Παρόλη την απειλή για τη δημόσια υγεία από την υπερκατανάλωση των αντιβιοτικών, η οποία καθιστά πολλά μικρόβια πιο ανθεκτικά, η χρήση τους σε ανθρώπους αυξήθηκε κατά 39% μεταξύ 2000-2015, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη, την πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα, καθώς κάλυψε 76 χώρες.
Η μελέτη εκτιμά ότι έως το 2030 -αν συνεχισθούν οι σημερινές τάσεις- η κατανάλωση αντιβιοτικών προβλέπεται να αυξηθεί έως 200%, πράγμα που δημιουργεί δικαιολογημένες ανησυχίες, αν επιβεβαιωθεί.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις -μερικές φορές δραματικές- στη χρήση των αντιβιοτικών καταγράφονται στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος. Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι όταν η αντίσταση των παθογόνων μικροοργανισμών εμφανίζεται σε μια χώρα, γρήγορα εξαπλώνεται και σε άλλες, γι’ αυτό το πρόβλημα έχει διεθνή διάσταση.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Πρίνστον (ΗΠΑ), ΕΤΗ Ζυρίχης (Ελβετία) και Αμβέρσας (Βέλγιο), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), εκτιμούν ότι η παγκόσμια κατανάλωση αντιβιοτικών αυξήθηκε κατά 39% από 11,3 ημερήσιες δόσεις αντιβιοτικών ανά 1.000 κατοίκους το 2000, σε 15,7 δόσεις το 2015.
Η συνολική παγκόσμια χρήση αντιβιοτικών σε ανθρώπους εκτιμάται σε 34,8 δισεκατομμύρια ημερήσιες δόσεις το 2015, αυξημένες κατά 65% έναντι του 2000 (21,1 δισεκατομμύρια).
Ειδικότερα, στο διάστημα 2000-2015, η χρήση στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος αυξήθηκε κατά 114% συνολικά (από 11,4 σε 24,5 δισεκατομμύρια δόσεις) και κατά 77% σε ημερήσια βάση ανά 1.000 κατοίκους (από 7,6 σε 13,5 ημερήσιες δόσεις). Παρόλα αυτά, σε πολλές φτωχές χώρες η μέση ημερήσια ανά κάτοικο κατανάλωση αντιβιοτικών παραμένει πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη στις πλούσιες χώρες.
Η κατανάλωση της πενικιλίνης ευρέος φάσματος, της πιο συχνότερα συνταγογραφούμενης κατηγορίας αντιβιοτικών, αυξήθηκε κατά 36% μεταξύ 2000-2015 παγκοσμίως. Η αύξηση στις φτωχές χώρες έφθασε το 56%, ενώ στις πλούσιες ήταν 15%.
Παρά τη γενικότερη αύξηση στην παγκόσμια κατανάλωση αντιβιοτικών, ενθαρρυντικό είναι ότι τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες καταγράφεται πλέον μια τάση ελαφριάς μείωσης. Στις χώρες υψηλού εισοδήματος μεταξύ 2000-2015 υπήρξε μια αύξηση κατά 6% στις συνολικές δόσεις (από 9,7 σε 10,3 δισεκατομμύρια), αλλά μια μείωση κατά 4% στις ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους (από 26,8 σε 25,7).
Τα παιδιά
Εξάλλου μια άλλη διεθνής μελέτη, με επικεφαλής τον Μάρκους Χουφνάγκελ του γερμανικού Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, που δημοσιεύθηκε στο παιδιατρικό περιοδικό “Journal of the Pediatric Infectious Diseases Society”, αποκαλύπτει ότι σχεδόν το ένα τρίτο όλων των αντιβιοτικών, τα οποία χορηγούνται σε παιδιά που έχουν εισαχθεί σε νοσοκομεία παίδων σε όλο τον κόσμο, δίνονται για προληπτικούς λόγους και όχι για τη θεραπεία κάποια πραγματικής λοίμωξης.
Ένα μεγάλο μέρος αυτών των προληπτικών αντιβιοτικών είναι ευρέος φάσματος ή συνδυασμοί αντιβιοτικών και μάλιστα για μεγάλες χρονικές περιόδους, πράγμα που ευνοεί την ανάπτυξη ανθεκτικών βακτηρίων. «Η τάση αυτή δείχνει μια ξεκάθαρη κατάχρηση των αντιβιοτικών» δήλωσε ο Χουφνάγκελ.
Οι ερευνητές μελέτησαν δειγματοληπτικά τις συνταγογραφήσεις αντιβιοτικών σε 6.818 παιδιά που είχαν εισαχθεί σε 226 νοσοκομεία παίδων σε 41 χώρες. Διαπιστώθηκε ότι το 33% αφορούσαν αντιβιοτικά για την προληπτική αντιμετώπιση κάποιας πιθανής, αλλά όχι διαγνωσμένης λοίμωξης.
Τα μισά (52%) από αυτά τα προληπτικά αντιβιοτικά είναι ευρέος φάσματος, ενώ το ένα τέταρτο (27%) χορηγούνται για την πρόληψη πιθανής λοίμωξης ενόψει κάποιας χειρουργικής επέμβασης.
ΑΠΕ