ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Παρέμβαση Γιάννη Αλκιβιάδη με αφορμή τον εορτασμό της 9 Μάη 1945

Για την ιστορική νίκη των συμμάχων  ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό – Νίκη που σήμανε και το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου 

Πριν από μερικές μέρες έγιναν στην πόλη μας εκδηλώσεις μνήμης για την συμπλήρωση 74χρόνων , από την ημέρα(τέλη Μαρτίου 1944) που οι ναζί κατακτητές συνέλαβαν και έσυραν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια στην Γερμανία εκατοντάδες συμπατριώτες μας Καστοριανούς Εβραίους.  Από την κόλαση αυτή του φασισμού επέστρεψαν ελάχιστοι ζωντανοί (λέγεται ότι είναι περίπου 35 άτομα).

Αποτελούν λοιπόν ελάχιστο φόρο τιμής τέτοιες εκδηλώσεις (και πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο) για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.  Να γνωρίζουν για τις θηριωδίες και τα εγκλήματα του φασισμού και των ναζί  σε βάρος των πολιτών της Καστοριάς.  Των Εβραίων της Καστοριάς-των Ελλήνων Εβραίων.  Ποτέ ξανά φασισμός  και ναζισμός και δεν ξεχνώ, είναι συνθήματα που πρέπει να μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, γιατί αν ξεχάσουμε είναι σαν η θυσία τους να πηγαίνει χαμένη.

Τις μέρες αυτές και λόγω των εκδηλώσεων που προανέφερα ειπώθηκαν πολλά. Άλλα σωστά άλλα δίκαια και άλλα τραβηγμένα.  Θα ήθελα λοιπόν να καταθέσω και εγώ την άποψη μου σ’αυτόν τον διάλογο που πρέπει  οπωσδήποτε να ανοίξει , ψύχραιμα χωρίς φόβο και πάθος μόνο με στοιχεία και χωρίς φανατισμούς.

  • Είναι αλήθεια ότι για πολλές εκατοντάδες χρόνια (ίσως και 1000) ζούσαν ειρηνικά στην Καστοριά πολλοί Καστοριανοί Εβραίοι.
  • Είναι αλήθεια ότι συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της πόλης σε όλους τους τομείς.
  • Είναι αλήθεια ότι η περιοχή Μητροπόλεως ήταν το λεγόμενο Εβραιϊκό  Τσαρσί εμπορικό κέντρο της παλιάς Καστοριάς.
  • Τόσο πριν τον Παγκόσμιο πόλεμο αλλά και αμέσως μετά οι εβραίοι συμπολίτες μας, σαν έλληνες πολίτες απολάμβαναν ισότιμα όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν το ελληνικό σύνταγμα.
  • Είναι αλήθεια ότι νέοι Εβραίοι είχαν ενταχθεί στην εθνική αντίσταση και πολέμησαν τον Γερμανό κατακτητή μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ.
  • Είναι απαράδεκτο να μη προβάλλεται η ιστορική αλήθεια της ύπαρξης της Εβραιϊκής κοινότητας Καστοριάς (μόνο καλό μπορεί να φέρει στον τόπο).
  • Και είναι εξοργιστικό να αποσιωπάται. Δεν μπορώ να διανοηθώ ποιόν ενοχλεί το θαυμάσιο αυτό δείγμα ειρηνικής συνύπαρξης και πολιτισμικής συνεργασίας.
  • Είναι σωστό ότι αδικήθηκαν.
  • Είναι σωστό ότι ‘’επιτήδειοι’’ (που στην λαϊκή συνείδηση λέγονται δοσίλογοι ή γερμανοτσολιάδες), καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη τους και βανδάλισαν τις περιουσίες  τους μαζί με τους Γερμανούς.
  • Είναι σωστό ότι μετά τον πόλεμο μερικοί προσπάθησαν να καταπατήσουν  τις ιδιοκτησίες τους, όπως  επίσης είναι γνωστό  ότι οι περιουσίες μετά τον πόλεμο και κυρίως την δεκαετία του 50 διεκδικήθηκαν μέσω της κοινότητας των Εβραίων Ελλήνων της Θεσσαλονίκης, με την συμβολή πολλές φορές ανιδιοτελώς διακεκριμένων δημοκρατών δικηγόρων της Καστοριάς.
  • Είναι λοιπόν λάθος η άποψη που προωθεί την θεωρία της συλλογικής ευθύνης των Καστοριανών του Ιστορικού Κέντρου. Τους εφιστώ την προσοχή καλοπροαίρετα και τους υπενθυμίζω ότι οι θεωρίες συλλογικής ευθύνης είναι δημιουργήματα φασιστικής έμπνευσης. Και σ’αυτές στηρίχθηκαν όλες οι γενοκτονίες αλλά και το ολοκαύτωμα των Εβραίων.
  • Άρα οποιαδήποτε περιστατικά αδικιών θα πρέπει να αναφέρονται ή να καταγγέλλονται επώνυμα. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να βγουν τα σωστά και χρήσιμα ιστορικά συμπεράσματα.

