Ιστορικοί, αρχαιολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, νομικοί, πολεοδόμοι, μουσειολόγοι και διευθυντές μουσείων που επέφεραν σημαντικές καινοτομίες τις τελευταίες δεκαετίες στη χάραξη της μουσειακής πολιτικής, συναντώνται σε ένα κοινό βήμα, φέρνοντας κοντά επιστημονικούς λόγους, οι οποίοι μέχρι και πριν από μερικά χρόνια έμοιαζαν εντελώς απομακρυσμένοι μεταξύ τους.
Στον συλλογικό τόμο «Το παρελθόν στο παρόν. Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα», που κυκλοφορεί με επιμέλεια των Νίκου Παπαδημητρίου και Άρη Αναγνωστόπουλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, οι συγγραφείς δοκιμάζουν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Τι είναι το παρελθόν και πώς ακριβώς ορίζεται η σχέση του με το παρόν, με την κοινωνική, δηλαδή, αλλά και την καθημερινή ζωή μας όταν προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις συλλογικές μνήμες της, παράγοντας ένα νόημα ικανό να προσφέρει μία αίσθηση σιγουριάς και αυτοπεποίθησης για όλα εκείνα από τα οποία προερχόμαστε; Πώς χειριζόμαστε τις εικόνες που καταφτάνουν διαμέσου πολλαπλών δρόμων από το παρελθόν; Με ποιον τρόπο διαλέγουμε να το αναπαραστήσουμε και να το αφηγηθούμε; Κι ακόμα, πώς σχηματίζουμε τις βεβαιότητές μας για όσα το αποτελούν, παρακάμπτοντας ή παραβλέποντας κενά, τα οποία δεν είναι σε θέση εγγυηθούν τη συνέχεια και τη συνοχή του; Επίσης, τι ρόλο παίζουν σε όλα αυτά οι επιστήμες που ασχολούνται με την έρευνα και τη μελέτη του παρελθόντος, πώς αρθρώνουν τον δικό τους λόγο, ιδίως όταν πρόκειται για μία χώρα και μία κοινωνία όπως η Ελλάδα, που χρειάστηκε από πολύ νωρίς (από τη στιγμή της σύστασης του ελληνικού κράτους) να μεριμνήσει κοπιαστικά για την προβολή της ιστορίας της, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό;
Η μνήμη και η ιστορία αναφέρονται εξίσου στο παρελθόν, με τη διαφορά ότι η καθεμία ακολουθεί το δικό της κανάλι. Η μνήμη βασίζεται περισσότερο στο συναίσθημα και την ατομική εμπειρία, ενώ η ιστορία εκπροσωπεί την προσπάθεια για μία περισσότερο αντικειμενική προσέγγιση των πεπραγμένων τού παρελθόντος. Οι διαφορές, πάντως, δεν μπορούν να εξαντληθούν με μία μονοκοντυλιά, αφού, όπως υπάρχουν πολλαπλές ιστορικές προσεγγίσεις, έτσι υπάρχουν και πολλαπλά «καθεστώτα μνήμης»: Η πολιτισμική, η δημόσια, καθώς και η οικογενειακή μνήμη (Αντώνης Λιάκος). Η πολιτισμική μνήμη, άλλωστε, συμβάλλει στη συγκρότηση και τη σύμπηξη της συλλογικής ταυτότητας εφόσον διατηρεί «το σύνολο της γνώσης (ένα σώμα ανακυκλούμενων κειμένων, εικόνων και τελετουργιών), από την οποία η ομάδα αντλεί τη συνείδηση της ενότητας και της ιδιαιτερότητάς της» (Χριστίνα Κουλούρη).
