Στη ρωσική γλωσσά υπάρχει μια ελληνική λέξη apatrid `«апатри́д», από την αρχαιοελληνική άπατρις, που σημαίνει άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια. Κατ΄ ειρωνεία της μοίρας του Ελληνισμού, στην Κεντρική Ασία, στην πόλη Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, μένουν ακόμα Έλληνες – πολιτικοί πρόσφυγες του ‘49, που παραμένουν απάτριδες, χωρίς ιθαγένεια. Είναι Ελληνόπουλα που πέρασαν πεζή και ξυπόλυτα από τα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου στις τότε “λαϊκές δημοκρατίες” για να αποφύγουν τις δραματικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Και δεν επαναπατρίστηκαν.
-«Στην Τασκένδη έχετε ουζμπέκικη ιθαγένεια;» -«Όχι, είμαι άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια». -«Πώς κυκλοφορείτε έξω;» -«Με ένα ειδικό επίσημο έγγραφο, που γράφει “απατρίντ”: “Άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια”. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο 77χρονός Αντώνη Μαρούδης, Έλληνας που ζει στην Τασκένδη, στη 2η «Ελληνική Πολιτεία» (σ.σ. κάποτε όλες μαζί ήταν 14), μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Είμαι μοναδικός Έλληνας στην δικιά μας πολυκατοικία με 48 διαμερίσματα. Μετά το μαζικό επαναπατρισμό των συμπατριωτών μου, την εποχή του ’80, ήρθαν εδώ οι ντόπιοι», λέει. Γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Φούστανη της Πέλλας. Ο πατέρας του ήταν στο βουνό- μαχητής της εθνικής αντίστασης κατά του φασισμού στην αρχή , αργότερα στον εμφύλιο – μέσα από τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Το 1947 ως “παιδί ανταρτών” με χιλιάδες άλλα Ελληνόπουλα έφυγε με τη βοήθεια του μηχανισμού του ΔΣΕ στην τότε Τσεχοσλοβακία. «Έμεινα έξι χρόνια στο Παιδικό Σταθμό.
Το 1954 όντας έφηβος ήρθα στην Τασκένδη», αφηγείται σε άπταιστα ελληνικά. «Η Σοβιετική Ένωση χρειαζόταν πολλά εργατικά χέρια για την συγκομιδή του βαμβακιού. Γι’ αυτό μας έφεραν εδώ. Καλύτερα ήμασταν στην Τσεχοσλοβακία, μια χώρα που μου έμεινε αξέχαστη», λέει, επισημαίνοντας και τα οφέλη που αποκόμισε από την ΕΣΣΔ: «Αυτή η χώρα μας μόρφωσε, ως πολιτικοί προσφυγές είχαμε μόρια στην εισαγωγή στην Ανώτερη εκπαίδευση.
Έτσι, το 1960 πέρασα στο Ηλεκτροτεχνικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ. Ήμουν από τα λίγα παιδιά Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που τελείωσαν με άριστα τις σπουδές τους. Μετέπειτα έκανα καλή καριέρα, ένιωθα σημαντικό μέλος αυτής της κοινωνίας». Στην ερώτηση, γιατί δεν επαναπατρίστηκε, απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση. «Η σύζυγος και η κόρη μου έφυγαν στην Ελλάδα πριν από πολλά χρόνια και, όπως ξέρω, είναι πολύ καλά, αλλά εγώ έμεινα λόγω δουλειάς. Έκανα έρευνα για το Επιστημονικό Ερευνητικό Ινστιτούτο της Μόσχας, αλλά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, κατέρρευσαν τα πάντα.
Τώρα μένω μόνος, αλλά με φροντίζει η τοπική ελληνική κοινότητα. Έχω χίλια τηλεοπτικά κανάλια! Όλη την ημέρα την περνώ βλέποντας τηλεόραση. Από την Ελλάδα παλιά είχα 10 δορυφορικά κανάλια. Τώρα πιάνω μόνο την ΕΡΤ». Δεν παραπονιέται, γιατί ζει με μια σύνταξη των περίπου 50 δολαρίων: «Μου φτάνουν για φαγητό. Τίποτα άλλο δεν αγοράζω, αφού έχω 29 ζευγάρια παπούτσια, πολλά κοστούμια και πουκάμισα.
