Ελλάδα

“Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν”

“…Ο Ασλάν Καπλάν έτρεξε φουριόζος προς το Σιντριβάνι που είχε φτιάξει ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, στην ανοιχτόκαρδη πλατεία που παλιότερα την λέγανε Ταξίμ, και μπήκε στο καφενείο «Το Σουφλί». Στο περίβλεπτο σημείο που βρισκόταν είχε γίνει με τον καιρό κέντρο διερχομένων. Υπήρχαν στην πλατιά αυλή του ψηλά πλατάνια απ’ τα οποία, από τότε που η πόλη πέρασε στα χέρια τους, οι Οθωμανοί συνήθιζαν να κρεμάνε γκιαούρηδες, ενώ στο διπλανό χώρο γίνονταν ανασκολοπισμοί και άλλες φρικαλεότητες. Ωραίο μαγαζί, με περιποίηση καλή, έδινε εκείνη τη χρονιά παραστάσεις κι ο καραγκιοζοπαίχτης Χαρίλαος, που τραβούσε πολλή πελατεία με το ανεξάντλητο ρεπερτόριό του και την υπέροχη φωνή βαρύτονου που διέθετε… Ο Τουρκαλβανός μπήκε σεκλετισμένος κι ορεξάτος για καβγά. Κάπου έπρεπε να ξεθυμάνει…”

Η γλώσσα πάλι…

Η γλώσσα ως πρωταγωνίστρια, λιοντάρι και τίγρης μαζί (Ασλάν-Καπλάν), “κατασπαράσσει”, επιβάλλεται, προβληματίζει, ταξιδεύει, μαρτυρά και θρυλείται, μαγεύει, εξάπτει τη φαντασία, καθορίζει τις έννοιες και τα πάθια και τις εικόνες που συν-αισθάνεται ο αναγνώστης από το εξώφυλλο ως και την 370η σελίδα του 35ου βιβλίου και τέταρτου κατά σειρά μυθιστορήματος του Θωμά Κοροβίνη με τον τίτλο “Ο Θρύλος του Ασλάν Καπλάν”.

Η γλώσσα πάλι -πιο ισχυρή ως φορέας μετάδοσης της ιδέας, της αίσθησης, της ανθρωπογεωγραφίας, των εννοιών της εποχής, και δεκάδες μελέτες, παραπομπές σε λεξικά, πλούσια βιβλιογραφία, προσωπική έρευνα και… η Θεσσαλονίκη- εκατό χρόνια πριν ως λογοτεχνικό σκηνικό, στο οποίο “κινούνται και …φλέγονται (από έρωτα, πάθη και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 οι ήρωες και αυτού του μυθιστορήματος του …Σαλονικιού Θωμά Κοροβίνη.

Η γλώσσα πάλι. Στο βραβευμένο και παρουσιασμένο σε σειρά και θεατρικών εκδοχών “Γύρο του θανάτου” ήταν η ελληνική και οι πολλαπλές εκδοχές της (του περιθωρίου, απλή καθαρεύουσα, δημοτική, αρχαΐζουσα, των λούμπεν), όπως αυτή μιλιόταν στη μετεμφυλιακή δεκαετία του ’60, στη Θεσσαλονίκη, από τους αστούς της παραλίας μέχρι τους θαμώνες των χαμαιτυπείων, τους πρόσφυγες της Τούμπας και τους δικαστές της εποχές…

Εδώ, στις 370 σελίδες του “Θρύλου του Ασλάν Καπλάν”, οι ήρωες μιλούν βουλγαρικά, ρωσικά, τουρκικά, εβραϊκά (σεφαραδίτικα), ελληνικά, ελληνικά αργκό, του τεκέ, ολίγα γαλλικά (των…”πουρκουάδων”) και λιγότερα αγγλικά (των …”Τόμυδων” – της στρατιάς της Ανατολής). Ολούρμου τζάνουμ…

-“Εσείς το βλέπετε έτσι… Δεν είναι ‘επίδειξη’ της πολυ-γλωσσικής επάρκειας που διαθέτει στη φαρέτρα του ο συγγραφέας… Είναι μόνο ένα από τα εργαλεία για την ανάδειξη του ανθρωπολογικού ιστού της πόλης στη συγκεκριμένη περίοδο” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (όπου και παραχώρησε για προδημοσίευση το υπό κυκλοφορία νέο μυθιστόρημα του) ο Θωμάς Κοροβίνης.

