Τι ευάρεστο θα μπορούσε να παραχθεί από τους τρομακτικούς, για την πλειοψηφία των ανθρώπων, σεισμούς; Μία μουσική μελωδία. Οι ψυχραιμότεροι -απ’ ό,τι εμείς- σεισμολόγοι κατάφεραν να συνθέσουν μουσική, αναλύοντας τις συχνότητες διαφόρων σεισμογραφημάτων και επιταχυνσιογράφων, με αποτέλεσμα να αποτυπώσουν τη “φωνή” της γης ως πραγματική μουσική, ξεχωριστή σε κάθε σεισμική δόνηση, σαν μία μπάντα που παίζει συγχρονισμένα, με ηχείο το ίδιο το “σώμα” του πλανήτη μας.
Ο σεισμός του Landers της Καλιφόρνιας (το 1992) -που για την επιστήμη της σεισμολογίας αποτέλεσε σταθμό εξαιτίας των πολλών νέων μεθόδων που εφαρμόστηκαν- ήταν σημαντικός και για έναν ακόμη λόγο. Ήταν από τους πρώτους σεισμούς που μετατράπηκαν σε δίλεπτο μουσικό κομμάτι, που λέγεται ότι μοιάζει με τη μουσική ροκ (rock = πέτρωμα). Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές ακόμη αποτυπώσεις των μελωδικών ήχων που παράγουν οι σεισμοί, τα ρήγματα και οι ηφαιστειακοί σεισμοί από διάφορα Γεωλογικά Ινστιτούτα (π.χ. η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία USGS) και πανεπιστήμια (π.χ. Berkeley, Καλιφόρνια).
Όπως κάθε σεισμός έχει την προσωπικότητά του ώστε να μην είναι όμοιος με κανέναν άλλο, ούτε ακόμη και με σεισμό που προήλθε από την ίδια πηγή, εστία ή ρήγμα, έτσι και οι ήχοι που παράγει έχουν τις ίδιες ιδιαιτερότητες. Όπως το περιγράφουν οι σεισμολόγοι, τα σεισμικά κύματα που ταξιδεύουν στο σώμα της γης έχουν διαφορετικές συχνότητες, που καταγράφονται από τους σεισμογράφους, και διαφορετικά φάσματα, που καταγράφουν οι επιταχυνσιογράφοι (τις εδαφικές κινήσεις για να μελετηθούν οι επιπτώσεις των σεισμών στα κτίρια).
“Η Γη είναι ένας ανήσυχος πλανήτης. Παράγει χιλιάδες μικροσεισμούς κάθε μέρα, μήνα και χρόνο. Τα επιμήκη ή πρώτα κύματα, όταν φτάνουν από το εσωτερικό του φλοιού στην επιφάνεια της γης -η οποία είναι μια διαχωριστική επιφάνεια δύο μέσων με διαφορετική πυκνότητα και διαφορετικές ταχύτητες διάδοσης των κυμάτων- διαθλώνται και μεταδίδονται στην ατμόσφαιρα ως ακουστικά κύματα πλέον, σε συχνότητες δηλαδή που θα μπορούσε να τις αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί. Αντίθετα, τα εγκάρσια ή δεύτερα κύματα δεν διαδίδονται στα ρευστά και δεν εισχωρούν στην ατμόσφαιρα.
Σε πολλούς σεισμούς υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την υπόκωφη βοή, το τρομερό βουητό που ακούγεται κατά τη διάρκεια μιας σεισμικής δόνησης και μάλιστα κατά τη διάρκεια της άφιξης των ‘ανώδυνων’ πρώτων σεισμικών κυμάτων.
Στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς τους ήχους οφείλονται στις κινήσεις των ρηγμάτων, στην ανακατάταξη επιφανειακών σχετικά πετρωμάτων, σε καταπτώσεις βράχων και στα αντικείμενα των σπιτιών μας, όλα αποτέλεσμα της δόνησης. Την υπόκωφη βοή του σεισμού την εκλαμβάνει ο άνθρωπος ως υποχθόνιο τρομακτικό μουγκρητό. Δεν παύει να είναι, όμως, μια δυνατή κραυγή της γης, επακόλουθο μιας φυσιολογικής σεισμικής διεργασίας του πλανήτη. Όταν καταφτάνουν τα δεύτερα καταστροφικά κύματα, δεν συνοδεύονται από ηχητικά φαινόμενα” δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Σπύρος Παυλίδης.
Τα μπάσα και τα πρίμα της “μπάντας” των σεισμών
Με την έναρξη ενός σεισμού, το έδαφος σείεται, ο αέρας πάλλεται και τον αισθανόμαστε δεχόμενοι ένα ευρύ φάσμα κυματικών συχνοτήτων, ωστόσο οι επιμέρους μονάδες αυτών των κυμάτων, δηλαδή οι “νότες” δεν είναι τόσο ευδιάκριτες. Έτσι προσλαμβάνουμε μόνο το δυσάρεστο αίσθημα από το τράνταγμα που προκαλούν οι σεισμικές δονήσεις (που οφείλεται στις υψηλές συχνότητες) και από την ταλάντωση (ζάλισμα, που προκαλούν οι χαμηλές).
Σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, οι πολλοί μικροί σεισμοί διαχέουν τα κύματά τους σε μικρές αποστάσεις και οι μεγάλου μεγέθους σε ολόκληρη τη γη, την οποία διασχίζουν και διατρέχουν πολλές φορές. Εξάλλου, οι μεγάλης ενέργειας δονήσεις διεγείρουν όλο τον πλανήτη και τον εξαναγκάζουν να πάλλεται και να δονείται σαν καμπάνα για πολλά λεπτά και ώρες μετά τη γένεσή τους.