Αυτά που μου έμειναν από την καλή ζωή!». Το παράπονο του είναι μόνο ένα : «Θα ήθελα να κάνω διδακτορικό, ίσως καριέρα επιστήμονα, δεν μπόρεσα να την κάνω όμως, επειδή δεν είχα πάρει την σοβιετική υπηκοότητα». ο Αντώνης Μαρούδης δεν είναι ο μόνος Ελληνας “άνθρωπος δίχως πατρίδα” στην Τασκένδη. Σύμφωνα με την Κατερίνα Νικολάου, πρόεδρο της Ελληνικής Νεολαίας του Ουζμπεκιστάν, που μίλησε στην εκπομπή «Με σπαστά ελληνικά», του ραδιοφωνικού σταθμού Πρακτορείο 104,9, βάσει ανεπίσημων εκτιμήσεων, στο Ουζμπεκιστάν κατοικούν περίπου 600 Έλληνες, μεταξύ των οποίων παλιοί πολιτικοί πρόσφυγες ή τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι είναι από μεικτές οικογένειες τρίτης και τέταρτης γενιάς.
Η τελευταία έξοδος των Ελλήνων στην ιστορική πατρίδα πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 2000-2004. «Οι παππούδες μου δεν τόλμησαν να πάνε πίσω, επειδή έχουν ζήσει όλη τη ζωή τους στο σοβιετικό Ουζμπεκιστάν. Και όπως έλεγαν, παντρευτήκαν, γέννησαν παιδιά, είχαν διαμέρισμα, συντάξεις, φίλους και… πολλές αναμνήσεις. Αλλά ίσως δεν άντεξαν στην απόφαση τους να μείνουν και γι’ αυτό σε ένα χρόνο, το 2005, έφυγαν και οι δυο τους από τη ζωή. Σύντομα και ο πατέρας μου είχε πεθάνει…Τότε σκέφτηκα να κάνω αυτό που δεν τόλμησαν οι παππούδες μου και ο πατέρας μου. Εδώ όμως συνάντησα πολλά γραφειοκρατικά κωλύματα μετά τον θάνατο του πατέρα μου, γιατί ο ίδιος είχε πάρει την Ουζμπέκικη υπηκοότητα».
Η Κατερίνα Νικολάου αποφάσισε να «συνδεθεί» με την Ελλάδα με έναν άλλον τρόπο, συνεισφέροντας στη ζωή της ελληνικής κοινότητας, το θεωρεί λειτούργημα και χρέος στη μνήμη των παππούδων της. Ιστορία των παππούδων της Κατερίνας Νικολάου Η Ελληνίδα πρόσφυγας Έλλη Αποστόλου έπειτα από χρόνια εργασίας στο Ουζμπεκιστάν, απέκτησε τον τιμητικό τίτλο της “Καλύτερης χειρίστριας εκσκαφέα” και ο άνδρας της, Λεωνίδας Νικόλαου, του καλύτερου προϊστάμενου στη βιομηχανία παράγωγης τρακτέρ. Υπήρξαν και οι δυο τους,έφηβοι τότε, ζωντανοί μάρτυρες των δραματικών γεγονότων του ’40.
Δεν μπορούσαν να αντιληφθουν τη σημασία τους. Γεννήθηκαν σ ένα χωριό κοντά στην Νάουσα της Ημαθίας απ’ όπου οι αντάρτες μάζεψαν όλους, ανεξαιρέτως, (αγόρια και κορίτσια) απο την ηλικία των ηλικίας 14 ετών και πάνω. Από τα απομνημονεύματα του Λεωνίδα Νικολάου: «Μας πήραν όπως ήμασταν. Κάποιους ξυπόλητους, γιατί δεν είχαν παπούτσια. Περπατούσαμε στα βουνά, πεινούσαμε … είχε πολύ κρύο. Ήμασταν πολλοί, δεν ήξερε κανείς πού μας πηγαίνουν. Κάποιοι πέθαναν στο δρόμο από το κρύο και την πείνα. Τους αφήναμε εκεί όπως ήταν, μόνο τα παπούτσια τους παίρναμε μαζί και μετά τα φορούσαμε εμείς».
