Κόσμος

Οι τρεις μοναδικοί δραπέτες του Αλκατράζ ίσως τελικά να επέζησαν

Tο 1962, τρεις κρατούμενοι στις φυλακές του Αλκατράζ, κατάφεραν να αποδράσουν από το περίφημο νησί-φρούριο, με την τύχη τους έκτοτε να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αμερικανικής ιστορίας. Στις διαβόητες φυλακές του Αλκατράζαν, κρατουνταν οι πιο επικίνδυνοι εγκληματίες της εποχής και θεωρούνται απροσπέλαστε λόγω της φύλαξής τους, αλλά και του ότι τα νερά του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο που περιέβαλαν το ξερονήσι ήταν γεμάτα κινδύνους.

Οι Frank Morris, Clarence Anglin και John Anglin πέρασαν στην ιστορία ως οι μόνοι κρατούμενοι που είχαν καταφέρει να αποδράσουν. Οι αρχές θεώρησαν πως χάθηκαν για πάντα στη θάλασσα, αλλά ποτέ δεν βρέθηκαν σοροί, ούτε όμως και ίχνη τους. Πρόσφατα ένα γράμμα ήρθε στην επιφάνεια ανατρέποντας την μέχρι σήμερα κυρίαρχη άποψη. Θα μπορούσαν οι τρεις κρατούμενοι, 56 χρόνια μετά, να είναι ζωντανοί;

Σε μια νεοεμφανιζόμενη επιστολή, που απεστάλη στην αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο το 2013 και αποκαλύπτει ο τηλεοπτικός σταθμός KPIX του δικτύου CBS, ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι είναι ένας από τους δραπέτες, δήλωσε ότι και οι τρεις φυλακισμένοι επέζησαν της προσπάθειας, όμως εκείνος ήταν ο μόνος που ζούσε ακόμα.

«Το όνομά μου είναι John Anglin», ανέφερε στη χειρόγραφη επιστολή. «Απέδρασα από το Αλκατράζ τον Ιούνιο του 1962 με τον αδελφό μου, Clarence, και το Frank Morris. Είμαι 83 ετών και σε κακή κατάσταση. Έχω καρκίνο. Ναι, όλοι τα καταφέραμε εκείνο το βράδυ!» Η επιστολή ανέφερε ότι ο Morris πέθανε το 2008 και ο Clarence Anglin το 2011.

Ο Anglin συνέχιζε στο γράμμα του: «Αν ανακοινώσετε στην τηλεόραση ότι μου υπόσχεστε να μπω φυλακή, για όχι περισσότερο από ένα χρόνο, και να λάβω ιατρική βοήθεια, θα σας γράψω ξανά για να σας ενημερώσω ακριβώς πού βρίσκομαι. Δεν αστειεύομαι».

Ένας εκπρόσωπος της υπηρεσίας Marshals των ΗΠΑ δήλωσε στη Washington Post ότι ο οργανισμός πιστεύει ότι η επιστολή δεν έχει αξία. Σύμφωνα με αυτούς, η επιστολή δόθηκε σε εργαστήριο του FBI για ανάλυση χειρογράφου, και συγκρίνοντάς το με δείγματα και από τους τρεις δραπέτες, τα αποτελέσματα κρίθηκαν «αδιάφορα».

Δεν είναι σαφές γιατί χρειάστηκαν σχεδόν πέντε χρόνια για να μπορέσει η επιστολή να έρθει στην επιφάνεια, ενώ οι αξιωματούχοι του FBI δεν φαίνεται να έχουν τη διάθεση να δώσουν εξηγήσεις.

Η ιστορία της απόδρασης

Τα μέχρι τώρα δεδομένα σε σχέση με τη υπόθεση είναι τα εξής: Περίπου έξι μήνες πριν από την απόπειρα απόδρασης, τέσσερις κρατούμενοι του Αλκατράζ άρχισαν να σχεδιάζουν τη μεγάλη φυγή, χρησιμοποιώντας υλικά που έβρισκαν ή έκλεβαν, συμπεριλαμβανομένου ενός σπασμένου κινητήρα ηλεκτρικής σκούπας, για να φτιάξουν ένα αυτοσχέδιο τρυπάνι.

Κάθε ένας από τους άνδρες άνοιγε σταδιακά μικροσκοπικές τρύπες γύρω από την υποδοχή του εξαερισμού, στο πίσω μέρος των κελιών τους, και έπειτα έριξαν ένα τμήμα του τοίχου, αρκετά μεγάλο ώστε να περάσουν από μέσα. Για εβδομάδες, οι κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν τους αεραγωγούς για να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα κενό διάδρομο που χρησιμοποίησαν ως «μυστικό συνεργείο» για να κατασκευάσουν τον εξοπλισμό της διαφυγής.

