Ο γαλλικός Μάης του 1968 παραμένει ένα σημείο αναφοράς για κοινωνικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο, παρότι έχουν ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα εκείνης της γενιάς. Οι νέοι και από κοντά και η εργατική τάξη καταδικάζουν τον καπιταλισμό, την αυστηρή ηθικολογία, την εργοδοτική αυθαιρεσία. Κυρίως όμως αμφισβητούν κάθε εξουσία, κάθε στερεότυπο της καθεστηκυίας τάξης.
Ήταν ένας Μάης που συντάραξε τον κόσμο και φυσικά και τον κινηματογράφο και μια σειρά από δημιουργούς, που είτε βρήκαν την ευκαιρία να περάσουν τα μηνύματα που ήθελαν πιο εύκολα και να παραμερίσουν τους συντηρητικούς κύκλους του κινηματογράφου που έκαναν κουμάντο, αλλά και να αναγκάσουν τους παραγωγούς να χρηματοδοτήσουν ταινίες που δεν θα είναι απλώς εύπεπτες συνταγές.
Άλλωστε, ο γαλλικός Μάης είναι αποτέλεσμα της αναπάντεχης ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων τμημάτων μιας γενιάς, που δεν είχε μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά είχε την εμπειρία της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Ουσιαστικά το κίνημα της αμφισβήτησης ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, με την έξαρση της ψυχροπολεμικής υστερίας και με τον «βρώμικο» πόλεμο στο Βιετνάμ, που λειτουργεί ως καταλύτης.
Η επέκταση του κινήματος στην Ευρώπη ήταν αναμενόμενη και ειδικά στη Γαλλία, όπου κυριαρχούσε ο συντηρητικός Ντε Γκολ, ο οποίος αποτελούσε ταυτόχρονα το βασικότερο αντίπαλο της αμερικανικής κυριαρχίας στη Δυτική Ευρώπη…
Η σφαγή στο Μι Λάι
Ο αντίκτυπος όλων αυτών των γεγονότων ήταν εμφανής και στον κινηματογράφο και με τεράστια ουρά που έφτασε μέχρι το κλασικό «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόπολα. Το 1968 ήταν και η χρονιά που έγινε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές στο Βιετνάμ. Ομάδα Αμερικανών στρατιωτών εισέβαλε στο χωριό Μι Λάι, 650 χλμ βορείως της Σαϊγκόν, με εντολή να το εξαφανίσουν, καθώς όλοι οι κάτοικοί του θεωρήθηκαν εξ ορισμού ύποπτοι συνεργασίας με τους αντάρτες. Οι Αμερικανοί στρατιώτες σκότωσαν πάνω από 500 ανθρώπους εν ψυχρώ και ανάμεσά τους 173 παιδιά και 76 μωρά. Ήταν ένα περιστατικό από τα πολλά, δεδομένου ότι οι Αμερικανοί ακολουθούσαν την τακτική της «καμένης γης» για να μην έχουν βοήθεια οι Βιετκόνγκ. Άλλωστε, όπως έγινε γνωστό αργότερα, οι Αμερικανοί είχαν ρίξει ως το 1968 στο Βιετνάμ περισσότερες βόμβες απ’ όσες είχαν πέσει σε όλο το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Τα αμήχανα Όσκαρ
Την ίδια εποχή περίπου με τη σφαγή στο Μι Λάι, διεξήχθη η απονομή των Βραβείων Όσκαρ του 1967 (έγινε στις 10 Απριλίου 1968) κι ενώ οι μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ βρίσκονται σε αναταραχή με μπροστάρηδες τους νέους, να ζητούν να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ, αλλά και να αμφισβητούν κάθε στερεότυπο της εποχής. Το Χόλιγουντ δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Στην τελετή των Όσκαρ αναδείχθηκαν νέα αστέρια και το σημαντικότερο προτάθηκαν ταινίες που απηχούσαν την εποχή. Ο Μπομπ Χόουπ που παρουσίαζε για χρόνια την απονομή των Όσκαρ μάλλον έζησε ένα δράμα, αφού οι παρλάτες του ήταν εκτός κλίματος και τα αστεία του, βγαλμένα από το ψυγείο, άφησαν παγερά αδιάφορο το εκλεκτό κοινό της αίθουσας. Πρωταγωνιστές της βραδιάς, ο Γουόρεν Μπίτι με τη Φέι Ντάναγουεϊ στο «Μπόνι και Κλάιντ» του σημαντικότατου Άρθουρ Πεν, να γαζώνουν την εφησυχασμένη τάξη των «νοικοκυραίων», ο Σίντνεϊ Πουατιέ με τον Ροντ Στάιγκερ στο εκπληκτικό και εξαιρετικά δουλεμένο στους χαρακτήρες αντιρατσιστικό δράμα «Ιστορία ενός εγκλήματος» του Νόρμαν Τζούισον που πήρε και το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» του Μάικ Νίκολς, να τρυπώνει στις βίλες της μπουρζουαζίας, να βιάζει το εξουθενωμένο πια «αμερικανικό όνειρο» και να ανακαλύπτει την ηθική, κοινωνική, ψυχική κατάρρευσή της αστικής τάξης. Σημειώνεται ότι στο κλίμα ήταν και η εμφάνιση του Άλφρεντ Χίτσκοκ, που για δικούς και δικαιολογημένους λόγους παρέλαβε το Όσκαρ για την προσφορά του στο σινεμά και αρκέστηκε να πει ένα ξερό «ευχαριστώ πολύ». Πάντα, υπήρχαν οι ανεξάρτητοι δημιουργοί και οι μεγάλοι κινηματογραφιστές που έκαναν το δικό τους και δεν υπέκυπταν στις συνταγές των μεγάλων στούντιο, αλλά το 1968 ήταν καθοριστικό για τη συνέχεια και για πολλά χρόνια.