«Η γιαγιά Έλλη αφηγούνταν τις αντάρτικες ιστορίες πάντα με χιουμοριστική διάθεση» – λέει η Κατερίνα Νικολάου. «Μια φορά η Έλλη κρατώντας τουφέκι στην σκοπιά των στρατιωτών, άκουσε θόρυβο από τους θάμνους. Αποφάσισε χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή ότι ήταν εχθρός και έστρεψε το όπλο για να τον εξολοθρεύσει. Ώσπου διαπίστωσε οτι “ο τρομερός εχθρός”, ήταν… ένα συνηθισμένο για τα μέρη, ανίδεο για το τέλος του, αγριογούρουνο. Και μια άλλη ιστορία με την καυτερή ρωσική μουστάρδα, ασυνήθιστη για τον ουρανίσκο του Έλληνα. «Παρά λίγο να λιποθυμούσα από την καυτερή της γεύση, αλλά μετά τη συνηθίσαμε, όπως και όλα τα ντόπια φαγητά – ρωσικά, ουζμπέκικα, κορεάτικα, έλεγε η γιαγιά με το χαριτωμένο της γέλιο».
Ο Έλληνας ξέρει να σέβεται τη μοίρα του «Μια φορά η γιαγιά μου Έλλη, φημισμένη χειρίστρια εκσκαφέα του Ουζμπεκιστάν, με πήρε μαζί της. Ήμουν μικρή ακόμα. Σε ύψος πάνω από δέκα μέτρα από τη τζαμαρία της καμπίνας, κοιτούσα γύρω μου. Το βλέμμα έφευγε πολύ μακριά, πίσω από τον ορίζοντα… «Γιαγιά από εδώ βλέπεις την Ελλάδα;!» ρώτησα την Έλλη μου. Έστω μικρή τότε, θυμάμαι, πως το βλέμμα της σκοτείνιασε αμέσως, αλλά όπως πάντα με το απόλυτο χαμόγελο της, μου είπε: «Ναι, αγάπη μου, βλέπεις την Ελλάδα, αλλά μόνο όταν δεν έχει σύννεφα!» Ο Αχιλλέας Ούτε ως τουρίστας δεν έχει ταξιδέψει ο 75χρονος Αχιλλέας Στεριάδης στη χώρα που τον γέννησε.
Από το 1948, όταν για τελευταία φορά αντίκρισε τον ελληνικό ουρανό και το βουνό όπου έπεσε νεκρός ο πατέρας του και η μάνα του εξακολουθούσε να πολεμάει, δεν ξαναείδε την πατρίδα.… Ο Αχιλλέα Στεριάδης έμεινε στην «ελληνική πολιτεία» της Τασκένδης με τη σύντροφο της ζωής του, την Λευκορωσίδα Σβετλάνα. Στα διαμερίσματα όπου χρόνια ακουγόταν ελληνική λαλιά, μένουν τώρα άλλοι,Ουζμπεκοι, και Ρώσοι.
Τα ελληνικά σπίτια, διώροφα με γερές βάσεις, χτισμένα από τους ίδιους τους πολιτικούς πρόσφυγες (σ.σ. με χρήματα του σοβιετικού κράτους), δεν μυρίζουν πια καλοψημένο, ευωδιαστό, ελληνικό καφέ και ούτε μαγειρεύονται στη σιγανή φωτιά λαχανοσαρμάδες. Ο Αχιλλέας μιλά “σπαστά” ελληνικά αλλά δεν κάνει συντακτικά λάθη: «Από την Ελλάδα μου έμενε μόνο η γλωσσά μου», λέει και συνεχίζει στην ρωσική , που και αυτή την ομιλεί μιλεί “σπαστά”: «Ήμουν παιδί 6 χρονών, γεννήθηκα το 1942, δεν θυμάμαι τίποτα από τη φυγή, τα έσβησα όλα από τη μνήμη. Θυμάμαι μόνο που ήμασταν πολλά παιδιά, είχα και τα ξαδέλφια μου δίπλα».