Οι κρατούμενοι, βάζοντας όλη τους την εφευρετικότητα σε εφαρμογή, χρησιμοποίησαν περισσότερα από 50 κλεμμένα αδιάβροχα, μετατρέποντάς τα σε μια αυτοσχέδια λαστιχένια βάρκα, με ραφές προσεκτικά ραμμένες μεταξύ τους και ασφαλισμένες με μια τεχνοτροπία που είχαν αντιγράψει από περιοδικά που βρέθηκαν στην κατοχή τους (χρησιμοποιούσαν τους καυτούς σωλήνες της φυλακής για να λιώνουν το πλαστικό και να κάνουν τις ενώσεις). Κατασκεύασαν επίσης ξύλινα κουπιά και μεταμόρφωσαν ένα μουσικό όργανο σε ένα εργαλείο για να φουσκώσουν την αυτοσχέδια βάρκα.

Ταυτόχρονα, αναζητούσαν διέξοδο από το κτίριο. Το ταβάνι είχε ύψος 30 πόδια, αλλά χρησιμοποιώντας ένα δίκτυο σωλήνων κατάφεραν να ανέβουν, άνοιξαν τον ανεμιστήρα στην κορυφή του φρεατίου και τον κράτησαν προσωρινά ανοιχτό με ένα ψεύτικο μπουλόνι από σαπούνι.

Μεταξύ της νύχτας της 11ης Ιουνίου και του πρωινού της 12ης Ιουνίου του 1962, ο Morris και οι αδελφοί Anglin έκαναν την απόδρασή τους πραγματικότητα, γλιστρώντας από τους αεραγωγούς του Αλκατράζ για τελευταία φορά, αρπάζοντας τον εξοπλισμό από το μυστικό συνεργείο τους και ανεβαίνοντας μέχρι την οροφή της φυλακής. Στα κελιά τους είχαν τοποθετήσει ψεύτικα κεφάλια, ζωγραφισμένα με μπογιές και με πραγματικές τρίχες, που ήταν σε θέση να ξεγελάσουν τους φύλακες.

Έκτοτε η τύχη τους αγνοείται. Σύμφωνα με το FBI, ο Allen West, ένας από τους τέσσερις άνδρες που είχαν αρχικά σχεδιάσει την απόδραση, δεν ήταν έτοιμος εγκαίρως και έμεινε πίσω. Πέθανε το 1978. Το FBI, ανακρίνοντάς τον, συγκέντρωσε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα σχέδια που οδήγησαν στη διαφυγή, όμως τα στοιχεία παρέμεναν ελάχιστα, εκτός από κάποια κομμάτια των αυτοσχέδιων κουπιών και ένα σωσίβιο, που ξεβράστηκαν στην ξηρά.

Η άλυτη υπόθεση έχει εμπνεύσει από τηλεοπτικά και κινηματογραφικά αφιερώματα («Απόδραση από το Αλκατράζ») μέχρι διαδραστικά μοντέλα των συνθηκών που επικρατούσαν τη νύχτα της απόδρασης, ώστε να ελεγχθούν τα πιθανά σενάρια.

Το Αλκατράζ έκλεισε ως φυλακή τον Μάρτιο του 1963, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την περίφημη απόδραση, αλλά η εγκατάσταση παραμένει ένα από τα πιο γνωστά τουριστικά αξιοθέατα της περιοχής του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο και το σημείο εκκίνησης για το εξαντλητικό πρωτάθλημα στο τρίαθλο με τον τίτλο ”Escape from Alcatraz” («Απόδραση από το Αλκατράζ»).

Το FBI έκλεισε επισήμως την υπόθεση των αποδράσεων το 1979. Ωστόσο, η Υπηρεσία Αξιωματικών Marshals συνέχισε να κάνει έρευνες και δήλωσε ότι θα το κάνει έως ότου αποδειχθούν νεκροί οι δραπέτες ή μέχρι να γίνουν 99 ετών. Οι συγγενείς του John και του Clarence Anglin πιστεύουν ακράδαντα ότι οι άνδρες επέζησαν της διαφυγής τους: Τουλάχιστον τέσσερα μέλη της οικογένειας Anglin, μεταξύ των οποίων δύο ανίψια και μια από τις αδελφές τους, μίλησαν στην εφημερίδα San Francisco Chronicle το 2013, αναφέροντας ότι οι άνδρες ήταν ζωντανοί και ότι είχαν λάβει μια χριστουγεννιάτικη κάρτα το 1962. Στην κάρτα αναγραφόταν το εξής: «Για τη μητέρα, από το John. Καλά Χριστούγεννα.»

tvxs.gr

Back to top button