Καστοριά

Βασιλική Χαραμοπούλου για το σχέδιο της Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης

Η τοποθέτηση της δημοτικής συμβούλου Χαραμοπούλου Βασιλικής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» σχετικά με τη «Στρατηγική Ολοκληρωμένης Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης» στον Δήμο Καστοριάς

«Στο προτεινόμενο σχέδιο κλίνεται σε όλες τις πτώσεις η λέξη “ανάπτυξη”, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζεται “ανάπτυξη από ποιον για ποιον”;

Όλα αυτά τα χρόνια γίναμε μάρτυρες των αποτελεσμάτων, των αρνητικών συνεπειών, του συγκεκριμένου δρόμου ανάπτυξης, που ως πυρήνα του έχει το κέρδος και την εκμετάλλευση.

Τι έφερε αυτός ο δρόμος, που η αστική τάξη προβάλλει ως θαυματουργική διέξοδο; Πού οδήγησε; Οδήγησε στη βαθύτερη μεταπολεμική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού.

Όλες οι “προκλήσεις”, που αναφέρονται στο κείμενο της “ΒΑΑ” και καταναλώνεται τόσο μελάνι στο πώς θα αντιμετωπιστούν, δεν είναι συνέπειες του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, όπου το μοναδικό κίνητρο κίνησής της είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών;

Η περιοδική εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης αποτελεί νομοτέλεια για την κίνηση της οικονομίας.

Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία γραμμή αστικής διαχείρισης, που να μπορεί να αναιρέσει την αιτία της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης. Είτε εφαρμοστεί περιοριστική πολιτική, είτε εφαρμοστεί επεκτατική πολιτική, η περιοδική εκδήλωση της κρίσης δεν μπορεί να αποτραπεί.

Η “δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη για όλους” είναι ιδεολόγημα ενσωμάτωσης και υποταγής.

Στο δήμο Καστοριας , όπως και σε όλη τη χώρα, υπάρχουν τάξεις που δεν έχουν ενιαίο συμφέρον στο συγκεκριμένο δρόμο ανάπτυξης, με συνέπεια να μην είναι δυνατή ανάπτυξη που να υπηρετεί όλους εξίσου, ιδιαίτερα μάλιστα σε τοπικό επίπεδο όπως αφήνεται να εννοηθεί μέσα από το κείμενο της “ΒΑΑ”.

Δεν μπορεί να δημιουργείς φτώχεια και παράλληλα να προστατεύεις από τη φτώχεια! Φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού, όπως υπονοείται μέσα από το σχέδιο της “ΒΑΑ”, δεν μπορεί να υπάρξει.

Η “δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη για όλους”, που υπόσχεστε μέσα από την προτεινόμενη “ΒΑΑ”, είναι στη γραμμή εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου που διαρκώς αναζητεί χώρους, δράσεις, επενδύσεις για να εξασφαλίσει μεγαλύτερα κέρδη.

Οι άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις για επενδύσεις στους τομείς προτεραιότητας που προκρίνονται για την οικονομική δραστηριότητα και οι αντίστοιχες δομές στήριξης που προτείνονται για αυτό το σκοπό. Βέβαια, τέτοιες ενισχύσεις μέσα στη συγκεκριμένη στρατηγική εμφανίζονται και με το μανδύα ενίσχυσης ακόμα και νέων επιστημόνων και γενικότερα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, όμως ελάχιστα θα ωφεληθούν οι ίδιοι.

Όπως συμβαίνει συνήθως, θα αναλάβουν το ρίσκο επενδύσεων, που ακόμα και αν πετύχουν, σε ένα σύντομο διάστημα τα κύρια αποτελέσματά τους θα τα καρπωθούν οι μεγάλοι όμιλοι.

Η παροχή φτηνού ευέλικτου εργατικού δυναμικού για το κεφάλαιο μέσα από τα προγράμματα διά βίου μάθησης ή και μέσα από τη λεγόμενη “προώθηση στην απασχόληση” με κουπόνια, voucher, πρακτική άσκηση κλπ.

Τελικά, είναι μια πολιτική που δοκιμάζεται στην καθημερινότητα της φτώχειας και της εξαθλίωσης του λαού από τη μια μεριά και από την άλλη της προώθησης επενδύσεων κερδοφόρων για μια μικρή μερίδα. Αυτό έχουν αποδείξει και αντίστοιχα προγράμματα στο παρελθόν.