Σαν φόρο τιμής προς τους συμπολίτες μας Εβραίους αλλά και σαν απόδειξη για το πόσο ειρηνικά-αρμονικά και αγαπημένα ζούσαν οι κάτοικοι της Καστοριάς ανεξαρτήτως θρησκεύματος παραθέτω το κείμενο λαογράφημα που έγραψε η μητέρα μου Ελένη Αλκιβιάδου σε εφημερίδα της Καστοριάς στις 7/2/1981.

Ευχαριστώ

Ι.Αλκιβιάδης                

 

ΕΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ ΤΗ 7-2-1981

ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΑ ΜΑΜΠΕΤΙΑ

ΤΑ ΟΥΒΡΕΪΚΑ

Της Ελένης Αλκιβιάδου

Σε περασμένο φύλλο είπα ότι θα ν’άγραφα και για τα Ουβρέϊκα. Ου μαχαλάς αυτός άλλαξεν πουλύ. Να’ρθη ένας παλιός Καστουργιανός, θα σιαστίσει και δεν θα ξαίρει που βρίσκεται.

Όλα τα παλιά Ουβρέϊκα σπίτια, γίνκαν πουλυκατοικίγιες. Άλλοι κόζμοι αραδίζουν σήμερα. Κι’όμως πριμ τουν πόλεμο, ζούσαν εδώ ήσυχα τόσοι νοικουκυραίοι Ουβροί με τις φαμίλιες τους.

Άνθρουποι καλοί και δουλευτάρηδες. Αυτοί είχαν τα καλλίτερα εμπουρικά στου τσιαρσί και στου παζάρι. Οι Ουβροί ήταν και πουλύ Θρήσκοι. Παρασκευή βράδυ άμα περνούσεν ου Τσιήνος και φώναζεν ότι χιρνούσεν η αργία του Σαββάτου παρατούσαν όλες τις δουλιές.

Την ημέρα του Σαββάτου δεν έκαμναν τίπουτας. Πριν να μας βάλουν τα ληχτρικά, σ’όλα τα σπίτια το βράδυ άφηναν τζιτζιρουμένη μια λαμπούσκα, για ώρα ανάγκης. Ούντε αυτήν την λάμπα δεν σβούσαν οι Ουβρές.

Καρτερούσαν να περάσουν παιδιά που πάηναν σκουλειό και τα φώναζαν: Αμπρέ καλιό πιδί έλια λίγου να με σβύνεις του λάμπα. Θα σε δίνου σπόργια ή κουλάτσι. Σαββάτο και γιουρτές όλες οι Ουβρεϊκές πόρτες γιόμιζαν τσέφλες απού σπόργια και απού κάτι άλλα που τάτρουγαν αυτοί.

Λούπινα σάματι τάλιεγαν. Πουλύ έτρουγαν και τα καϊσουκόκκαλα. Του καλουκαίρι όταν η μάνα μου έφκιανεν του γλυκό του καϊσάτο και την μαρμαλάδα με τα καϊσια πόπερνεν απ’τουν Μπάρμπα Αντώνη, πού είχεν τουν μπαξιέ ηκεί που είναι σήμερα τα πρακτορεία, μάζουνα τα καϊσουκόκκαλα και τα πάϊνα στην κυρά Μποϊνα, κι’αυτή μ’έδινεν καμιά χούφτα χάντρες χρουματιστές.

Ηγώ χαίρουμουν, θαρρούσα ποιος ξαίρει τι έπαιρνα. Πάηνα σπίτι μου, έκουβα μια ουτρά ράμμα, τις περνούσα κι’έφκιανα μπιλιντζίκια για τε μένα και για τις μικρότερες αδερφές μου. Η κυρά Μποϊνα έφκιανεν με του βελόνι ωραίες πουπούλκες(μπιμπίλες) η μπεντέμνια που τάλιεγεν ηκείνη.