Ο μικρός Αχιλλέας μαζί με τα παιδιά του χωριού Βροντερό της Πρέσπας μεταφέρθηκε το 1949 στην Τσεχοσλοβακία στον λεγόμενο «Παιδικό Σταθμό», που λειτουργούσε ως σταθμός προσωρινής διαμονής των παιδιών των πολιτικών προσφύγων. «Η μητέρα έφυγε απευθείας στην Τασκένδη, με βρήκε μετά από χρόνια -το 1954. Δωδεκάχρονος τότε, μόλις ξαναβρήκα την αγκαλιά της, πήγα στο ειδικό σχολείο να μάθω τη ρωσική γλώσσα… Και όταν, αργότερα, αποφοίτησα από το δεκατάξιο σοβιετικό σχολείο, πέρασα στο Πολυτεχνείο. Έγινα τεχνολόγος τροφίμων. Έζησα καλή ζωή.
Τα παιδιά μου, ο Κώστας και η Αλίκη σπούδασαν στο πανεπιστήμιο και τα δυο μου εγγόνια- έχουν λάβει ανώτερη παιδεία. Η Αλίκη ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό πατινάζ. Δόξασε το επίθετο Στεριάδη, το 1991 έγινε Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Συνεχίζει την ενασχόλησή της και σήμερα ως προπονήτρια και διαιτητής». Η σύζυγος του, Σβετλάνα Στεριάδη στην ερώτησή μας για το πώς ήταν η ζωή της μ’ έναν Έλληνα- πολιτικό πρόσφυγα, απάντησε: «Μια υπέροχη ζωή, ονειρική. Πρόσφατα γιορτάσαμε τα πενήντα χρόνια του γάμου μας!» – Θα έρθετε τελικά στην Ελλάδα; – «Τα παιδιά πηγαίνουν τακτικά τα καλοκαίρια, για διακοπές, με βίζες.
Εγώ δεν έχω συγγενείς πια στην Ελλάδα. Όλοι έφυγαν από τη ζωή. Και τα χωράφια και το σπίτι μας δεν ξέρω τι απέγιναν. Τίποτα δεν έχουμε στην Ελλάδα, μόνο μια ανάμνηση και ένα όνειρο, ίσως πάμε μια μέρα», είπε ο Αχιλλέας. 100 χρόνια άπατρις Ο 89χρονος Βασίλης Χατζηδάκης δηλώνει αποφασισμένος να φτάσει τα εκατό. Και αυτός χωρίς ελληνική ιθαγένεια. Μιλά για την τύχη και τη μοίρα του Έλληνα που αποκτάει άλλες πατρίδες εύκολα, αλλά η νοσταλγία δεν τον αφήνει ποτέ…. «Δεν μπορώ να σας εξηγήσω γιατί δεν επαναπατρίστηκα, μπορεί να φοβόμουν το νέο ξεκίνημα στην Ελλάδα.
Την απόφαση να μείνω, την πήρα από τη συνήθεια να ζω μακριά από την πατρίδα, είναι η μοίρα μου, η μοίρα πολλών συμπατριωτών, που μας ανάγκασε να αφήσουμε τα χώματα που μας γέννησαν. Η μοίρα μας πήγε Κεντρική Ασία», ανέφερε στην τηλεφωνική μας συνέντευξη ο Βασίλης Χατζηδάκης με φωνή αδύναμη λόγω ηλικίας. «Όλοι έφυγαν από δω, έμεινα ο μοναδικός παρτιζάνος». Ο Βασίλης κατάγεται από χωριό Γανναδιό κοντά στην Κόνιτσα. Έφυγε στην Τασκένδη εικοσάχρονο παλικάρι, το 1949. Σπούδασε, και εργάστηκε σε εργοστάσιο ως μηχανικός. «Είχα επισκεφτεί την παρτίδα μου τρεις φορές, το σπίτι μου το άφησα στην μοναδική μου αδελφή, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγα χρόνια.
