Τα δημόσια οικονομικά της Τουρκίας θα μπορούσαν να επιδεινωθούν με ραγδαίο ρυθμό, εάν οι Αρχές της χώρας αποτύχουν να ανακόψουν την τρέχουσα πίεση στο νόμισμά της και το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης, ανέφερε σήμερα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P.
Ο S&P αξιολογεί το αξιόχρεο της Τουρκίας ήδη χαμηλότερα από τους δύο άλλους μεγάλους οίκους (τον Moody’s και τον Fitch) στη βαθμίδα ΒΒ- μετά την υποβάθμιση αυτό τον μήνα, αλλά ένας από τους πιο υψηλόβαθμους αναλυτές της για το αξιόχρεο χωρών, ο Φραν Γκιλ, δήλωσε στο Reuters ότι μπορεί πιθανόν να δράσει πάλι, αν συνεχισθεί η τρέχουσα άτακτη υποχώρηση της αγοράς. Ερωτηθείς, αν ο S&P θα επανεξέταζε τις «σταθερές προοπτικές» που είχε αποδώσει στο τουρκικό αξιόχρεο, όταν έκανε την υποτίμηση, εφόσον δεν υποχωρήσει η πίεση στην αγορά, ο Γκιλ απάντησε «πιθανόν».
Η αστάθεια της τουρκικής οικονομίας
Έναν μήνα περίπου πριν τις εκλογές ο Τούρκος πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση – βασικός λόγος η οικονομική κατάσταση στη χώρα του. Ναι μεν η Τουρκία εμφάνισε πέρυσι ρυθμό ανάπτυξης 7,4%, ωστόσο πολλοί οικονομολόγοι αμφιβάλλουν ότι τα συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Ακόμη κι αν θεωρήσει κανείς αξιόπιστα τα επίσημα στοιχεία, τα προβλήματα είναι εξόφθαλμα.
Η ανεργία είναι υψηλή -κυρίως σε άτομα νεαρής ηλικίας. «Ένα σημαντικό μέρος της ανάπτυξης στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση», επισημαίνει ο Ερντάλ Γιαλτσίν, καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στην Ανώτατη Σχολή της Κωνσταντίας (HTWG). Ο καθηγητής κάνει ακόμη λόγο για μεγάλα κατασκευαστικά έργα του κράτους, αλλά και δαπάνες επιχειρήσεων και νοικοκυριών που στηρίζονται σε δάνεια.
Την ίδια ώρα η τουρκική λίρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση –σοβαρότατο πρόβλημα για μια χώρα που εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει. Ο ρυθμός του πληθωρισμού κυμαίνεται αυτό το διάστημα στα επίπεδα του 11% -υπερδιπλάσιο ποσοστό από τον στόχο που θέτει η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
«Η εμπιστοσύνη των επενδυτών χάνεται»
Η Τουρκική Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να αυξήσει τα επιτόκια προκειμένου να συγκρατήσει την πτώση της λίρας. «Η Τουρκία χρειάζεται εξωτερικά κεφάλαια για να διατηρήσει τη βασισμένη στην κατανάλωση ανάπτυξη», εξηγεί ο Ερντάλ Γιαλτσίν και υπογραμμίζει ότι «η εμπιστοσύνη των επενδυτών χάνεται ολοένα και περισσότερο. Πρόκειται για μια ωρολογιακή βόμβα».
Ωστόσο, ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν πιέζει την Κεντρική Τράπεζα να μειώσει κι άλλο τα επιτόκια. Τα υψηλά επιτόκια είναι «η πηγή κάθε κακού», σχολίασε ο τούρκος πρόεδρος την περασμένη Παρασκευή. Αυτή την εβδομάδα προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, δηλώνοντας στο τηλεοπτικό δίκτυο Bloomberg ότι προτίθεται να θέσει υπό αυστηρότερο έλεγχο την Κεντρική Τράπεζα εφόσον επικρατήσει στις εκλογές.
Σε αυτήν την περίπτωση ο τούρκος πρόεδρος θέτει ένα νευραλγικό ζήτημα για χρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που βεβαίως αντιτίθενται σε αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, απέναντι στις χρηματαγορές στέλνει με αυτόν τον τρόπο καταστροφικά μηνύματα. Η αξία της λίρας υποχωρεί ακόμη περισσότερο. Αυτό φέρνει σε δύσκολη θέση κυρίως τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουν δάνεια σε ξένα νομίσματα. Η πτώση της λίρας καθιστά αυτά τα δάνεια ακόμη ακριβότερα, φέρνοντας πολλές επιχειρήσεις κοντά σε αδυναμία πληρωμών.
Κίνδυνος μαζικής φυγής κεφαλαίων
Οι αποδόσεις των τουρκικών ομολόγων έχουν εκτιναχθεί σε επίπεδα ρεκόρ. Που σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να χορηγήσουν δάνεια στην Τουρκία με τους προνομιακούς όρους του παρελθόντος. Το κράτος, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες δεν έχουν μεγάλα περιθώρια δράσης. Ειδικά σε ένα διάστημα που εξαρτώνται τόσο πολύ από προσιτά δάνεια, απειλούνται με κεφαλαιακή ξηρασία.
Ο Τούρκος πρόεδρος αντιδρά εκτοξεύοντας απειλές εναντίον «του λόμπι των επιτοκίων» και των «εχθρών της Τουρκίας κάτω από τον μανδύα οίκων αξιολόγησης». Τέτοιες μετωπικές επιθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν χωρίς τον φόβο παράπλευρων απωλειών δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Ωστόσο, «αυτή τη φορά μπορεί να γίνει πραγματική ζημιά», σχολιάζει ο οικονομολόγος Ερντάλ Γιαλτσίν. «Θα υπάρξουν χρεοκοπίες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά διότι η άσκηση πολιτικής βασισμένης σε ανάληψη χρεών δεν μπορεί να λειτουργήσει σε διαρκή βάση», τονίζει.
DW, ΑΠΕ