Καστοριά

Μάγισσα… (της Μαρίας Κανδύλη)

 

 Στη μικρή πλατεία είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι : Ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά. Ένα απρόσωπο πλήθος που φορούσε τα καλά του ρούχα, εκείνα που φύλαγε για τις γιορτές.
– Περίμεναν να φέρουν τη γυναίκα χωρίς όνομα. Θα παρακολουθούσαν την τιμωρία που της είχε ομόφωνα επιβληθεί. Είχε κριθεί ένοχη επειδή αγαπούσε. Σε κείνον τον τόπο απαγορεύονταν η αγάπη. Έπρεπε να καεί και να το δουν όλοι.
– Τα ξύλα ήταν υπερβολικά πολλά για τη λεπτή της σιλουέτα. Σπατάλη σκέφτηκαν, αλλά δε μίλησε κανείς.
– Επιτέλους τη φέρανε. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα, λευκό και μακρύ, σκισμένο σε πολλά σημεία και λίγο βρώμικο. Τα πόδια γυμνά. Δεν κοίταξε κανέναν, την κοιτούσαν όλοι. Έδειχνε εύφλεκτη.
– Περπατούσε περήφανα αν και τα γυμνά της πόδια θα έπρεπε να πονούσαν πολύ από τις πέτρες που τα πλήγωναν. Δεν αντιστάθηκε. Υπάκουα και με ανυπομονησία θα έλεγες, περίμενε να ανάψει η πρώτη φλόγα. Η φλόγα που όλοι κρατούσαν την ανάσα τους για να τη δουν να θεριεύει τυλίγοντας το λεπτό σώμα.
– Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Τα ξερόκλαδα που ήταν στη βάση έγιναν αμέσως πύρινα και σηματοδότησαν την έναρξη του θεάματος.
-Όμως….. κάτι δεν πήγαινε καλά. Η γυναίκα δεν καίγονταν, η φωτιά κόντευε να σβήσει και αυτή στεκόταν εκεί ανέπαφη εξακολουθώντας να μη κοιτάζει κανέναν. Ακόμα και το φόρεμα της έδειχνε πιο λευκό, πιο μακρύ, χωρίς σκισίματα, καθαρό, πυρίμαχο.
– Επιφωνήματα έκπληκτης δυσαρέσκειας, Αναταραχή στο πλήθος, φοβισμένο μίσος στα στόματα που σχημάτισαν όλα μαζί μια και μοναδική λέξη και άφησαν να ξεχυθεί μεγαλόφωνα, μονότονα, επαναλαμβανόμενα : …. Μάγισσα… μάγισσα….. μάγισσα.
– Και τότε τους κοίταξε, και τότε τους μίλησε με καλοσύνη που μάτωσε το μίσος.
– «Άνθρωποι, άνθρωποι δεν μπορείτε να με κάψετε, έχω ήδη καεί από την αγάπη. Δεν μπορείτε να με πνίξετε, έχω ήδη πνιγεί από την αγάπη. Ό,τι μ’ έκαψε, ό,τι μ’ έπνιξε, μ έκανε σχεδόν αθάνατη. Στο μόνο που μπορείτε να ελπίζετε είναι η εκούσια θυσία. Πηγαίνετε στα σπίτια σας ήσυχοι λοιπόν τώρα».
– Κάποιος έσβησε τη φωτιά, κάποιος την έλυσε. Κανείς δεν την κοίταξε, μοναχά τα παιδιά. Τους χαμογέλασε, της χαμογέλασαν…. κι έφυγε.

Back to top button