Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Κοτανίδη “Πενήντα πέντε μίλια νοτιοανατολικά” και αναδρομή στο προηγούμενο βιβλίο του “Φουλ του άσσου”.
Ομιλητές:
1. Εμμανουήλ Κουτσιαύτης, τέως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων
2. Θεολογία Τσέτσινα, φιλόλογος
Συντονισμός:
Καραγιάννη Αννούλα, τεχνολόγος
Ο συγγραφέας θα διαβάσει αποσπάσματα και θα υπογράψει αντίτυπα των βιβλίων του.
Σάββατο 17 Μαρτίου 2018, στις 7 μ.μ.
Στη Λέσχη Αξιωματικών Καστοριάς
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΤΑΝΙΔΗ: ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΙΛΙΑ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Άνοιξη του 199… Ο νεαρός ανθυπολοχαγός Άλκης Σταυρινός παρουσιάζεται σ’ ένα τάγμα πεζικού στη Λήμνο.
Εκεί, από την πρώτη στιγμή, βρίσκει τον εαυτό του περικυκλωμένο από αξιωματικούς που το μόνο τους ενδιαφέρον είναι πώς να τον εκμεταλλευτούν.
Μέσα από αδιανόητες καταστάσεις –στο στρατόπεδο, στο μπαρ «Ελ Πάσο» που συχνάζει, στο χωριό που διαμένει, στις παραλίες που εξερευνά– οδηγείται αναπόφευκτα στην αναζήτηση του εαυτού του και του άλλου, του νοήματος της ζωής και στην αμφισβήτηση των επιβεβλημένων δομών σε όλα τα επίπεδα· ό,τι αφορά τον στρατό, την κοινωνία, το κράτος, την πατρίδα· ό,τι βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τη λογική, την αγάπη, την αφοσίωση, τη θυσία, το φιλότιμο, την ανθρωπιά.
Έτσι, γίνεται εικόνα του κάθε εργαζόμενου νέου που συνθλίβεται –ειδικά στην εποχή μας– από προσωπικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα.
Μέσα σ’ όλα αυτά, συναντά τη φοιτήτρια Ζωή Λογοθέτη, την οποία όμως αγαπά παράφορα ο φίλος και συνάδελφός του Διονύσης Δοξαράς.
Πώς σχετίζεται μ’ όλα αυτά ο μοναχός Αρτέμιος από το Άγιο Όρος;
Μια εξέλιξη τόσο απροσδόκητη όσο και η ίδια η ζωή.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο Νικόλαος Κοτανίδης γεννήθηκε το 1968 στη Δ. Γερμανία. Είναι απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου και ομιλεί αγγλικά. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Είναι λάτρης της λογοτεχνίας, της φωτογραφίας, της ποδηλασίας και του hard rock. Έχει γράψει το μυθιστόρημα «Φουλ του άσσου» (2016)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Κεφάλαιο 1
Ήταν από εκείνες τις σπάνιες νύχτες που η απόλυτη ησυχία είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια μανιασμένη οχλοβοή. Ο άνεμος ούρλιαζε σκορπώντας με βία ασκούς νερού, που ράπιζαν χωρίς οίκτο τα παράθυρα και έκαναν τις τσίγκινες στέγες να βογκούν απελπισμένα.
Ήταν η ώρα που οι πατέρες της μονής, μα και κάθε μονής, σκήτης ή καλύβας του Όρους, σμπαραλιασμένοι από τους κόπους της ημέρας, συμμάζευαν την ευτελή τους ύπαρξη και την πρόσφεραν θυμίαμα ευγενικό σ’ Eκείνον που τους αγάπησε τόσο πολύ όσο κανένας σε αυτόν τον γεμάτο εγωισμό, υποκρισία και ανοησία κόσμο.
Ο μοναχός Αρτέμιος μελετούσε την «Κλίμακα» με τη βοήθεια ενός μικρού κεριού, που πλησίαζε στο τέλος του, μα εξακολουθούσε να σκορπίζει το λιγοστό του φως αναδίδοντας μια σχεδόν υπερκόσμια ευωδιά. Μακριές σκιές ζωγραφίζονταν στους τοίχους του μικρού κελιού του. Το όμοιο με φινιστρίνι μοναδικό του παράθυρο, που κατόπτευε τον κόλπο του Αγίου Όρους από τον δυτικό τοίχο της Σιμωνόπετρας, έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεκολλούσε από τη θέση του και, χάνοντας τη μάχη με τα στοιχεία της φύσης, θα κατρακυλούσε, σε θανάσιμο εναγκαλισμό με τα νερά του παρακείμενου χειμάρρου, μέχρι τη θάλασσα.