Μαλιουγράδου μ’ήλιεγεν έλα να σι μαθαίνου λίγου για να φκιάνεις του προίκα σου. Αμά ηγώ δεν είχα μεράκι. Η αξαδέρφη μου η Νούμτα πάησεν κι’έμαθεν. Οι Ουβροί γιόρταζαν τις γιουρτές του Πάσκα, μια άλλη γιουρτή τα καλάμια, και άλλες που δεν τις ξέρω. Γένουνταν και ραγκουτσιάργια, γκαράσχια που τάλιεγαν αυτοί. Αδουκιούμαι που ανέβαινάμε, να κάμουμε σεργιάνι.

Τα ουβρόπλα φκιασμένα ρίχνουνταν και τραγουδούσαν αυτό του τραγούδι:

«Οπλις μάγκα δεν σι θέλου πχιά

να μη ξαναπεράσεις σ’αυτό του γειτουνιά

κι’αν είσι κι’αν δεν είσι του Δημάρχου πιδί

Ηγώ δα σι φιλίσου κι’ας πάνου φυλακή».

Και δός το χόρευαν και χαίρουνταν. Που νάξεραν τα έρμα τι τα περίμενεν.

Κι ήρθεν ου πόλεμος του 40 και βρέθκεν ένας παράφρονας αρχηγός μεγάλου κράτους, κι’έκαμεν αυτό του Πογκρόμ που του λιέν, και εξαφάνισεν χιλιάδες Ουβρεϊκές φαμίλιες απ’τα μέρη που κυρίεψεν.

Όπως διάβαζα σε μια φυλλάδα μόνε απ’τη Γαλλία έμασε 800.000 νουμάτους. 400.000 τρανούς και 400.000 παιδγιά.

Κι’έτσι χάθκαν οι καημένοι οι συμπατριώτες μου οι  Ουβροί. Σήμερα μόνο μια οικογένεια υπάρχει. Ο Τζιάκος που έχει μαγαζί στου παζάρι και πουλάει μηχανές.

Τώρα θα γράψω σαν για μνημόσυνο τα ουνόματα απού όσους αδουκιούμαι. Ανεβαίνοντας απ’του Κουτσίδη τουν ανήφερο, πρώτη αντάμουνάμε την Μαζαλτώ, στη βρύση που ήταν στου Μπακάλη τη πόρτα. Ποιος Καστουργιανός δεν θα ξαίρει την Μαζαλτώ με τα πυκνά κατσαρά ξανθουκόκκινα μαλλιά της; Με τις πρέκνες της, και με την γκούρμπα της.

Ανύπαντρη απόμκεν η έρμη, από του ελάτουμά της. Αμά στουλίζουνταν σαν λατέρνα. Τι γκιουρντάνια τι μπιλιντζίκια, τι σκουλαρίκια…Απού κουκκινάδια…άφκε. Σουφάτη γένουνταν.

Στους βουμβαρδισμούς κατέβαινεν πουλλές ταχινές με τουν μπουξιά της. Που πας Μαζαλτώ, την ρουτούσαμε. Κι’αυτή αποκρένουνταν. Αϊ, που θα πααίνω; Στου γκουλουμπινίτσα πααίνου.

Πάαινε η μπουγιά να φυλαχτεί απ’τ’αεροπλάνα. Κουντά στον σπίτι της κάθουνταν η Χανά με τουν αδερφό της τουν Άλτζιο, που γυρνούσεν με τις πραμάτιες στη πλάτη, και πουλούσεν κάμποτ, ρετσίνες, χασέδες, πισκίργια. Κι’άμα τουν έκαμναν κανένα παζάρι ου ‘Αλτζιος φώναζε: Μα την πίστη ζημνιώνου.

Απ’του Μαγαλιού του σπίτι απού κάτω ήταν του σπίτι του Τσιαπάρτσιε. Αυτοί ήταν δυό αδέρφια, κι’είχαν μπακάλικο και ψιλικατζίδικο μαζί. Ο τρανός ήταν γιουμάτος  μπαζντραβίτσες στα χέρια και στα μούτρα.

Παν του Μαγαλιού πάλιε, κάθουνταν η Σόλτσιη με τα 4 παιδιά της. Τα τρανύτερα ήταν κουρίτσχια. Η Σουλίκα και η Βιγίδα που τις είχα και φιλινάδες. Η πούστα η Σόλτσιη όλο έπλενεν. Ου νερουχύτης της έτρεχεν έναν γκερεμέν και γιόμιζεν του σουκάκι με σαπουνάδες και με ζουλά. Για τ’αυτό άμα τηρούσαν και καμιά δική μας να πλιένει συνέχεια κανά δυό μέρες, τη πείραζαν σαν τη Σόλτσιη.

