Ο Λεωνίδας Εκιντζόγλου γράφει για την πρώτη προσπάθειά του να γίνει καραβοκύρης…
Πριν από λίγα χρόνια, όταν ήμουν τελείως έφηβος, είχα βρει θυμάμαι στην ‘Τεχνική εκλογή’ το σκαρίφημα μιας μικρής βάρκας.
Καθότι είχα ήδη διαβάσει τα ποιήματα του Καββαδία 5-6 φορές καθένα αλλά και τις περιπέτειες του Χριστόφορου Κολόμβου στα ‘Κλασσικά εικονογραφημένα’, φωτοβόλησε αίφνης εντός μου το εις καταστολή έως τότε ευρισκόμενο άστρο της ναυτοσύνης κι αποφάσισα να ναυπηγήσω ένα σκαρί κατάδικό μου.
Τον σκελετό τον έχτισα από πατωματόξυλα που ‘κρυβε ο πατέρας μου στο υπόγειο και όσο για τοιχώματα, μια χαρά με βόλεψαν τα κόντρα πλακέ των μεγάλων ξύλινων κιβωτίων με τα οποία οι γουναράδες γείτονες εισάγανε χορδά από το εξωτερικό.
Με δουλειά μόλις μιας εβδομάδας κατάφερα να σηκώσω γαλέρα θεόρατη, 2.20 ολόκληρα μέτρα μήκος, κάπου 50 εκατοστά φάρδος και άλλα τόσα εκατοστά ύψος. Καθόμουν ολημερίς στον κηποταρσανά και θαύμαζα το δημιούργημα μου και τα βράδια καρδιά δε μου κανε να ξεστρατίσω, συνέχιζα το θαυμασμό απ’ το μπαλκόνι…
Σκάρωσα και δύο διπλά κουπιά σε στυλ κανό κι έστειλα χαμπέρι σ’ έναν συμμαθητή, ανθυποκαπετάνιο φίλο μου να’ναι απίκο για την μεγάλη μέρα της καθέλκυσης. Ο κήπος του πατρικού μου ήτανε δίπλα στο νερό, μέγα πλεονέκτημα όλων των παραλίμνιων σπιτιών, πέρα από το ότι δεν αντιμετωπίζαμε τις παιδεύτρες βαρυχειμωνιάτικες Καστοριανές ανηφορο-κατηφόρες…
Αλλά εκεί απάνω που ‘μουν καθόλα έτοιμος να ρίξω τη γαλέρα στο νερό, αναγκάστηκα προσωρινά, για τεχνικούς και μόνον λόγους, να κάνω κράτει .
Είδε το πόνημα μου ο θειός μου ο Χαρίλας, αληθινός καραβοκύρης ελόγου του και ψαράς από τους πολύ σπουδαίους (τρώγαμε ταβάδες και ταβάδες γουλιανούς από την μαστοριά του) και μ’ έβαλε κατσάδα.
Πούναι μωρέ η καρίνα στο πλεούμενο?
Η ποιά?
Η καρίνα. Τα σκάφη δεν είναι σπιτοπατώματα να τα φτιάχνουμε πλακέ. Εχουν κοιλώματα κάτω από το νερό. Το σχέδιο, εκεί που το ‘δες, δεν σου τόδειχνε?
Όχι. Έδειχνε το σκαφί ριγμένο ήδη στο νερό. Που να ξέρω ο έρμος τι κρυβόταν υποβρυχίως, βλέμμα σούπερμαν έχω σάματις?
Τέλος πάντων. Άμα βρεθείτε δυο απάνω και γέρνει ο ένας από την μια κι ό άλλος από την άλλη, κάπως μπορεί και να τα σουμπουρδώσετε. Αλλά το καλαφάτισμα ανηψιέ δεν το γλυτώνεις. Θες καλαφάτισμα ο-πωσ-δή-πο-τε!!!!
Καλαφάτισμα εεεε?
Να κλείσεις όλες τις τρύπες, να μη περνά νερό.
Ποιες τρύπες μωρε θείε? Δεν έχει τρύπες το σκαφί. Επρόσεχα.
Οι ενώσεις των ξύλων ντε. Κι οι τρύπες απ’ όλα τα καρφιά που έβαλες. Μπορεί να μη σου φαίνονται στο μάτι αλλά εκεί είναι τες. Δυο μέτρα στο νερό άμα ανοιχτείς θα κάνεις μπουρμπουλήθρες!
