Φιλοξενούμενη στη δράση «Ελάτε να μιλήσουμε για τη λογοτεχνία» είναι η συγγραφέας Μαρία Δανιήλ την οποία και ευχαριστώ για την εξομολογητική της συνέντευξη!
Του Θεόφιλου Γιαννόπουλου
Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα σε μια μεγάλη πόλη δίπλα στην θάλασσα, ωστόσο μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη δίπλα σε μια λίμνη. Σπούδασε ψυχολογία στην Θεσσαλονίκη, ωστόσο όνειρο της είναι ν’ ανοίξει το δικό της βιβλιοπωλείο.
Λατρεύει τον βροχερό καιρό, τα παλιά βιβλία, τη μουσική και το τσάι. Ξεκίνησε να γράφει ένα υπερβολικά ηλιόλουστο πρωινό του καλοκαιριού και έκτοτε δεν έχει σταματήσει.
e-mail: [email protected]
Ερωτηματολόγιο για Λογοτέχνες
- Γιατί γράφεις;
Η τέχνη πέρα από μέσο έκφρασης, πιστεύω ότι μπορεί να προσφέρει στον καλλιτέχνη ότι προσφέρει και η πίστη στον Θεό. Η τέχνη μας είναι το σπίτι μας, το μέρος που είμαστε προστατευμένοι και ασφαλείς, βρίσκουμε παρηγοριά και στήριξη σ’ εκείνη, έναν ώμο για να κλάψουμε και έναν καθρέφτη στον οποίο θα αντανακλαστεί η χαρά μας. Διδασκόμαστε απ’ αυτή πράγματα για τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η τέχνη μας είναι εκεί και θα είναι εκεί, ακόμα κι αν όλα καταρρεύσουν. Οπότε, γράφω για όλους τους παραπάνω λόγους και γράφοντας είναι σαν να κάνω μια θυσία ή μια προσφορά σ’ εκείνον τον μικρό θεό που ζει μέσα σ’ εμένα, αλλά και σε κάθε καλλιτέχνη.
- Για ποιους λόγους θα συμβούλευες κάποιον να γίνει συγγραφέας ή ποιητής και γιατί να τ’ αποφύγει;
Θα ξεκινήσω απ’ τα δύσκολα. Θα απέτρεπα κάποιον απ’ το να γράψει, γιατί η συγγραφή, όπως και κάθε μορφή τέχνης απαιτεί προσπάθεια, θυσίες, πειθαρχία και τις περισσότερες φορές η επιβράβευση είτε αργεί είτε δεν έρχεται ποτέ. Γενικά, η συγγραφή περιλαμβάνει πολλές απογοητεύσεις, ωστόσο αξίζει τον κόπο και τον χρόνο. Το να δημιουργείς κάτι καινούριο από το τίποτα, από κάτι άυλο όπως είναι οι ιδέες και οι σκέψεις, είναι υπέροχο. Το αίσθημα που αφήνουν οι λέξεις, καθώς βγαίνουν από μέσα μας και αποτυπώνονται στο χαρτί, η περηφάνια που μας πλημμυρίζει όταν αντικρίζουμε την ιστορία μας ολοκληρωμένη ή ακόμα καλύτερα όταν έχουμε την ευκαιρία να την συζητήσουμε με κάποιον αναγνώστη δεν συγκρίνεται με τίποτα στον κόσμο. Γι’ αυτό γράψτε! Η κοινωνία το χρειάζεται.
- Ποιο είδος γραφής αγαπάς να υπηρετείς και για ποιο πιστεύεις πως δεν έχεις τις απαραίτητες ικανότητες, διάθεση και γνώσεις για να συνεισφέρεις;
Ξεκίνησα γράφοντας φαντασία και μέχρι στιγμής αυτό το είδος με εκφράζει περισσότερο συγγραφικά, παρόλα αυτά θα ήθελα στο μέλλον να δοκιμάσω κι άλλα είδη. Μου είναι δύσκολο να με φανταστώ να γράφω φαντασία μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια. Το είδος που δεν θα δοκίμαζα ποτέ και για κανέναν λόγο είναι το ιστορικό μυθιστόρημα. Θαυμάζω τους συγγραφείς που καταπιάνονται μ’ αυτό, αλλά εγώ δεν έχω τις γνώσεις και κυρίως την υπομονή να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο.
- Τι είναι για εσένα οι αναγνώστες; Πελάτες, κριτές ή συμβουλάτορες;
Τίποτα από τα τρία. Φυσικά η κριτική είναι πάντα ευπρόσδεκτη όταν είναι καλοπροαίρετη, όπως και οι συμβουλές. Προτιμώ να βλέπω τους αναγνώστες σαν συνταξιδιώτες, όπως όταν είμαστε σ’ ένα αεροπλάνο και ξαφνικά βρισκόμαστε δίπλα- δίπλα μ’ έναν μέχρι πρότινος άγνωστο. Πιθανότατα θ’ ανταλλάξουμε μια δυο κουβέντες. Όταν ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει μια ιστορία, ξεκινάει ένα ταξίδι με τους ήρωες, τον συγγραφέα, αλλά και όλους εκείνους που έχουν διαβάσει την ίδια ιστορία. Ο χρόνος και ο χώρος καταργούνται. Αυτό που μένει είναι το ταξίδι και η ανθρώπινη επαφή.
