Κόντευαν τέσσερις μήνες που κατέβηκε στην πόλη για να πάει στο Γυμνάσιο.
Πολύ της κακοφάνηκε που άφησε το χωριό, τον παππού και τη γιαγιά, και πήγε στην πόλη.
Όλα φάνταζαν στα μάτια της μεγάλα, άγνωστα και δύσκολα.
Πολύς κόσμος, πολλά και μεγάλα σπίτια, πάρα πολλά παιδιά στο σχολείο. Δυσκολευόταν να προσαρμοστεί.
Το μόνο παρήγορο σημάδι ήταν η συμμαθήτρια και φίλη της Σοφία, η οποία καταγόταν από αστική οικογένεια. Η Σοφία με το όμορφο σπίτι, τα ωραία ρούχα, τα πολλά βιβλία.
Στην βιβλιοθήκη της είδε για πρώτη φορά την εγκυκλοπαίδεια « Ο Σύμβουλος των νέων». Ένας θησαυρός πληροφοριών που άνοιγε τους ορίζοντες του διψασμένου της μυαλού και μετρίαζε τη λαχτάρα του παππού και της γιαγιάς, που πολύ της έλειπαν.
Βάλθηκε λοιπόν να αποκτήσει αυτό το θαύμα που αρκούσε ένα αρχικό γράμμα για να βρει ό,τι ήθελε στα σπλάχνα του.
Ντρεπόταν κάθε φορά που πήγαινε στη Σοφία και απομονωνόταν ρουφώντας τις γνώσεις, χωρίς να ανοίγει το στόμα της.
Η ιδέα της ήρθε όταν πήρε το γράμμα του παππού .
«Αγαπητόν μου τέκνο, Πολυξένη μου, χαίρε»!
Μέσα στον φάκελο υπήρχε ένα χάρτινο πενηντάρικο.
«Θα το βάλω μέσα σ’ ένα βιβλίο», σκέφτηκε, «και θα προσθέτω τα υπόλοιπα σιγά –σιγά. Δεν θα τα πειράξω. Θα τα ξεχάσω έως ότου συμπληρωθεί το ποσό για να την αγοράσω»
«Η γιαγιά σου και εγώ, δόξα τω Θεώ, είμεθα πολύ καλά. Το αυτό επιθυμούμε και δι’ εσέ».
Ο παππούς ο Λεόντιος!
Αυτή η σοφή μορφή με τα μελιά μάτια, τα άσπρα μαλλιά και το μουστάκι, ήταν πάντα δίπλα της.
Πριν ακόμη πάει στο δημοτικό, της μάθαινε όλα όσα χωράει ένα παιδικό μυαλό.
Έως και τις βυζαντινές νότες τής έμαθε, σαν τραγούδι: πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη.
Σχεδόν απόφοιτος της Μεγάλης Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και άριστος γνώστης της Ιστορίας και της γλώσσας , έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, μεταδίδοντας τις γνώσεις και τις εμπειρίες του στην εγγονή του.
Ποθούσε να γίνει ιεροδιδάσκαλος (δασκαλοπαπάς), αλλά δεν πρόλαβε.
Ήρθε από την Πόλη ( «Βασιλεύουσα» την έλεγε και «βασίλισσα των πόλεων»), κακήν κακώς .
«Αυτό που επιθυμώ διακαώς αγαπητόν μου τέκνο, είναι να μελετάς προσεκτικά όλα τα μαθήματά σου, να ακούς και να σέβεσαι τους διδασκάλους σου και όλους τους ανθρώπους. Να μάχεσαι για το δίκαιό σου, να πιστεύεις στο Χριστό και την Παναγία και να αγαπάς την δοξασμένη πατρίδα μας».
Γι’ αυτήν την πατρίδα πολέμησε το ’40, και από τα κρυοπαγήματα του έκοψαν το πόδι πάνω από το γόνατο.
Η Πολυξένη πολύ συχνά είχε την εικόνα του μπρος στα μάτια της. Ψηλός, αγέρωχος, υπερήφανος, με τις δυο πατερίτσες του δρασκέλιζε όλο το χωριό. Μάλιστα, για να καλλιεργεί τον κήπο, έστρωσε με πλάκες στενά δρομάκια, για να φυτεύει και να ποτίζει χωρίς να βουλιάζουν οι πατερίτσες του στο χώμα.
Τα βράδια, όταν γύριζε κατάκοπος στο σπίτι, η γιαγιά είχε έτοιμη μια λεκάνη με ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι να του πλύνει και να ξεκουράσει το πόδι του.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ, αφέντρα, της έλεγε, όμως τρίψε και το άλλο μου πόδι, πονάει πολύ».
