Πέρυσι τέτοιον καιρό έλεγαν ότι θα κλείναμε το 17 με ανάπτυξη 3% περίπου. Το ΔΝΤ και η Ευρώπη μας λέει μονότονα πρέπει να είστε κάθε χρονιά πάνω από 3,5% γιατί τόσο χρειάζεστε για να πιάνετε τα τοκοχρεολύσια που πρέπει να πληρώνετε. Εμείς κάθε τρεις μήνες κατεβάζαμε τα προγνωστικά προς τα κάτω καθώς η οικονομία έπεφτε ολοένα και περισσότερο και η φοροδοτική ικανότητα του πλήθους ολοένα και εξαντλείτο.
Και βγαίνει τώρα ο μάγος, ο φακίρης και λέει “Πάμε υπέροχα κι έχουμε ανάπτυξη και όλες οι Κασσάνδρες πέσαν έξω και λόγω υπεραπόδοσης πάρτε και έναν μποναμά”!
Από τον οποίο μποναμά προσέξτε!
Τα μισά είναι λεφτά κατά επίσημη παραδοχή κλεμμένα, τα οποία τα δικαστήρια τους ανάγκασαν να επιστρέψουν.
Ένα άλλο μέρος είναι λεφτά που θα δώσουν στην ΔΕΗ για να καλύψει την χασούρα που αυτοί της επέβαλαν, τα οποία η ΔΕΗ κανονικά δε δικαιούται να εισπράξει γιατί μετράνε σαν κρατική επιδότηση και θα τρέχουμε πάλι στα ευρωπαϊκά δικαστήρια
Και ένα μέρος είναι λεφτά που στραγγίσανε το αίμα του λαού με βαρύτατη φορολόγηση να εισπράξουνε και το επιστρέφουνε σαν χαρτζιλίκι. Σου πήραν το καρβέλι ΟΛΗΣ της χρονιάς για να σου δώσουν ένα κουλούρι τα Χριστούγεννα.
Βρε βρε βρε!
Όταν ήμουν 6-7 χρονών βρέθηκα στην καλύβα του πατέρα μου, στο μαντρί, στα γίδια, μιλάμε για πριν 60 εξήντα και περισσότερα χρόνια. Φανάρι δεν υπήρχε και έβαζε που και που ο υπάλληλος βοσκός, Χρήστος, κανένα πουρνάρι να φωτίζει για λίγο να βλέπουμε να τρώμε, μέσα στην νύχτα, για να μη πηγαίνει το κουτάλι μας στις στάχτες της φωτιάς που έκαιγε στο κέντρο της αχυρένιας καλύβας, αντί στο μοναδικό πιάτο που τρώγαμε και οι τρεις μαζί. Όσο επέτρεπε ο καπνός της καλύβας να βλέπουμε, με δάκρυα στα μάτια, για να παίρνουμε το βραδινό μας φαγητό. Το ψωμί το έπαιρνε ο πατέρας, κάθε μήνα, με τα ζώα, από το Μεταξά που ήταν η μόνιμη κατοικία της οικογένειας, 40 με 50 χιλιόμετρα μακρυά. Τα καρβέλια ήταν άδεια στο εσωτερικό τους διότι το έτρωγαν οι ποντικοί, γάτα δεν υπήρχε, και ο πατέρας μου με το προσωπικό έτρωγαν αυτό που απέμεινε, δηλαδή μόνο την κόρα. Κάτι παρόμοιο γίνεται και τώρα. Τρώνε οι όλο σχεδόν το καλό ψωμί και αφήνουν και για μας καμιά κόρα για να μη πεθάνουμε από την πείνα.