Ο Αρτέμιος σήκωσε απότομα το κεφάλι του, όταν μια ριπή ψυχρού αέρα εισέβαλε από μια χαραμάδα στο ούτως ή άλλως κρύο κελί του. Κάρφωσε ασυναίσθητα τη ματιά του στο παράθυρο, μη βλέποντας ωστόσο τίποτε έξω από αυτό. Ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του, όταν, χωρίς να καταλάβει πώς, ο νους του έτρεξε σε μία άλλη τέτοια κοσμοχαλασιά, σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν.
Είχε προσπαθήσει να ξεχάσει εκείνη την ημέρα που σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του. Ή μάλλον, σήμανε τον οριστικό του θάνατο για τον κόσμο και καθετί που αντιπροσώπευε. Και να, που τώρα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η ανάμνησή της και όσα είχαν προηγηθεί ξαναγύριζαν με απίστευτη ένταση στον νου του και συναγωνίζονταν τη σφοδρότητα της μανιασμένης νύχτας.
Σταυροκοπήθηκε και προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις• μάταια. Ζούσε πάλι εκείνη την ημέρα του 199…, όταν οι ουρανοί είχαν ανοίξει και μαζί τους οι ασκοί του Αιόλου σε πολλές ζωές. Ένιωσε απόγνωση από την αγωνία που τον έπνιγε και τον έκανε να ιδρώνει. Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του και κύλησαν στα σχεδόν κατάλευκα γένια του. Πολύ σύντομα, έγιναν ποταμός, καθώς ξεσπούσε σε αναφιλητά.
«῎Εστι κοπιῶν καὶ πονῶν καὶ σπεύδων, καὶ τόσῳ μᾶλλον ὑστερεῖται»…
Κεφάλαιο 2
Ο ανθυπολοχαγός Άλκης Σταυρινός κρατούσε στα χέρια του ένα αντίγραφο της διαταγής μεταθέσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που λίγο νωρίτερα του είχε κοινοποιηθεί από το 1ο Γραφείο του τάγματος, και βάδιζε με κατεύθυνση τον λόχο του.
—Έφτασε ο καιρός για να μας αποχαιρετήσετε, κύριε ανθυπολοχαγέ; τον ρώτησε ο λοχίας βοηθός του.
Ο Άλκης σήκωσε το κεφάλι του και, ενώ δεκάδες λεπτομέρειες που αφορούσαν τη μετάθεσή του περνούσαν από το μυαλό του, απάντησε:
—Ναι, Λάζαρε, φεύγω. Αργά ή γρήγορα, θα γινόταν κι αυτό.
—Πού σας στέλνουν;
—Μάντεψε!
—Έβρο;
—Στη Λήμνο, στο 5… Τάγμα Πεζικού.
—Βάλατε μέσον και σας περιποιήθηκαν τόσο καλά;
Ο Άλκης χαμογέλασε και απάντησε με ανάλογο ύφος στο σαρκαστικό σχόλιο:
—Σίγουρα…
—Πού είχατε δηλώσει να πάτε;
—Κω, Ρόδο και Αλεξανδρούπολη.
—Όπως φαίνεται, έλαβαν σοβαρά υπόψη τις προτιμήσεις σας!
—Ξέρεις την κατάσταση που επικρατεί στην πλήρη αξιοκρατίας κοινωνία μας. Γνώρισες καλά και τον στρατό, αφού σε μερικές ημέρες συμπληρώνεις δύο χρόνια θητείας. Συνεπώς, δεν πρέπει να σε εκπλήσσει τίποτε.
—Ναι, και τα έχω δει «κωλυόμενα», είπε ο λοχίας, κάνοντας ταυτόχρονα μια αστεία γκριμάτσα και κουνώντας το κεφάλι του πάνω-κάτω.
—Σωστά, «κωλυόμενα»… Έμαθες άπταιστα τη στρατιωτική αργκό. Άρα, είσαι έτοιμος να εγκαταλείψεις τη «ζεστή» αγκαλιά του ελληνικού στρατού.