Είναι πλατιά γνωστό πως το ελληνικό ΕΣΠΑ αποτέλεσε ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που ανταποκρινόταν κυρίως στον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ να συντονίσει και να εντάξει όλες της τις πολιτικές στο πλαίσιο της Στρατηγικής “ΕΕ-2020”. Οι χρηματοδοτούμενες δράσεις υπακούουν υποχρεωτικά στις γενικότερες αντιλαϊκές πολιτικές της στρατηγικής της ΕΕ “Ευρώπη 2020”, το “Σύμφωνο Σταθερότητας”, το “Σύμφωνο για το ευρώ +”, το “Ευρωπαϊκό Εξάμηνο” και την “Οικονομική Διακυβέρνηση” της ΕΕ. Ενώ σχεδόν το 63% των διαθέσιμων κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία χρηματοδοτούν δράσεις που συμβάλλουν άμεσα στη στρατηγική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας.

Χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, είναι η ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνετε με τη στρατηγική της ΒΑΑ, στην προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, ως μοχλό συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης με την περαιτέρω ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, ως προπομπό για την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών που η παροχή τους είναι υποχρέωση του κράτους όπως η Υγεία, η Πρόνοια κλπ.

Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνονται οι ανισομετρίες στο εσωτερικό της χώρας ανάμεσα στις Περιφέρειες και τους δήμους.

Επομένως, είναι λογικό και αναμενόμενο να κυριαρχεί το ερώτημα αν υπάρχει διέξοδος προς όφελος του λαού από τη σημερινή ασφυκτική κατάσταση, καθώς συνεχίζεται για ένατη συνεχή χρονιά η βαθύτερη μεταπολεμική κρίση της ελληνικής οικονομίας, καθώς επιδεινώνεται συνεχώς η κατάσταση των λαϊκών οικογενειών.

Ο λαός δεν πρέπει να έχει αυταπάτες ότι κάτι θα κερδίσει από την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Και αυτό επειδή, για εμάς, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι μια ουδέτερη, τεχνοκρατική έννοια, αλλά έχει βαθύτατο οικονομικό – πολιτικό περιεχόμενο. Σχετίζεται άρρηκτα με το ερώτημα “για ποιον;”, για τα συμφέροντα ποιας κοινωνικής τάξης σχεδιάζεται και υλοποιείται η αναπτυξιακή πολιτική. Το βασικό ερώτημα είναι το αν η όποια ανάπτυξη, ο όποιος σχεδιασμός θα στοχεύει στη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών ή θα υπηρετεί την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, εγχώριων και ξένων;

Για μας θα έπρεπε πρώτα και κύρια να μπούν στο σχέδιο έργα για :

Την αντισεισμική θωράκιση, σε επίπεδο ελέγχου και παρεμβάσεων, στο “γερασμένο κτιριακό απόθεμα της πόλης”.

Την πλήρη και ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική θωράκιση.

Την κατασκευή νέων, σύγχρονων δημόσιων παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, που να καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες προσχολικής αγωγής για τις λαϊκές οικογένειες των νέων ζευγαριών.

Να κατασκευαστούν οι αναγκαίες σχολικές μονάδες, να αναβαθμιστούν οι υπάρχουσες σχολικές υποδομές, να ελεγχθεί η αντισεισμικότητα των παλαιών σχολικών διδακτηρίων και να γίνουν οι απαραίτητες συντηρήσεις με επαρκή χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Το ζήτημα λοιπόν για τους εργαζομένους, τα λαϊκά στρώματα δεν είναι η προσδοκία της καπιταλιστικής ανάκαμψης, της “παραγωγικής ανασυγκρότησης” που προβάλλουν από κοινού όσοι υπηρετούν το σημερινό σύστημα ανεξάρτητα από την κριτική που ασκούν σε πλευρές της διαχείρισης που κάθε φορά ασκείται. Αλλά να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για ν’ ανοίξει ο δρόμος ανάπτυξης υπέρ του λαού, που θα έχει στόχο την ικανοποίηση των εργατικών – λαϊκών αναγκών.

Εύλογα λοιπόν εκφράζω την πολιτική μου αντίθεσή στο σχέδιο ‘‘Στρατηγικής Ολοκληρωμένης Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης’’.

 

 

 

Back to top button