Καστοριά

“Μια κόκκινη μικρή κουκίδα” (της Μάρθας Σαββοπούλου για τη γιορτή του πατέρα)

«Να ζήσεις παππού μας και χρόνια πολλά,

μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά!»

-Μόνο δύο κεριά; Γιατί;

-Έκλεισες τα ενενηνταδύο σου χρόνια και μπαίνεις στα ενενηντατρία μπαμπά!

-Τι λές; Ενενηνταοχτώ είμαι! Η προγιαγιά μου πέθανε στα εκατονδώδεκα!

«Ώπα, άκουσα το γιό μου να μουρμουρίζει, χαρά στο κουράγιο του!»

Και από κουράγιο ο πατέρας μου, άλλο τίποτα. Η εικόνα που στέκεται μπρός στα μάτια μου από παιδί, είναι εικόνα ενός λεπτού ευκίνητου μπαμπά, η οποία δεν έχει αλλάξει καθόλου μέχρι σήμερα.

Όλη την ημέρα πηγαινοερχόταν στο σπίτι ασταμάτητα. Έβγαινε αχάραγα να πιεί το καφεδάκι του στο ΚΑΠΗ και στο μισάωρο επέστρεφε ανεβαίνοντας γοργά την απότομη ανηφόρα στην περιοχή που μένουμε, με τον ίδιο ρυθμό βαδίσματος, τόσο στον κατήφορο όσο και στον ανήφορο. Δεν τον πτοούσε τίποτα. Ούτε οι παγωνιές, ούτε και οι καύσωνες. Πόσο μάλλον αν συναντούσε κάποιον, ο οποίος εκθείαζε το ανδραγάθημά του.

  • Μπράβο κυρ- Αλέκο! Μπράβο!
  • Α, αυτό για μένα είναι παιχνιδάκι, έλεγε και επιτάχυνε ακόμα περισσότερο χτυπώντας επιδεικτικά το μπαστουνάκι του, για να πολλαπλασιάσει τα «μπράβο» του.

Αρκετά χρόνια πριν είχε χάσει το χρόνο εντελώς. Δεν ήξερε πια αν είναι πρωί ή βράδυ. Είχε χαθεί μέσα στις μέρες, τις βδομάδες, τους μήνες, τις εποχές, τα χρόνια. Είχε χαθεί μες τη ζωή του.

Σχεδόν κάθε βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα ντυνόταν, έπαιρνε το μπαστουνάκι του, έβαζε το καπελάκι του και κατηφόριζε φουριόζος στο ΚΑΠΗ  νομίζοντας  πως είναι πρωί. Περίμενε έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Τρέχαμε ξωπίσω του ο γιός μου κι εγώ, να τον πείσουμε να επιστρέψει στο σπίτι. Αυτός, αμετάπειστος. Θα μπορούσε να περιμένει ώρες, μιας και δεν είχε την αίσθηση του χρόνου, αλλά μόλις του λέγαμε τη μαγική λέξη «γιατρός»…….

-Είπε ο γιατρός να πάμε στο σπίτι….

-Αφού το είπε ο γιατρός, καλά. Αυτός ξέρει!

Είναι αλήθεια πως ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά. Αυτό που μας κούραζε περισσότερο ήταν η αγωνία, του αν θα τον βρίσκαμε στα συγκεκριμένα μέρη όπου σύχναζε. Έτσι, η πρακτική αλλά σωτήρια ιδέα του γιού μου, να τον απασχολούμε όλο το απόγευμα έως το βράδυ, παίζοντας πότε εγώ μαζί του χαρτιά και πότε ο γιός μου τάβλι ώστε να κοιμάται κατά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, μας απάλλαξε και από αυτή την αγωνία.

Παγιώθηκε έτσι μια καθημερινή, ανιαρή τις περισσότερες φορές ομολογώ, καθόλου ευχάριστη πολύωρη απασχόληση. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως πετύχαμε να σταματήσουμε τις μεταμεσονύκτιες αποδράσεις του. Θα ‘λεγα μάλιστα ότι συντελέστηκε άλλο ένα μικρό θαύμα, όμοιο μ’ αυτό « του γιατρού», μιας και είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.