Και πώς θα καλαφατίσω?
Ααααααμμμμμ! Για σωστή δουλειά θες πίσσα και που να τρέχουμε τώρα…. Αι πάρε βάλε στόκο για προσωρινά και βλέπουμε….
Εφώναξα τον Γρηγόρη, τον ανθυποπλοίαρχο, και στοκάραμε. Την αφήσαμε την καραβέλα κανά δυο μέρες στον ήλιο να στεγνώσει καλά-καλά και μετά την ζαλωθήκαμε τις ράχες και την φέραμε ως τη λίμνη.
Τότενες δεν είχε προβλήτες, κάγκελα με κουπαστές, τέντες και τραπεζοκαθίσματα δίπλα από το νερό. Ηταν μια παραλία λιμνίσια, φυσική που άπλωνε παντού ομπρός από το σπίτι, έμπαινες/ έβγαινες με άνεση σου, σα να ήταν θάλασσα.
Ρίξαμε το σκαρί μες στο νερό κι έπλεε.
Το κουνήσαμε δοκιμαστικά πάνω-κάτω, δεξά-αριστερά, μια χαρούλα συνέχισε να πλέει. Φούσκωνα και ξεφούσκωνα σαν διάνος και σα Νώε από την περηφάνια για την τόση ναυπηγοσύνη μου.
Κάναμε και κάτι προσευχές, είπαμε δυο πατερημά καλού-κακού, σπάσαμε μια κοκακόλα στην μάσκα την πρωριά και ονοματίσαμε το σκάφος μας «Ουρανία»
Τωρα γιατί Ουρανία? Δικιά μας ήταν κι όπως θέλαμε την βγάζαμε, μπαααααα!
Αλλά ίσως κι επειδή λιγάκι μας έκαιγε η καρδιά για μια ωραία συμμαθήτρια….
Μετά ‘Αιντέστε να σαλπάρουμε’ εφώναξα στο πλήρωμα, ποιο πλήρωμα? τον Γρηγόρη δηλαδής και μπήκαμε οι δυο μας κατεργάρηδες.
Κάναμε δυο-τρεις κουπιές με προσοχή και τρόπο, κατά πως μας είχε ορμηνεύσει ο θειός μου ο Χαρίλας, γέρνοντας ο ένας από την μια κι ό άλλος από την άλλη, μη και γυρίσει το ακαρίνωτο σκαρί και μας φουντάρει.
Μωρέ μια χαρά τα πήγαινε γι αρχή κι αναθαρρέψαμε
Ναι, αλλά μπάζει!
Δεν βαριέσαι! Ας μπάζει και λίγο ρε Γληγόρη.
Όχι ρε συ δεν λέμε για λίγο. Ετούτο μπάζει πολύ. Παραμπάζει λέμε!
Ωραία. Την άλλη φορά, άμα θα βγούμε να πάρουμε μαζί μας κι έναν κουβά ν’ αποστραγγίζουμε νερά!
Δεν μας βλέπω γι άλλη φορά. Εγκαταλείψατε σκάφος!
Πιο χέστη ανθυποπλοίαρχο δεν έχω ματαξαναδεί στην ζωή μου. Έκανε μια έτσι και βούτηξε στον πόντο αφήνοντας με ορφανό απάνω στο σκαρί, πούχε γεμίσει ήδη ως την μέση.
Αρχίνησα τότε ατός μου ανάποδα να λάμνω μπας και καταφέρω να βγάλω την γαλέρα στη στεριά….
Ελαμνα κι έλαμνα αλλά δεν πάγαινα πουθενά γιατί όλο και μπατακωνόμουν, όλο κι από μικρότερο ύψος έχωνα το κουπί μες το νερό. Ολος ο στόκος είχε ξεπλυθεί και φύγει και τ’ άτιμο το πλεούμενο τόχε γυρίσει σε υποβρύχιο.
Έβγα έξω αρέ μουρλέ και θα πνιγείς!! μου φώναζε ο Γληγόρης από τη στεριά.
Δε βγαίνω ρε!!! ‘Η θα το φέρω έξω το σκατόπραμα ή ας βυθιστώ μαζί του!
Τότε είναι που κατάλαβα γιατί οι καπεταναίοι πάνε πάτο μαζί με τα πλεούμενα τους.
Από τσιφουτιά!