Και διευκρινίζει: “Εξάλλου αυτό είναι κοσμοπολιτισμός στον αστικό ιστό της πόλης. Η επιμειξία των γλωσσών. Η γλωσσική ποικιλία. Το 1917, η Θεσσαλονίκη είχε ακόμη διαπολιτισμικό χαρακτήρα. Δεν είχε ακόμη επιτευχθεί η μετάλλαξη της πόλης από τρίγλωσση σε εθνική πόλη- αυτό που λένε ως “ελληνοποίησή” της. Την επιμειξία των γλωσσών την πρόλαβα παιδί ακόμα, στα τέλη της πέμπτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, στην κεντρική αγορά της πόλης, το Μοδιάνο. Εκεί, άκουσα τον χριστιανό Έλληνα μανάβη να απευθύνεται στον Εβραίο πελάτη στα εβραϊκά. Άκουσα δυο-τρεις δεκαετίες αργότερα στην Κωνσταντινούπολη τον Εβραίο πωλητή δίσκων να μιλά τουρκικά και ελληνικά μαζί- και εβραϊκά… Αυτό είναι ο κοσμοπολιτισμός στον αστικό ιστό. Κι η διαφορά είναι τεράστια. Άλλο η επιβεβλημένη παντοκρατορία των αγγλικών -αυτό που συμβαίνει σήμερα, να με βομβαρδίζουν Αμερικάνοι κι Εγγλέζοι μέσα στη χώρα μου κι εγώ να πίνω κόκα κόλα και να στέλνω μηνύματα στα αγγλικά στο F/b ακούγοντας παράλληλα ροκ…”.

Ο αφηγηματικός χρόνος του μυθιστορήματος ακολουθεί την ασίγαστη φωτιά που πυρπολεί τις ψυχές και τα σώματα δύο εραστών, για τριάντα δύο ώρες, Δίπλα και πάνω από την πυρκαγιά που κατακαίει το ίδιο διάστημα το κέντρο της πόλης, στις 6 και 7 Αυγούστου του 1917…

“Ο Ασλάν Καπλάν ήτανε μάγκας μερακλής. Ένας ασυναγώνιστος ερωτύλος. Όπου έριχνε τη ματιά του άναβε φωτιές και το ‘ξερε. Κι ήταν πάντοτε πρόθυμος να τις σβήσει. Είχε αξίες που τις πίστευε βαθιά και δεν τις πρόδιδε ποτέ: μπέσα, τιμιότητα, φιλία, φιλοπατρία, δικαιοσύνη. Κοντά σ’ αυτά και βαθιά πίστη στα πάθη του. Ο έρωτας ήταν το δυνατότερο, η ίδια η μοίρα του θαρρείς. Ο Θρύλος του Ασλάν Καπλάν εξιστορεί το φλογερό και μοιραίο ερωτικό ρομάντζο ανάμεσα σε έναν Τουρκαλβανό, παλικαρά, καρδιοκατακτητ? και ιδιότυπο εκφραστή της λαϊκής δικαιοσύνης, και μια Ισπανοεβραία, πεντάμορφη τραγουδίστρια του καφέ-αμάν, διωγμένη από τους κόλπους της σεφαραδίτικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης” επεξηγεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

“…Να μαζευτούν λοιπόν και να κάνουν λιτανείες έπρεπε όλοι μαζί, παπάδες και ραβίνοι και ιμάμηδες, να μας λυπηθεί και να φυσήξει, νε γκιουζελίκ[5], να έρθουν οι κάτοικοι στα συγκαλά τους, να κάθεσαι στην παραλία και να σεργιανάς καρσί[6], μέχρι τον Όλυμπο, πεντακάθαρα, λες και βλέπεις με τηλεσκόπιο. Δεν ήταν για να φυσήξει σαν τώρα, που έψηνε η προσφυγίνα τις μελιτζάνες της, όπως λένε, για να μαγειρέψει το καλού της το ιμάμ ή το χιουνκιάρ! Πάρε, ρίξε μια ματιά και στα χαμπέρια. Ορίστε! Ελληνικές! Διάβασε το «Φως». Στον πάγκο έχω και την «Μακεδονία». Έχω και τουρκικές. Να, η «Χαβαντίς». Κοίταξε το πρωτοσέλιδο, το συμμαχικό πλοίο που καίγεται στην φωτογραφία. Έχω και μια εβραίικη, την «Λα Λιμπερτάδ», παρόλο που σπάνια έχουμε εδώ Σπανιόλους πελάτες. Μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά! Δες άλλη φωτογραφία! Κόντεψε να καεί η «Οθωμανική τράπεζα» στον Φραγκομαχαλά! Όλους τους παράδες μου τους έχω εκεί μέσα, όλες μου τις καταθέσεις!