Τη μνήμη και την ιστορία εκπροσωπούν και τα υλικά κατάλοιπα της αρχαιότητας, που δεν είναι άλλα από τα μνημεία. Δημόσιοι χώροι και δημόσια κτίρια, ποικίλα αρχιτεκτονήματα, όπως και ναοί που άλλαξαν κατ’ επανάληψη τη χρήση και τη συμβολική λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της παρέλευσης του χρόνου, ξετυλίγουν το νήμα μίας ιστορικής αντιμετώπισης, η οποία έριξε αρχικά όλο το βάρος της στην ελληνική αρχαιότητα, για να εντάξει μόνο πολύ αργότερα στους κόλπους της το ταπεινότερο και αφανέστερο (από την άποψη του ιστορικού κλέους) Βυζάντιο (Νίκος Μπελαβίλας). Και δεν είναι, βεβαίως, τυχαία σε ένα τέτοιο πλαίσιο η προνομιακή μεταχείριση που επεφύλαξε στα μνημεία της αρχαιότητας η κρατική νομοθεσία, καλύπτοντας με μεγάλη καθυστέρηση τη βυζαντινή κληρονομιά (Δάφνη Βουδούρη).
Η αρχαία Ελλάδα διεκδικεί, βεβαίως, πάντοτε τον πρώτο λόγο, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στο παρελθόν και δημιουργώντας μία «τραυματική αρχαιολογία» που επικεντρώθηκε για παρατεταμένο διάστημα στο «καταστροφικό πέρασμα του λόρδου Έλγιν από την αθηναϊκή Ακρόπολη στις αρχές του 19ου αιώνα» (Δημήτρης Πλάντζος). Η αρχαιολογία, ωστόσο, βρέθηκε και στο κέντρο μίας μακράς ενδοεπιστημονικής διαμάχης, όπου χρειάστηκε να συγκρουστεί κατά μέτωπο με την κοινωνική ανθρωπολογία. Η κοινωνική ανθρωπολογία είχε σε αυτήν τη γραμμή ως αντικείμενό της το παρόν και τους ζωντανούς ανθρώπους, ενώ η αρχαιολογία ήταν αρμόδια για τα ιστορικά ερείπια και το νεκρό (αρχαίο ή αρχαϊκό) παρελθόν (Ελεάνα Γιαλούρη).
Τα μουσεία συνιστούν έναν από τους σημαντικότερους μηχανισμούς επικοινωνίας με το παρελθόν. Η ριζική αλλαγή στις αντιλήψεις περί της λειτουργίας των μουσείων, ειδικά μετά την είσοδο στον 21ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα δομικές μεταβολές και στη διοργάνωση τριών εμβληματικών μουσείων: Του Εθνικού Αρχαιολογικού, που αναδιαρθρώθηκε εξ’ ολοκλήρου (Νικόλαος Καλτσάς), του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, που κατόρθωσε να αναδείξει την πλούσια και πολυεπίπεδη ποικιλομορφία της βυζαντινής παράδοσης (Αναστασία Τούρτα) και του Μουσείου Μπενάκη, που θέλησε να δείξει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού πέρα από πατριωτικούς ενθουσιασμούς και εθνολατρικές εξάρσεις (Άγγελος Δεληβορριάς).
Όπως κι αν το σκεφτούμε, πάντως, η αρχαιολογία ανοίγει στις ημέρες μας, μετά από πολλές ιστορικές, εθνικές και επιστημονικές περιπέτειες, πρωτοποριακές διόδους: Γίνεται συνεργατική και ζητάει τη συνεργασία προσώπων και ομάδων που δεν έχουν τα τυπικά εφόδια να κινηθούν στη γνωστική περιοχή της (Πέτρος Θέμελης), ανοίγει τους περιφραγμένους αρχαιολογικούς χώρους στο μεγάλο κοινό και περιβάλλει με την εμπιστοσύνη της ομάδες και κινήσεις πολιτών, οι οποίες ενδιαφέρονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για τα ιστορικά μνημεία (Γιάννης Χαμηλάκης). Όσο για τη μουσειολογία, μετατρέπει τα μουσεία σε τόπους ελεύθερης γνώσης και μάθησης, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον της από τα εκθέματα στους επισκέπτες και τις εμπειρίες που μπορούν να αποκτήσουν από την περιήγησή τους στους μουσειακούς χώρους (Όλγα Σακαλή).
ΑΠΕ