Πάρα πάνου κάθουνταν ου Μουσιόνης, που πουλούσεν σπόργια, με τα παιδιά του. Η τρανή η θυγατέρα του η Μέρκα ήταν δασκάλα στου ουβρέϊκο του σκουλειό.

Παρέκει κάθουνταν η Στέρη, με τουν άντρα της του Σαλαμό και την κόρη τους Ραχέλη, που ήταν μουδίστρα, και την έπερναμε μεριάτικο και μας έραβεν.

Ου χαμάμης ήταν ου Δεσπότης τους. Όπως μ’είπεν του Κώτσιου του Πηχιώνη ου γιός ου Αναστάσης, που πήρεν σύνταξη απ’του στρατό που ήταν γιατρός για τα μάτια, και τώρα πααίνει στη Θεολογία, για να πάρει κι’αυτός του πτυχίο σαν τουν πατέρα του. Χαμάμης στα Ουβρέϊκα θα ειπεί Σουφός Προυφήτης. Γιτί ηκεί τους μαθαίνουν και Ουβρέϊκα.

Ου Ζακίνος που μας ήφερνεν τα τηλεγραφήματα. Ου Μπιαμής ου τελιάλης, που βρουντούσεν η φουνή του, σαν φώναζεν το (Ακούσατι Πουλίτις).

Μόλις εφτανάμε στου Τσιαρσί ου πρώτος που θα τηρούσαμε ήταν ου Μπιγιάμος με τα’αντερί,που πάαινε κι’έρχουνταν απ’του Ράτση του μαγαζί,ως την Αίγλη.Χαιρέτα Μπιγιάμο τουν ήλιεγε του κάθε παιδί που περνούσεν. Κι’ου Μπιγιάμος γελαστός πάντα ήβγανεν του λιγδιασμένο κασκέτο του και χαιρετούσεν.

Στου Μπουκουβίνα του παλιό, είχαν μαγαζί ου Σίμκας ου μπαλουματσής, και ου Μόσχος ου κασάπης.

Αντίκρυ απ’τον Μπίβουλα στουν κιουσέ ήταν ου Γιάκος που πουλούσεν ζαχαρικά. Καρσί απ’του Γιάκο ήταν του σπίτι του Μιραλάϊτις, απού κάτου είχεν μανάβικο ου Κούτσιος ου Μπαλουμένος. Τουν ήλιεγαν μπαλουμένον γιτί στου ένα του μάγουλο είχεν ένα τρανό κόκκινο σημάδι σαν σταφύλι.

Απου δίπλα ήταν μαγαζιά της Νούμτας της Σιούλας, που ήταν πεθερά του Απουστόλη του Βλάση. Ποιοι ήταν σ’αυτά δεν αδοκιούμαι. Ηκεί γύρου είχαν μαγαζιά. Ου Κουτσιέλης, ου Μάγγος ου Μπάτοτσιης. Ηκεί που είναι σήμερα του Καραμάνου του καφενείο ήταν ου Μιραλάης και πουλούσεν μπουγιές σάματι. Απού δίπλα ου Καλέβης που είχεν την φάμπρικα στους μύλους. Στου σπίτι του δικό μου, ήταν ου μπαλουματσής, και ου Μιναχέμ ου τενεκετζής. Στου μαγαζί του Γκουγκουλίτσα ήταν ου Γιάκος ου τζιαμτζής.

Απ’του Γιάκο έπαιρναν μουχαέρικα πιάτα και πουτήργια σ’όλες τις χαρές. Ηκεί που είναι σήμερα ου Τσακαλίδης ήταν ου Σαλαμότσιης με τουν γιό του τούν Ζιάκο. Είχαν του καλλίτερο κατάστημα Νεωτερισμών. Ότι ήθελες ηκεί τόβρισκες.

Απού δίπλα είχεν εμπουρικό ου αδερφός του ου Αβράμης και ου Σουμαγιάς. Στην γουνιά που είναι η καφετέρια, κάτου απ’του Δημαρχείο ήταν ου Μπγιαμής ου Κομφίνο, που είχεν του μεγαλύτερο εμπορικό. Αυτός είχεν δυο παιδιά τον Βιτάλη παντρεμένου και τον Πέπο. Είχεν κι’έναν υπάλληλον που τουν ήλεγαν Μάκη.  Όπως άκουσα ου Πέπος πήρεν είδηση ότι θα τους μάζουναν και έφυγεν στη Σαλουνίκη για να κρυφτεί.