Επανάσταση στις Κάννες
Στην απέναντι πλευρά λίγο μετά, στο Φεστιβάλ των Καννών, ο ανταποκριτής του «Guardian» Ρίτσαρντ Ράουντ, προεξοφλούσε ότι θα ήταν «ενδιαφέρον, ήρεμο και όχι φοβερά συναρπαστικό», πίνοντας το κοκτέιλ του στην κρουαζέτ, την παραλιακή της φημισμένης πόλης. Λίγες μέρες μετά ο ίδιος δημοσιογράφος, μαζί με τους υπόλοιπους, έγραφαν για «έναν αέρα του 1917 που κυμάτιζε πάνω από την όλη διαδικασία», στο πιο επεισοδιακό φεστιβάλ της ιστορίας των Καννών.
Οι έντονες κινητοποιήσεις της γαλλικής νεολαίας είχαν ξεκινήσει από την αρχή του έτους στο Παρίσι και οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ είχαν λάβει κάποια μέτρα, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι στις Κάννες θα επικρατούσε «επαναστατικός» αέρας. Την ίδια ώρα γίνονταν απανωτές αντιαμερικανικές διαδηλώσεις για τον πόλεμο του Βιετνάμ, στον οποίο είχε αντιταχθεί και επίσημα η γαλλική κυβέρνηση Ντε Γκολ. Το φεστιβάλ απλώς αποφάσισε την απόρριψη δύο ταινιών σχετικά με το Βιετνάμ, με δικαιολογία ότι κατά τη διάρκειά του, διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Βιετκόνγκ. Γίνεται η κατάληψη της Σορβόνης, ενώ στις 5 Μάη στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα στο Καρτιέ Λατέν. Η αστυνομία χτυπά και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα καλεί την εργατική τάξη να αντισταθεί στη γαλλική κυβέρνηση. Η κατάσταση δείχνει εκτός ελέγχου.
Ο Τριφό, ο Μαλ και τ’ άλλα παιδιά
Η Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου Γαλλίας καλεί σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας υπέρ των φοιτητών απαιτώντας από τους διοργανωτές του φεστιβάλ τη διακοπή του. Ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Λε Μπρε αρνείται και προτείνει να ακυρωθούν μόνο τα πάρτι και τα δείπνα. Το «κακό παιδί» του φεστιβάλ, ο Φρανσουά Τριφό, που ασκούσε δριμεία κριτική κατά του θεσμού, έδειχνε αποφασισμένος να διακόψει το φεστιβάλ. Το πρωί της 18ης Μαϊου ο Τριφό ανεβαίνει στη σκηνή της σάλας Ζαν Κοκτό για μια συνέντευξη που είχε διοργανώσει η Επιτροπή Υπεράσπισης της Ταινιοθήκης. Δίπλα του, Γκοντάρ, Λουί Μαλ, Φόρμαν και Κλοντ Λελούς. Ο Τριφό ζήτησε από τους κινηματογραφιστές και τους δημοσιογράφους να διακόψουν το φεστιβάλ. Ο Φόρμαν ανακοίνωσε ότι είχε αποσύρει την ταινία του, ενώ ο Πολάνσκι τους λοιδόρησε λέγοντας «μικρά παιδάκια που το παίζουν επαναστάτες|. Πάντως, ο Πολάνσκι δέχθηκε τη διακοπή ως «αλληλεγγύη προς τους φοιτητές», όπως είχε δηλώσει.
Οι αντιπαραθέσεις και οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι που ο Λουί Μαλ έπεισε τη Μόνικα Βίτι να παραιτηθεί και τον Βρετανό σκηνοθέτη Τέρενς Γιανγκ το συνδικάτο των Γάλλων εργαζομένων στον κινηματογράφο. Στην Grande Salle, στην οποία είχαν κατασκηνώσει όσοι ήθελαν τη διακοπή του φεστιβάλ, είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο από φωτορεπόρτερ και παπαράτσι, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ ανακοίνωνε ότι θα διεξαχθεί κανονικά αλλά χωρίς διαγωνιστικό τμήμα. Αυτό δεν κράτησε για πολύ και το φεστιβάλ τελικώς διεκόπη. Τη νύφη την πλήρωσε γι’ αυτό ο Λουί Μαλ, ο οποίος για ένα μεγάλο διάστημα ήταν ανεπιθύμητο πρόσωπο στις Κάννες, διότι η διακοπή του φεστιβάλ είχε και οικονομικό αντίκτυπο στην τοπική οικονομία.