Η οικειότητα του Άλκη με τον Λάζαρο ήταν αποτέλεσμα των πολλών ωρών που είχαν περάσει μαζί, αντιμετωπίζοντας από κοινού πληθώρα υποχρεώσεων και δυσκολιών, από την πρώτη ημέρα που ο τελευταίος τοποθετήθηκε στη διμοιρία του πρώτου. Ο ανθυπολοχαγός είχε την ευθύνη της εκπαίδευσης και στρατιωτικής διαπαιδαγώγησης των νεοσυλλέκτων της 1ης Διμοιρίας του 3ου Λόχου, ενώ ο λοχίας τον βοηθούσε και, όποτε απαιτούνταν, τον αναπλήρωνε. Ήταν συνομήλικοι. Ο Λάζαρος, με καταγωγή από την Αθήνα, ήταν απόφοιτος της ελληνικής φιλολογίας. Η αγάπη του Άλκη για τη λογοτεχνία τούς έκανε να συζητούν συχνά για βιβλία και συγγραφείς. Αυτό, από μόνο του, δημιούργησε κλίμα φιλίας και συνέδεσε τους δύο νέους. Η αναπόφευκτη σχέση ανώτερου με κατώτερο βασίστηκε στον σεβασμό του έργου, της δουλειάς και του ρόλου του καθενός και στις αξίες του ανθρωπισμού. Ήταν η εποχή που ο έφεδρος λοχίας είχε κύρος στον στρατό και είχε όλα τα εφόδια, την εκπαίδευση και την πείρα, για να είναι σημαντικός αρωγός του διμοιρίτη του.
Πολλά, σε ομάδες όπως ο στρατός, έχουν νόημα και επιτυγχάνουν, όταν στηρίζονται σε καλές παραδόσεις. Τέτοιες υιοθετούν οι ισχυρότεροι σύγχρονοι στρατοί των εθνών που είναι κράτη και όχι καρικατούρες ή προτεκτοράτα. Μα οι «σοφοί» πολιτικοί και στρατιωτικοί «ηγέτες» του ελληνικού κράτους φρόντισαν, στα φαύλα χρόνια που ζούμε, να καταστρέψουν και αυτήν τη ζωτική παράδοση. Έφεδροι λοχίες – κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των Βαλκανικών και του Ελληνοϊταλικού Πολέμων– ήταν εκείνοι που αντικατέστησαν επάξια τους διμοιρίτες τους, όταν έπεσαν στο πεδίο της μάχης, και ηγήθηκαν ανδρών που καταλάμβαναν το ένα ύψωμα μετά το άλλο, παρά την απόλυτη ανεπάρκεια του στρατού να τους εφοδιάσει έστω και με τα στοιχειώδη υλικά και μέσα. Και νίκησαν• νίκησαν αυτοί και όχι αόριστα ο λαός –όπως η πολιτική και κομματική γάγγραινα προπαγανδίζει στους κλακαδόρους της. Πολεμούσαν ο ένας για τον άλλον, για την αγάπη και τη φιλία που τους συνέδεε, για το φιλότιμο. Όλα τα άλλα είναι κενολογία, που συνήθως διαβάζεται σε κάποιες ομιλίες στις εθνικές επετείους, από άσχετους και για άσχετους.
—Η επετηρίδα δεν παίζει ρόλο στις δηλώσεις σας; ρώτησε ο Λάζαρος.
—Αστειεύεσαι; Αν έπαιζε, θα έπρεπε να μετατεθώ όπου δήλωσα, αφού είμαι πρώτος στο πεζικό, απάντησε ο Άλκης.
—Κι εμένα, μετά από τη Χίο, με έστειλαν εδώ, αντί για την Αθήνα που ήθελα• σχεδόν πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου. Πολλοί όμως, από όσους υπηρετούσαμε εκεί, βρίσκονται ήδη στην πρωτεύουσα• οι περισσότεροι στο ΓΕΣ. Κι ενώ εμείς δεν προλαβαίνουμε να ανασάνουμε από τις πολλές υποχρεώσεις, αυτοί παίρνουν τη μία τιμητική άδεια μετά την άλλη, για να ρεφάρουν την επικινδυνότητα των συνθηκών εργασίας των γραφείων στα οποία απασχολούνται. Έχω επικοινωνία με κάποιους από αυτούς και μαθαίνω ότι οι καρέκλες δεν επαρκούν για να τους χωρέσουν όλους…