- Τι σε ενοχλεί και θα ήθελες να αλλάξει στον λογοτεχνικό χώρο; Τι σου αρέσει και θα ήθελες να μείνει ως έχει;
Θα ήθελα οι ίδιοι οι λογοτέχνες να ήταν ή μάλλον να ήμασταν λιγάκι πιο ταπεινοί. Συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, γιατί πραγματικά δεν πιστεύω πως εγώ είμαι καλύτερη από άλλους ως προς αυτό το ζήτημα. Ναι μεν η δημιουργία είναι σημαντική και ίσως μας κάνει να νιώθουμε διαφορετικοί, ωστόσο δεν υπάρχουμε μόνο εμείς σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάναμε κάτι σημαντικό, όμως δεν βρήκαμε και την λύση στην παγκόσμια φτώχεια ή κάτι τέτοιο. Το κλειδί πιστεύω είναι να είμαστε ευτυχισμένοι μ’ αυτό που κάνουμε, δίχως να… παίρνουν τα μυαλά μας αέρα. Αυτό που μου αρέσει στον λογοτεχνικό χώρο τα τελευταία χρόνια είναι ότι ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές, ότι πλέον υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι να δημιουργηθεί η επαφή συγγραφέα- αναγνώστη, πέρα απ’ τον παραδοσιακό τρόπο της έκδοσης ενός βιβλίου.
- Ποια λογοτεχνική ερώτηση μισείς να σου κάνουν και γιατί;
Η ερώτηση που πραγματικά μισώ είναι νομίζω συνηθισμένη, το γνωστό «τι σε εμπνέει;» και την μισώ γιατί με εμπνέουν λίγο- πολύ τα πάντα. Οπότε, για να απαντήσω θα πρέπει να περιοριστώ και να διαλέξω ένα- δύο πράγματα ή να γράψω σελίδες ολόκληρες αναφέροντας όλα εκείνα που μπορεί να ξεκλειδώσουν την πορτούλα της έμπνευσης μέσα μου, από ένα βροχερό πρωινό μέχρι την εικόνα της ζάχαρης καθώς διαλύεται μέσα στο ζεστό τσάι.
- Πιστεύεις πως οι περισσότεροι ομότεχνοί σου γράφουν από εσωτερική ανάγκη ή επιδιώκουν αποκλειστικά το χρήμα και την δόξα;
Γέλασα λιγάκι διαβάζοντας αυτή την ερώτηση. Ήταν κάπως γλυκόπικρο αυτό το γέλιο βέβαια. Πιστεύω πως όλοι μας γράφουμε από εσωτερική ανάγκη, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Μακάρι να ήταν καλύτερα τα πράγματα και να μπορούσε κανείς να αποκτήσει χρήματα και δόξα απ’ την συγγραφή. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα άλλωστε. Γενικά νομίζω πως στη χώρα μας αν κανείς ξεκινήσει να γράφει με σκοπό να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, θα απογοητευτεί απίστευτα.
- Έχεις μόνο συμπάθειες ή και αντιπάθειες στους λογοτεχνικούς κύκλους; Ποια η αιτία αυτών;
Και συμπάθειες και αντιπάθειες, αν και η λέξη αντιπάθεια νομίζω είναι αρκετά έντονη. Μην ξεχνάμε πως η φιλία ή μάλλον η αλληλεπίδραση δεν παύει να είναι ένας τρόπος συσχετισμού με τους άλλους και όντας διαφορετικοί είναι λογικό να μην ταιριάζουμε με όλους. Οπότε, οι συμπάθειες έχουν προκύψει απ’ το ότι με κάποιους ταιριάζουμε περισσότερο απ’ ότι με άλλους.
- Ανέφερε τρείς χαρακτηρισμούς για τον εαυτό σου για τους οποίους είσαι υπερήφανος/η και άλλους τρείς για τους οποίους όχι.
Συχνά τώρα τελευταία μου λένε πως είμαι «ήρεμη δύναμη», πιστεύω ότι είναι κάτι καλό. Επίσης είμαι οργανωτική και αφοσιωμένη σ’ ότι κι αν κάνω. Δεν είμαι περήφανη για το ότι είμαι αρκετά απόμακρη, εσωστρεφής και δεν έχω όση υπομονή θα ήθελα.
- Ο χειρότερος εφιάλτης που φοβάσαι για την καριέρα σου και το ομορφότερο όνειρό που σου έχει πραγματοποιηθεί ή προσδοκάς να συμβεί στο μέλλον;
Ο χειρότερος μου εφιάλτης είναι ότι μετά από πενήντα χρόνια ή μετά θάνατον κανείς δεν θα θυμάται πια τις ιστορίες μου και τα τελευταία αντίτυπα των βιβλίων μου θα πιάνουν σκόνη σε κάποιο υπόγειο ξεχασμένα. Αυτό που προσδοκώ απ’ το μέλλον είναι να είμαι ευχαριστημένη με την ποιότητα και την ποσότητα των γραπτών μου. Από εκεί και πέρα όλα μπορούν να πάρουν τον δρόμο που τους είναι γραφτό.