Δεν διεκδίκησα τίποτα, ξέρω ότι ο πατέρας μας είχε φάμπρικα στη Ρουμανία και μας άφησε ακίνητα, τι να τα κάνω τώρα;» Ο κ. Χατζηδάκης έχει δυο παιδιά και τέσσερα εγγόνια… Όλοι τους μένουν στην Τασκένδη. «Η πρώτη μου γυναίκα ήταν Ρωσογερμανίδα, έφυγε από τη ζωή το 1984, έπειτα παντρεύτηκα μια Ρωσίδα. «Όταν πεθάνω, θα ήθελα να με θάψουν στο χωριό μου, αλλά, πάλι, σκέφτομαι, ποιος θα έρθει να επισκεφτεί τον τάφο μου εκεί, να βάλει κανένα λουλούδι, να τον ξεχορταριάσει; Γι’ αυτό καλύτερα να μείνω εδώ και μετά θάνατον.
Έτσι και αλλιώς θα φύγω, ακόμα και αν φτάσω τα 100 χρόνια ζωής θα είμαι πάλι άπατρις», λέει με τρεμάμενη φωνή. Το φθινόπωρο του 1949, μετά τη νίκη του Εθνικού Στρατού και την ήττα του ΔΣΕ στον ελληνικό εμφύλιο, περίπου 12.000 μαχητές του τελευταίου έφυγαν προς τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, για να καταλήξουν οι περισσότεροι στο Ουζμπεκιστάν της ΕΣΣΔ. Μαζί με τους προσφύγες και μερικές χιλιάδες παιδιά, που είχαν ήδη μεταφερθεί σε αυτές τις χώρες υπό την επίβλεψη της Επιτροπής Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είδα τον φως τον Οκτώβριο του 1950, οι πολιτικοί πρόσφυγες ανέρχονταν σε 55.881 άτομα, εκ των οποίων 23.405 ήταν άνδρες, 14.956 γυναίκες και 17.520 παιδιά κάτω των 17 ετών. Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα Τασκένδη, στο Τσιρτσίκ και στο Γιανγκιούλ. Στην αρχή, όπως προκύπτει από υπάρχοντα στοιχεία, είχαν τοποθετηθεί σε ειδικά σημεία, αλλά σύντομα χτίστηκαν δεκατέσσερις κωμοπόλεις- εκ των οποίων δέκα στην Τασκένδη και δυο στο Τσιρτσίκ, όπου οι ντόπιοι τις “βάπτισαν” «Ελληνικές πολιτείες».
Μέχρι το 1957 διήρκεσε η επανένωση των οικογενειών (περίπου 3.000 παιδιά ενώθηκαν ξανά με τις μητέρες τους ). Οι πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη έφτασαν τους περίπου 15.000 και μέχρι το 1975, ο αριθμός αυξήθηκε σε 35.000 άτομα, μαζί με τις μικτές οικογένειες. Ο επαναπατρισμός τους ξεκίνησε μετά το 1974 και κράτησε έως το 2004. Σήμερα στην Τασκενδη ζουν λίγες οικογένειες δίχως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία.
Σοφία Προκοπίδου
ΑΠΕ
Όποια πέτρα να σηκώσεις θα σου διηγηθεί ανάλογες πονεμένες ιστορίες, με κεντρικά πρόσωπα ανθρώπους από την Καστοριά. Μόνο από την Λιθιά Καστοριάς έχασαν την ιθαγένεια τους 103 παιδιά. Κάθε χωριό της Καστοριάς και ένας αναστεναγμός. Είναι καιρός η τοπική προφορική ιστορία να γίνεται δημόσιο αφήγημα- λύτρωση, χωρίς τον φόβο του παρελθόντος. Εικάζω ότι από την Καστοριά εκπατρίστηκαν περισσότερα από 7.000 παιδιά, σταδιακά από το 45- 49, στα ανάποδα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η γραπτή τους μνημόνευση δεν χωρά την πλατεία Συντάγματος.
Αυτά!
Είναι η ιστορία που δεν τολμούν να διηγηθούν οι παθόντες γιατί πλανάται ακόμη η κακιά εμπειρία της εξορίας και των βασανισμών.Σχεδόν τα μισά χωριά του νομού εξανδραποδίστηκαν βλέπε κορέστεια κλπ Σας παραπέμπω στις πρόσφατες κιν. ταινίες του βούλγαρη ψυχή βαθιά και κόκινη κλωστή που είναι μια μικρογραφία των γεγονότων.