-Την έχουν βάλει στο μάτι μου φαίνεται την πόλη μας.

-Δεν ξέρω, καρντεσίμ, κάτι γίνεται πάντως. Όλοι οι διαόλοι κουντούρντισαν και γυρεύουν το κακό της. …

-Άλλη ζημιά να μη δούμε, άλλο φελακέτι[9]

-Μήπως, αδερφέ μου, ήμασταν καλύτερα πέρυσι που έκανε ο Βενιζέλος ανεξάρτητο κράτος; Κάτι ήξερε αυτός!

-Τι γυρεύουμε εμείς με την Παλιά Ελλάδα; Πώς να κάνουμε χωριό; Αυτοί τώρα μας στέλνουν εδώ πάνω όλους τους καλαμαράδες και τους μπασκίνες και θα μας αλλάξουν τα φώτα. Ξέρεις τι ξύλο πέφτει μέσα στα καρακόλια άμα ζαμακώσουν κανένα αλητάκι; Για το τίποτα! Για ένα σιμίτι! Με τις αλυσίδες τα σέρνουν τα παιδιά αυτοί οι κύριοι!…

…-Αν ρωτάς, για λογαριασμό μου, την Θεσσαλονίκη την θέλω ελληνική. Τώρα που το κράτος έγινε ελληνικό και πάει να στρώσει θα’ χουμε κι εμείς την ησυχία μας. Να μην έρχεται ο καθένας και την ζητάει για να μεγαλώσει τα σύνορά του!”.

Στο μυθιστόρημα εκτός από τον “απόλυτα κατασκευασμένο θρύλο του Ασλάν Καπλάν” (θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονικώτικη και πλέον περιπαθής “εκδοχή” του Σμυρνιού Τσακιτζή) αναδύονται προσωπικότητες ιδιαίτερες – χαρακτηριστικές της εποχής. Η ετεροθαλής αδελφή -και ερωμένη του Ασλάν/Καπλάν, η Σαλώμη- η Εβραία τραγουδίστρια, θεία Εσθήρ, η χειρομάντισσα γιαγιά του Ασλάν (καφεμάντης και χειρομάντισσα), δισεγγονή του Αλή Πασά, ο μουσουλμάνος καφετζής Σαμπρή Μπέης, οι Τόμυδες (Εγγλέζοι) και οι “πουρκουάδες” (Γάλλοι) στρατιώτες της στρατιάς της Ανατολής…

“Η ιστορία είναι απόλυτα μυθοπλαστική. Έφτιαξα ένα θρυλικό ήρωα -μυθιστορηματικό εντελώς, ερωτύλο, τοποτηρητή, με τον τρόπο του, τής λαϊκής δικαιοσύνης, με μόνη ιδεολογία τη Θεσσαλονίκη. Μια Θεσσαλονίκη, που παρά την παρουσία των δυτικών στρατευμάτων, δεν έχει τίποτα δυτικότροπο. Είναι μια ανατολίτικη πόλη βυθισμένη στον βυζαντινισμό… Η μόνη επιδίωξή μου ήταν η λογοτεχνική ανασύσταση της ανθρωπογεωγραφίας της εποχής και της πόλης με έμφαση στον λαϊκό πολιτισμό -ίσως και τον περιθωριακό που ήταν πιο έντονος. Οι ήρωες εν μέσω ερωτικής παραφοράς οδηγούνται σε κρεσέντο ερωτικού πάθους …” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας.

“Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν” του Θωμά Κοροβίνη πρωτοπαρουσιάζεται το βράδυ του ερχόμενου Σαββάτου, στις 8 μ.μ, στην αίθουσα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού (περίπτερο 15) της 15ης ΔΕΒ, από τις εκδόσεις “Άγρα” που κυκλοφορούν κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν τα τελευταία χρόνια τα έργα του συγγραφέα.

Β. Χαρισοπούλου

Back to top button