύστερα σκυμμένοι όλοι τους και καθισμένοι σταυροπόδι γύρω από το σοφρά, έκαμναν τις απαραίτητες εργασίες.

Το φώς της γκαζόλαμπας, συνόδευε νύχτα μέρα, κάθε δουλειά που ήθελε υπομονή, αφοσίωση και ακρίβεια στο ράψιμο, που γίνονταν με το χέρι.

«Αϊντε παιδιά μή λακαρντιά, σας είπα ένα χόβι

κάθε τσιεράκι μουλωχτό, να ράφτει και να κόβει

και πρέπει να ξεσύρετε τα σκούνξ και τα κουνάβια

γιετί την Πέφτη το ταχιά, θα φύγω για το Σιάμι…

(Δαμασκός της Συρίας) [απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Μπακάλη].

Καστοριά τέλος του 19ου αιώνα και νάσου χαμπέρια από την Αμέρικα πώς εκεί υπάρχουν χουρδάδες που καταλήγουν στα σκουπίδια και μηχανές που ράβουν. Μα τότε σαν ήρθε η πρώτη εδώ, θεωρήθηκε μέγας αντίπαλος. Η μηχανή «φυγαδεύτηκε» στο εργαστήριο της Πόλης, όπου είχαν άλλο εργαστήριο οι αδελφοί Σαμαρά.

Από το έργο του Αργυρίου Παπαδίσκου «η χαραυγή της λευτεριάς», που αναφέρεται στην απελευθέρωση της Καστοριάς, ένας από τους βασικούς ήρωες του συγγραφέα, ο Γιώργος που είναι γουναράς, λέει στην γυναίκα του τα εξής…«αχ μωρή Κατίγκω, δεν ξέρεις με τι σεβντάν τις δούλεψα απού λιανιά τιφτίκια, γίνκαν οι πεχλέδες και σαμουρίσια τιφαρίκια, άϊντεντέ, απού να τις τηράει κανένας και να τις σεβνταλίζεται. Ισύ ξέρεις απου τουν χουρδά, τί ήβγαλα στου ξεδιάλεγμα δυό κουφίνια μπουκλούκια και τάριξα στην τούμπα στουν Αη Θανάση.

Κοντεύει να φέξει Κατίγκω κι ακόμα δεν φάνκαν τα τσιεράκια. Πήρεν ου κόρακας και του νυχτέρι και την προυκουπή μας. Τί γίνκεν και άργησάνε έτσι; Και να βιάζουμαι να βγάλω αυτήν την καλότυχη την παρτίδα μιά ώρα αρχήτερα!…Να, Αη Δημήτρης ήρθεν, οι δουλειές αρχέψανε στη Σαλονίκη και του πράμα, ακόμα ειδώ είναι…»

Κάπως έτσι συνεχίζονταν η ζωή των ανθρώπων μας, εκείνα τα χρόνια, μ’ όλα τα ιστορικά συμβάνατα που ακολούθησαν και τις ανατροπές – την κατάρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την μετανάστευση πρός τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής…

«όλου του κόσμου ο πληθυσμός της

φυλάς πρεσβεύει

κι’ όλες τις χαύτει ο εθνικισμός της

και τις χωνεύει»

έγραφε αργότερα ο ποιητής Αργύριος Παπαδίσκος.

Καστοριά αρχές του 20ου αιώνα, πρίν χτυπήσει το τσιουκαλίδι και πάρουμε χαμπάρι, τον ερχομό της βιομηχανικής εποχής.

Στα μικρά μαγαζόπλα, όλα κυλούσαν με το συνήθη τρόπο.

Δυό ώρες πρίν φέξει, το ικανότερο τσιεράκι, αναλαμβάνει να ξυπνήσει το αφεντικό, να πάρει το κλειδί, ν’ ανοίξει το μαγαζί, ν’ ανάψει το μαγκάλι, τη λάμπα, να γιομίσει τη στάμνα ή το λαήνι με νερό, κι’ ύστερα πιά να καθήσουν, γύρω από το στρογγυλό σοφρά. Οι καλλιτέχνες του είδους και έμπειροι γουνοραφτάδες πιά, έκαμναν το ονομαστό ράψιμο «τιρτίρι», που έμοιαζε με κέντημα.

