Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.
Ήταν μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα και σε όλη την Ελλάδα είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τα παραδοσιακά γλέντια. Ξαφνικά το ραδιόφωνο της ΕΡΤ (τότε δεν υπήρχαν τηλεοπτικά κανάλια και η τηλεόραση της ΕΡΤ ξεκινούσε το πρόγραμμά της το απόγευμα) διέκοψε τα τραγούδια και μετέδωσε την τραγική είδηση: Το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη. Το αυτοκίνητό του, ένα Fiat Mirafiori, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης κατευθυνόμενο προς τη Γλυφάδα, ξέφυγε της πορείας του…
Ξαφνικά συννέφιασε. Όχι στον ουρανό, αλλά στα πρόσωπα σχεδόν όλων των Ελλήνων, που έχασαν τον άνθρωπό τους, τον ήρωά τους. Έναν άνθρωπο, που κρατούσε ψηλά τη συνείδηση των Ελλήνων, που δεν θα συμβιβαζόταν και θα συνέχιζε να δίνει μάχες για το εθνικό και δημόσιο καλό. Αμέσως οι φήμες ότι πρόκειται για δολοφονία εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Την επομένη οι εφημερίδες είχαν κυκλοφορήσει με πρώτο θέμα την πιθανή δολοφονία Παναγούλη. Το κλίμα, έτσι κι αλλιώς, φορτισμένο και έντονα πολιτικοποιημένο δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί περαιτέρω από τον ξαφνικό και αναπάντεχο χαμό του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η «αποχουντοποίηση» δεν είχε ολοκληρωθεί και κυβερνητικοί κύκλοι, με πρώτο τον τότε υπουργό Εθνικής Αμύνης Ευάγγελο Αβέρωφ, έκαναν λόγο για «σταγονίδια» (χουντικά) στο στράτευμα. Παράλληλα, ο ίδιος ο Παναγούλης είχε αποκαλύψει αρχεία της ΕΣΑ, που θα προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στο πολιτικό κατεστημένο και τον είχαν φέρει σε ευθεία σύγκρουση με τον Αβέρωφ. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παναγούλης ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, με την οποία είχε εκλεγεί βουλευτής στις πρώτες εκλογές του 1974, λόγω της ύπαρξης πολιτικού και επίσης βουλευτή του ιδίου κόμματος, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τους χουντικούς…
Περίεργο τροχαίο…
Ακόμη και ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς, που είχε αναλάβει την υπόθεση, μιλούσε αρχικώς για εγκληματική ενέργεια. Ο γνωστός δικαστικός θα πει: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».
Σημειώνεται ότι εκείνες τις μέρες όλοι αναζητούν τα τρία άγνωστα αυτοκίνητα που εικάζεται ότι έβγαλαν από την πορεία το αυτοκίνητο του Παναγούλη. Υπήρξαν πολλά ερωτήματα και σημαντικές καταγγελίες από ερευνητές κι από την οικογένειά του, που δεν απαντήθηκαν ποτέ. Τελικώς σημαντικές πληροφορίες έμειναν στο σκοτάδι και οι φήμες δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Η κηδεία του γίνεται στις 5 Μαΐου και μεταβάλλεται σε πάνδημο δημοκρατικό συλλαλητήριο, ενώ το βασικό σύνθημα, «Ζει», που αντηχεί στην Αθήνα θα γραφτεί και στους περισσότερους δρόμους της πόλης: Χαρακτηριστικό είναι ότι στην κηδεία του δεν παρίσταται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δεν στέλνουν επίσημο εκπρόσωπο.
Ένας αυθεντικός ήρωας
Έχουν περάσει από εκείνη τη μέρα 42 χρόνια. Το πιθανότερο για ένα σημερινό σαραντάρη, ή μικρότερο, το όνομα «Αλέκος Παναγούλης» να μη λέει και πολλά. Ίσως μόνο ένα δρόμο, κάτι συγκεχυμένο, έναν ήρωα απ’ τους πολλούς ήρωες αυτής της χώρας, έναν τρελό, που ήθελε να σκοτώσει τον δικτάτορα. Όμως ο Παναγούλης ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Ήταν ο Έλληνας που δεν μπορούσε να ζει υπό το τυραννικό καθεστώς.
Ο Αλέκος Παναγούλης (1939-1976) ήταν αξιωματικός του στρατού ξηράς, με σπουδές στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στις 13 Αυγούστου, του 1968, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο με εκρηκτικά στη Βάρκιζα, αλλά απέτυχε από μια λεπτομέρεια. Συλλαμβάνεται, καταδικάζεται «εις θάνατον», αλλά κάτω από τις διεθνείς αντιδράσεις φυλακίζεται και εκεί αρχίζει ίσως ο μεγαλύτερος αγώνας του. Μπροστά στα απίστευτα βασανιστήρια αυτός βγάζει γλώσσα στους βασανιστές του, τους δείχνει ότι δεν φοβάται τίποτα, ούτε το θάνατο ούτε τα μαρτύρια και βρίσκει διέξοδο στην ποίηση, η οποία θα γοητεύσει ακόμη και τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι.
Δεν ήταν της αριστεράς, δεν θα μπορούσε να ήταν κανενός, τα καλούπια και τα σχήματα δεν του ταίριαζαν. Ήταν ένας άνθρωπος αντισυμβατικός, ένας ιδεολόγος, που δεν άντεχε την τυραννία, δεν έκανε εκπτώσεις στην αξιοπρέπεια. Για όσους τον γνώρισαν ήταν απλώς ένας άγιος με πάθη. Θα γίνει σύμβολο. Το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι «Ένας άντρας» θα τον τοποθετήσει παγκοσμίως δίπλα στους αγίους των εξεγερμένων, όλων αυτών που δεν άντεχαν την καταπίεση των λαών τους.
Ένας αυθεντικός λαϊκός ήρωας δεν έχει ανάγκη τα βιβλία. Τα βιβλία τον έχουν ανάγκη. Και σίγουρα οι λαοί…
ΑΠΕ