«Ποιο άλλο»; του έλεγε η γιαγιά απορημένη.
«Το άλλο, δεν το βλέπεις ; Πονάει!».
«Κύριε ελέησον», έλεγε η γιαγιά, και συνέχιζε να του τρίβει το πόδι.
Απ’ αυτή τη πατρίδα, που τόσο αγάπησε, δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα. Όταν ήρθε ο γραμματέας της κοινότητας με το έγγραφο και του είπε ότι δικαιούται να πάρει σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου, άστραψε και βρόντηξε ο παππούς . Αν είχε δυο πόδια θα τον είχε πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Είχε αγριέψει το βλέμμα του, είχε σηκώσει την πατερίτσα του και του έδειξε την πόρτα.
«Ακούς εκεί», έλεγε και δεν το χωρούσε ο νους του, «εγώ πολέμησα για την πατρίδα, για τα σύνορά της, για την ειρήνη, για να ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου σαν άνθρωποι. Και έρχεται τούτος εδώ να μου πει ότι η Πατρίδα χρωστάει και πληρώνει αυτούς που την υπερασπίστηκαν.! Ποιος το είπε αυτό; Χρέος μας είναι ! Υποχρέωση κάθε Έλληνα! Υποχρέωση όλων μας»!
Μάταια τα παιδιά του προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν υποτιμητικό. Αντίθετα, ήταν τιμή για τον ίδιο. Ο παππούς δεν σήκωνε κουβέντα .
Δεν μπορούσε κανείς να τον μεταπείσει. Όποιος το επιχειρούσε,
γινόταν εχθρός του.
«Να δώσουν αυτά τα χρήματα στους πεινασμένους, στους φτωχούς και στα ορφανά», έλεγε, «και υπάρχουν πάρα πολλά μετά τον πόλεμο».
Μιλούσε για φτώχεια ο παππούς Λεόντιος, λες και αυτός ο ίδιος ήταν πλούσιος. Ήταν, όπως όλοι οι άλλοι στο χωριό, φτωχός.
Φτωχός ,ζορισμένος, αλλά πολύ περήφανος.
«Αγαπητόν μου τέκνο, Πολυξένη μου , σου στέλνω πενήντα δραχμές, για να πάρεις ένα δώρο από εμένα και την γιαγιά σου για τις Άγιες ημέρες της Γεννήσεως του Θεανθρώπου. Μακάρι να μπορούσαμε περισσότερο, αλλά θέλω να χτίσω μία μικρή δεξαμενή στον κήπο, να μαζεύω νερό για να ποτίζω πιο εύκολα. Βλέπεις, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσεύουν οι πόνοι. Κάποιαν άλλη φορά ελπίζω να σε χαροποιήσουμε περισσότερο.
Δέξου τις ολόθερμες ευχές μας για καλές γιορτές!
Η γιαγιά σου κι εγώ σε φιλούμε σταυρωτά.
Με αστείρευτη αγάπη,
ο παππούς σου
Λεόντιος
Υ.Γ.Τ’ομμάτεμ εσκοτείνεψαν α σην αροθυμίαν»
Διάβαζε το γράμμα και ένιωθε απέραντη αγάπη και τρυφερότητα γι’ αυτόν.
Ακόμη και όταν της έκανε παρατηρήσεις, ήταν εύστοχος . Aνέλυε με επιχειρήματα τις απόψεις του, ώστε να της δώσει να καταλάβει πού βρισκόταν το δίκαιο.
Οι εικόνες του έτρεχαν σαν ποταμός στο νου της.
Τον έβλεπε καθισμένο κάτω , πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, να κόβει προσεχτικά , μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι, τον καπνό πάνω σ΄ένα ξύλινο σκαμνάκι ,τόσο λεπτό, σαν τρίχα, και να τον βάζει στην ασημένια ταμπακέρα του .
Τον έβλεπε στο καφενείο να παίζει τάβλι και μπουρλότ, να βρίζει (ε σε γουλ εσέκ) και να κερνάει όταν χάνει, πάντα με χαμόγελο.
Πότε πότε, στα μεγάλα του μεράκια, με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι, από αυτό που ο ίδιος έκανε, να έχει χαρούμενο και στη συνέχεια λυπημένο ύφος και με βαθειά αναπόληση να τραγουδάει δακρυσμένος αμανέδες.