Χρωματιστάδες, κόφτες, σταματωτάδες, ξεδιαλεχτάδες, ο καθένας στο ρόλο του κι’ ανάμεσά τους, οι πρώτες γυναίκες, γιαγιάδες, κόρες κι’ εγγονές που έπαιρναν μέρος, για να «φτουργάει» η δουλειά.

«Καστοριανές οι κόρες

πεχλέδες ράφτουν όλες

στον κόμπο στη ριζά

κόφτουνε την οτρά».

Οι μπάλες με τον χουρδά, βρίσκονταν σε αποθηκευτικό χώρο, κοντά στο μαγαζόπλο, με το ανάλογο είδος, από αξστραγάν, σιντζιάπι, κότσι, νούρκα, κλπ….

Το ζουμπούλι και το ροδάκινο, παίξανε ένα ιδιαίτερο ρόλο στον κόσμο του παληού καιρού.

Μιά σιωπηλή συμφωνία ξεκινούσε την Ανοιξη με το ζουμπουλάκι που σήμαινε πως έπαυαν τα νυχτέρια…Το άνθος έμπαινε σ’ ένα ποτήρι με νερό κι’ ο μπόσης έπαιρνε το μήνυμα.

Το ίδιο συνέβαινε πρός το τέλος του καλοκαιριού με το ροδάκινο. Το τσιεράκι της εμπιστοσύνης, τόβαζε πάνω στη πουλίτσα, κι έτσι από κεί και μετά, ξανάρχιζαν τα νυχτέρια…

Η πολύωρη εργασία, διανθίζονταν με το τραγούδι, ξεχνώντας έτσι τον κόπο της δουλειάς, άλλοτε με την «Νέτα του Φασιούλα», την «Πηνελόπη Καρανά», την «Ανθηνά» και την παρεξηγημένη Καστοριανή, τη Ρίγκω του Γιαννούτα, που ξελογιάστηκε με τον ορολογοποιό – τον ουρατζή και άφησεν τον πικρό τον Σκουταράκη…

Η λαογράφος μας Ιφιγένεια Διδασκάλου, μας περιγράφει, τα παιδικά της βιώματα στο κείμενο που ακολουθεί. Εζησε σε οικογένεια γουναράδων, με δύο παππούδες Χατζή και Γυιόκα και γίνηκε μάρτυρας και στη καθημερινότητα και στις ξεχωριστές στιγμές, όταν κλείνονταν οι πρώτες συμφωνίες.

<ΚΑΣΤΟΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ>: «Μαγαζιά, εκείνα τα χρόνια, είχε πολλά η Καστοριά, μα ελάχιστοι ήταν όσοι έκαναν συναλλαγές άμεσα με το εξωτερικό. Οι άλλοι γουναράδες πουλούσαν τα προϊόντα τους σ’ αυτούς τους εμπόρους ή μερικοί απ’ αυτούς πήγαιναν στο εξωτερικό.

Οταν ετοίμαζε – θυμούμαι – ο παππούς ο Κοσμάς όλο το εμπόρευμα, το ταχτοποιούσε μέσα σε μεγάλα ξύλινα κασόνια και τόστελνε στο Παρίσι. Και ύστερα από κάμποσες ημέρες, έφευγε κι ο ίδιος εκεί για να το ξεπουλήσει. Τότε, λοιπόν, είχαμε ξεπροβοδήματα, μεγάλη συγκίνηση και δάκρυα πολλά, την ώρα του αποχαιρετισμού.

Χαρακτηριστικό ήταν όταν γινόταν «πράξις», δηλαδή η πώληση γουναρικών εκείνο τον καιρό: Εβλεπες το μεσίτη να πηγαίνει μπροστά, κρατώντας το δείγμα. Πίσω ακολουθούσαν δύο – τρία τσιεράκια, φορτωμένα με τις γούνες και σ’ όλη τη διαδρομή όσοι αντάμωναν το μεσίτη, του εύχονταν: «Χαϊρλίδικα, και σ’ άλλα με γειά!».