Σπουδαίες ταινίες
Πέρα, όμως, από τα βραβεία, υπήρξαν και οι ταινίες της εποχής. Μίας εποχής που θα διαρκούσε για χρόνια. Ωστόσο, ας σταθούμε στις καλύτερες ταινίες του 1968 που έγιναν από σπουδαίους κινηματογραφιστές, όπως τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ και τον Σέρτζιο Λεόνε και πιθανότατα δεν είχαν την ανάγκη των γεγονότων εκείνης της εποχής για να βάλουν σκέψεις και «δαιμόνια» στους θεατές ή να αμφισβητήσουν το κατεστημένο και την πολιτική, οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Η Οδύσσεια του Κιούμπρικ
Ο τελειομανής Κιούμπρικ το 1968 δίνει ίσως την καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας, «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος», που βρίσκεται σχεδόν σε όλους τους καταλόγους με τις 20 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το σενάριο του Άρθουρ Κλαρκ. Ο διάσημος συγγραφέας θα πει χρόνια μετά ότι «ο Κιούμπρικ ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που θα διέγειρε τα συναισθήματα του θαυμασμού, του φόβου, ακόμα και του τρόμου, αν χρειαζόταν». Κάτι που το πέτυχε στον απόλυτο βαθμό. Η ταινία χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις και αφηγείται την ανθρώπινη εξέλιξη, αποπειράται να περιγράψει την τεχνητή νοημοσύνη και εικάζει για ζωή στο διάστημα. Η ιστορία του πάει πίσω χιλιάδες χρόνια, στην εποχή των πιθήκων. Ο Κιούμπρικ σχολιάζει την ανθρώπινη φύση και την τεχνολογική εξέλιξη με το δικό του ανατρεπτικό τρόπο.
Κάποτε στη Δύση
Την ίδια χρονιά ο πολύς Σέρτζιο Λεόνε παρουσιάζει ένα από τα αριστουργήματά του, το «Κάποτε στη Δύση» όπου κατακεραυνώνει τον καπιταλισμό και την απληστία του κεφαλαίου και αυτών που διψούν για χρήματα και την χωρίς έλεος οικονομική ανάπτυξη. Στα χνάρια του γουέστερν σπαγγέτι θα εμβαθύνει σε όλα τα παραπάνω και θα αφήσει τους χαρακτήρες να αιωρούνται. Άλλωστε ποιος μπορεί να είναι σίγουρος για τους ανθρώπους; Ο Χένρι Φόντα σε κόντρα ρόλο, ερμηνεύει μοναδικά τον κακό και άξεστο δολοφόνο, ο έξοχος Τζέισον Ρόμπαρτς τον τυχοδιώκτη, ο Τσαρλς Μπρόνσον τον μυστηριώδη εκδικητή με τη φυσαρμόνικα και η Κλάουντια Καρντινάλε την πόρνη που αποφασίζει να αλλάξει ζωή. Η φωτογραφία είναι του Τονίνο Ντέλι Κόλι και η συναρπαστική μουσική του Ένιο Μορικόνε.
Ένας άλλος καουμπόι
Την ίδια χρονιά κάνει το τελευταίο μοντάζ της ταινίας «Ο καουμπόι του μεσονυκτίου» ο άξιος κινηματογραφιστής Τζον Σλέσιντζερ. Ένα συγκλονιστικό φιλμ που θα δείξει τι κρύβεται κάτω από τους ουρανοξύστες και τα λαμπερά φώτα της Νέας Υόρκης. Κάτι που δεν το γνωρίζουν και δεν θέλουν να μάθουν όσοι ζουν στα ρετιρέ. Κι όμως η ταινία, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, θα πάρει τα βραβεία Όσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας και θα χαρίσει ακόμη ένα Όσκαρ πρώτου ρόλου στον ανεπανάληπτο Ντάστιν Χόφμαν, στο ρόλο ενός λίγδα τρωγλοδύτη.
Ανατριχίλες
Απ’ την άλλη, ο Ρομάν Πολάνσκι του «Τσαϊνατάουν» το 1968 έχει γονατίσει πολλούς θεατές με την ανατριχιαστική ταινία τρόμου «Το μωρό της Ρόζμαρι», όπου το «κακό» υπονοείται συνεχώς και το σκηνοθέτη να μετατρέπει την πιο υπέροχη στιγμή της ανθρώπινης ύπαρξης, την εγκυμοσύνη, σε ένα ασύλληπτο εφιάλτη. Με λίγα λόγια, με πρόσχημα το θρίλερ αυτό, ο Πολάνσκι υπογείως οργανώνει μία πανούργα σάτιρα της αμερικανικής ηθικής, που συνοψίζεται στο άρπαξε, κλέψε, πάτησε επί πτωμάτων και όταν γεράσεις τότε βρίσκεις σε κάτι να πιστέψεις, ακόμη και στο θεό…
ΑΠΕ