Να βγάζει το ωρολόγι με την αλυσίδα από την τσέπη του και να της μαθαίνει την ώρα.
«Και 15 λεπτά είναι και τέταρτο, και 45 λεπτά είναι παρά τέταρτο, και 30 λεπτά είναι και μισή, μην το ξεχνάς, έτσι γιαβρίμ;»
Να ψάλλει στο δεξιό ψαλτήρι της εκκλησίας σε ήχους πλάγιους, με σοβαρότητα και επισημότητα.
Να της δείχνει στον κήπο τα φυτά και τα δέντρα και να της μαθαίνει να τα ξεχωρίζει από τα φύλλα και τα λουλούδια τους.
Να της λέει τα βράδια παραμύθια με πασάδες και χανούμισσες. Να της μαθαίνει όλες τις πράξεις της αριθμητικής με τον «νου» κι όχι με τα δάχτυλα.
Να της λέει ιστορίες για το «ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ» στην Πρίγκιπο.
Να. ….., να…..,να…..
Οποιοδήποτε σχολικό βιβλίο άνοιγε να το μελετήσει, ξεπηδούσε από μέσα του ο παππούς Λεόντιος.
Για οποιοδήποτε θέμα είχε κάτι να τον θυμάται.
Άραγε υπήρχε η παραμικρή γωνίτσα του μυαλού της που να μην ήταν γεμάτη από αυτόν ;
Τέσσερεις μήνες είχαν περάσει από τότε που τον αποχωρίστηκε και της φαίνονταν χρόνος.
Καθετί καινούργιο που μάθαινε από την Εγκυκλοπαίδεια της Σοφίας ήθελε να τρέξει να του το πει.
Η ανάγκη της να την αποκτήσει ολοένα μεγάλωνε.
Κουτσά στραβά είχε μαζέψει 180 δραχμές. Είχε πολύ δρόμο μπροστά της ακόμα, και το ήξερε. Όμως είχε υπομονή και ελπίδα.
Παραμονές Χριστουγέννων επισκέφτηκε τους θείους και τις θείες που έμεναν και αυτοί στην πόλη. Ο καθένας της έδινε δωράκια ή χρήματα. Επιστρέφοντας στο σπίτι τα μέτρησε όλο χαρά. Μάλιστα, τα ψιλά τα έκανε χαρτονομίσματα, για να τα βάλει μέσα στο βιβλίο, για την αγορά της εγκυκλοπαίδειας. Ήταν 60 ολόκληρες δραχμές.
Κατηφόριζε βιαστική και χαρούμενη μέσα στο κρύο και τον αέρα, με τη σκέψη να τα βάλει στο βιβλίο-κουμπαρά.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Οι βιτρίνες των καταστημάτων έλαμπαν από τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα λαμπιόνια. Ψιθύριζε τα κάλαντα και, σχεδόν χορεύοντας, κόντευε στο σπίτι της, όταν άκουσε την παρακλητική φωνή ενός ζητιάνου ο οποίος καθόταν πάνω σε χαρτόνια. Στην πλάτη του, αντί για παλτό, είχε ρίξει ένα πατάκι φλοκάτης.
Ο δυνατός αέρας έφερνε στα αφτιά της τη φωνή του. Τη φωνή του παππού της, όταν με κλειστά μάτια, αναστενάζοντας, έψαλλε αμανέδες, βγάζοντας το άχι του.
Άλλαξε πεζοδρόμιο, για να περάσει από δίπλα του.
Η καρδιά της σταμάτησε, όταν τον αντίκρισε. Είχε άσπρα μαλλιά και μουστάκι. Λεπτός και ξερακιανός σαν τον παππού Λεόντιο.
Κοκάλωσε όταν είδε ότι και αυτός είχε ένα πόδι. Ταράχτηκε. Τρόμαξε, αλλά τον κοίταξε στα μάτια. Η ίδια θλίψη των ματιών του παππού της, όταν μιλούσε με νοσταλγία για την Πόλη, παίζοντας το κεχριμπαρένιο κομπολόι του.
Έφυγε τρέχοντας, με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει.
Στα πέντε μέτρα έκανε μεταβολή και ξαναγύρισε κοντά του.
Έριξε μια ματιά στο πλαστικό πιατάκι που ήταν μπροστά του. Ήταν σχεδόν άδειο.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη της και άφησε όλα τα χρήματα στο πιατάκι.
Έκανε άλλη μια μεταβολή και με μια ανάσα έφτασε στο σπίτι της.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρθας Σαββοπούλου “Τα καλά της τα παπούτσια”