Τι απέμεινε στη θύμισή μας, απ’ όλα αυτά, που συνέβησαν κάποτε;

Ασφαλώς οι αναμνήσεις από τις αφηγήσεις των παππούδων και των λαογράφων μας που βαστήξανε με αγάπη, τις εικόνες από τα περασμένα.

Είναι κι’ οι γωνιές των λαογραφικών μουσείων Νεράτζη Αϊβάζη και του Δεληνάνειου.

Στο πρώτο η μηχανή τζάκομπ, ο σοφράς με τα εργαλεία, ο κρεμασμένος τζιουμπές και παλιές φωτογραφίες…μαζί και το μοναδικό ζωγραφιστό ταβάνι του μαγαζόπλου.

Στο δεύτερο μαγαζόπλο του Δεληνάνειου, παλιές φωτογραφίες πλαισιώνουν το χώρο, μαζί με το λογιστικό βιβλίο, τα εργαλεία της γούνας – (δωρεά του αξέχαστου Μπίλλη Αλβανού), πάνω στο τραπέζι εργασίας.

Τώρα υπάρχει μάλλον εδώ ένας βουβός διάλογος ανάμεσα στο παλιό και το νέο κόσμο, τους επισκέπτες που φθάνουν στη πόλη και εμάς τους ίδιους, μαθαίνοντας τα σημαντικά μυστικά της γούνας και τον τρόπο ζωής.

Η αφετηρία της προόδου, από δώ ξεκίνησε, με ζουμπούλι και ροδάκινο, με χαράματα και νυχτέρια, με ζήλο και επιμονή και ατέλειωτες ώρες στα τεζιάκια.

Πρωταγωνιστές των καιρών και πολύγλωσσοι οι άνθρωποί μας…όπως αναφέρει ο Φρανσουά Πουκεβίλ – γάλλος διπλωμάτης – στα 1806 «Ο αρχιεπίσκοπος νεόφυτος, εδέχθη, μετά μεσημβρίαν, όλων των προυχόντων Ελλήνων της πόλεως, εις τους οποίους με συνέστησε. Ησαν ούτοι ως επί το πλείστον, ως εις τας μεγάλας πόλεις της Ρούμελης, πλούσιοι έμποροι, οι οποίοι είχον τους οίκους εμπορίου εις την Βιέννην, Λιψίαν, Δρέσδην και εις πολλές πόλεις της Ρωσίας. Αλλοι ωμίλουν γερμανιστί, άλλοι Σλαυιστί, μικρός αριθμός εγνώριζε την Ιταλικήν και σχεδόν όλοι κατείχον εις μέγα βαθμόν τελειότητος την Ελληνικήν κατά λέξιν, η οποία τώρα κάμνει την βάσιν της δημόσιας παιδείας.

Από τα μαγαζόπλα του παληού καιρού, κίνησαν με καράβια και με καραβάνια να κερδίσουν, οι δικοί μας, τις αγορές της δύσης και της Ανατολής,…κι’ είμαστε στα 2017, γεμάτοι αγωνίες, φόβους, ελπίδες, οι νέοι έχουν εξελιχθεί, έχουν μάθει πολλά και βαδίζουνε με νέες μεθόδους στα κέντρα εκθέσεων, στις αποφάσεις τους, στις εκθέσεις που διοργανώνονται…

Βαστήξαμε για το τέλος τις εντυπώσεις του Εβλιγιά Τσελεμπή – του Τούρκου περιηγητή, που έφθασε εδώ στα 1661.

«Ολα τα σπίτια στην όχθη, έχουν σαχνιστά. Είναι αρχοντικά με λιμάνια, με πατώματα το ένα επάνω στο άλλο, στο ρυθμό της Κωνσταντινούπολης. Ολοι οι κεντρικοί δρόμοι της είναι στρωμένοι με μαλακό βράχο και καθαρό γυαλιστερό γκαλντερίμι.

Από την Κωνσταντινούπολη και άλλους τόπους, ως και από τη χώρα της Μόσκοβας έρχονται τάματα από τους άπιστους γουνοποιούς για τις εκκλησιές αυτές…»

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση

Τα ταξίδια των γουναράδων από τις αρχές του 16ου αιών. έως τα μέσα του 20ου αιών.

fonikastorias.gr

Back to top button