Αμά τουν είδαν δικοί μας, τουν πρόδουκαν στους Γερμανούς, κι’αυτοί τους έπιαναν και τουν σκότουσαν. Όπως και του Πισιρίλο τη τσιούπω. Απέναντι απ’του Μπιγιαμή είχεν ου Τζιάκος τις μηχανές Γκρίτζινερ, και πιο πάνου ήταν ου αντιπρόσωπος απού τις μηχανές VERITAS δεν αδουκιούμαι τόνουμά του.

Άλλοι ήταν ου Ισκάκης, ου Ντουμαζέτης, ου Πούπες, ου Σαραμπέλιας ,ου κασάπης, ου Πισιόνης κι’ου Πάμπος με τις πραμάτιες, ου Μουσούλας, ου Αλισιάς ου χαμάλης, ου Σούσας, ου Ντουμαζέτης, ου Σύρτος με τη Σύρταινα. Σύρταινα βγαλ’την κασίδα σου την φωνάζαμε κι’αυτή τραβούσεν του πόσιη της, και μας έδειχνεν την κασίδα που είχεν στου κεφάλι. Ου Μουσιόνης του Μουσιάτα.

Ου πατέρας μου τραγουδούσεν ένα τραγούδι για τη Μουσιάταινα. Θα νάηταν φαίνειται όμορφη και της ήβγαλαν αυτό του τραγούδι.

Στης Μουσιά στης Μουσιάταινας την πόρτα που μας έ,

που μας έπιασαν την κότα.

Τέτοιο παταρντί, μωρέ τέτοιο παταρντί

τέτοιο παταρντί, που δεν τόχω ξαναδεί.

Και τελευταίος απόμκεν ου Μπουχώρης ου χαμάλης. Όλην την εβδουμάδα ου Μπουχώρης με του σαμάρι στην πλάτη κουβαλνούσεν άλευρα. Τότε οι κόζμοι ζύμουναν ψουμί στα σπίτια τους, κι’επαιρναν  τ’αλεύρι με τα σακιά.

Αμά του Σάββατο γένουνταν κόντης, έπαιρνεν και τα παιδιά του καλουντυμένα κι’αυτά κι’ήβγαινεν στου τσιαρσιή. Καμπόσα μεχέγγια άμα τουν τηρούσαν ήβγαιναν απ’τα μαγαζιά και τουν πείραζαν. Τι όμορφα παιδιά που έχεις μπρέ μπουχώρη, τουν ήλιεγαν κι’αυτός γελαστός τους απαντούσεν. Ε τι να κάμου… Αζ είνι καλά κι’οι φίλοι και γελούσαν.

Μια φουρά,τουν σταμάτησαν φουρτουμένου τουν έρμο και τουν λιέει ένας. Μπουχώρη αλλάζουμε γυναίκες; Θα σε δώκω ηγώ τη δική μου, και θα πάρω τη δική σου. Κι’ου Μπουχώρης γυρνάει στους άλλους και λιέει ειρωνικά. Ακούτε μπρέ τι μι λιέει. Να τουν δίνου πρώτου χέρι μάκαινα κι να μι δίνει πίτερα, κι’έφυγεν γελώντας. Η αλήθεια είναι ότι είχεν όμορφη γυναίκα, κατά τα λεγόμενα, γνωστού Μαέστρου.

Αυτά για τους συμπατριώτες μας Ουβρούς που ύστερα από τόσα χρόνια σχεδόν έχουν ξεχαστεί. Αφού όμως έγραψα τόσα ας γράψω και το τραγούδι της Εβροπούλας που τόσο τραγουδιότανε σε βεγγέρες και στα καρναβάλια.

Ένα Σάββατο βράδυ ντα βάϊ βάϊ

Μια Κεργιακή προυϊ

Βήκα να σεργιανίσω, σεργιανίσω στο εβραϊκό το τσιαρσιή.

Βρίσκω μια κόρη, κόρη

εβροπούλα

στην πόρτα λούζουνταν ωχ

αμάν, αμάν

Καλή μέρα της λιέγω εβροπούλα

γίνεσαι χριστιανή

Να λούζεσαι Σάββατο Εβροπούλα

ν’αλλάζεις Κεργιακή.

Τώρα τι απάντησε η εβραιοπούλα δεν το ξαίρω. Αυτό ξαίρω απ’τον πατέρα μου. Αν κάποιος μεγάλος ξαίρει και πάρα κάτω ας μας το γράψει.

 

 

                                                               

Back to top button