Παρ’ όλο που ήταν πολύ βαρετή αυτή η  υποχρεωτική, καθημερινή απασχόληση, όταν τον έβλεπα να στρογγυλοκάθεται ακριβώς απέναντί μου με υπομονή και προσμονή, κυρίως αμίλητο και διέκρινα το αστραφτερό βλέμμα της χαράς του, βλέποντάς με τάχα αδιάφορα όταν κρατούσα την τράπουλα στα χέρια μου, η βαρεμάρα μου άλλαζε δρόμο. Ιδιαίτερα όταν πάντα μα πάντα άκουγα τις ίδιες φράσεις κλισέ και παράλληλα  γνώριζα έναν Αλέκο που δεν ήξερα.

  • Θέλεις να παίξουμε;
  • Βεβαίως!
  • Έλα κόψε γρήγορα. Τ’ ανακάτεψα!
  • Φτου το πρόστυχο, πάλι δεκάρι ( κι ας μην είχε). Χάθηκαν οι βαλέδες τέσσερις έχει; (κι ας κρατούσε βαλέ… Πάντα μπλοφάριζε!)
  • Δεν πειράζει μπαμπά, την άλλη φορά μπορεί να τους πετύχεις.
  • Σιγά, πού χάθηκε η τύχη για να τη βρω εγώ;

Τον παρατηρούσα να συγκεντρώνεται απίστευτα, να είναι  ομιλητικός και το πιο  αξιοθαύμαστο και κυριότερο να θυμάται λεπτομερώς τα χαρτιά που ήδη  είχαμε παίξει και που είχαν περάσει όχι μόνο από τα χέρια του αλλά και από τα δικά μου χέρια! Τον έβλεπα να χαίρεται σαν παιδάκι όταν τα χαρτιά του, στο τέλος του παιχνιδιού ήταν περισσότερα από τα δικά μου. Όταν έκανε «ξερή», οι κινήσεις του ήταν τόσο νεανικές που έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας σφριγηλός έφηβος, είρωνας και κοροϊδευτικός απέναντί μου. Ένας έφηβος γεμάτος ζωή. Χωρίς «Άνοια»

Ακριβώς την ίδια αλλά πολύ πιο θορυβώδη συμπεριφορά είχε κι όταν έπαιζε τάβλι. Χτυπούσε με δύναμη τα πούλια κι όταν έφερνε «εξάρες» ξεφώνισε από τη χαρά του.

Έτσι λοιπόν. Μ’ αυτό τον απλό τρόπο χειραγωγήσαμε το χρόνο του. Τον ταχτοποιήσαμε, τον βάλαμε σε καλούπια, τον οριοθετήσαμε μ’ επιτυχία. Τον φυλακίσαμε.

Μετά από αυτή την «επιτυχία μας» ακολούθησε η μεγάλη τρομάρα, την οποία περιμέναμε, αλλά άλλο είναι να περιμένεις κάτι και άλλο να το βλέπεις μπροστά σου. Ο κυρ-Αλέκος λοιπόν μαζί με το χρόνο άρχισε  χάνεται και στο χώρο. Καθώς ήταν αδύνατο να τον κλείσουμε στο σπίτι γιατί πάντα ήταν του «έξω», ο γιός μου για ακόμα μια φορά διέπρεψε και μεγαλούργησε με τη βοήθεια της «μαμάς τεχνολογίας».

  • Αυτό παππού πρέπει πάντα να το έχεις μέσα στην τσέπη σου!
  • Τι είναι;
  • Μετράει την πίεσή σου. Πρέπει να το έχεις πάντα μαζί σου. Πρόσεχε μη το χάσεις!
  • Και γιατί;
  • Γιατί έτσι είπε ο γιατρός! (Να τη πάλι η μαγική λέξη!)
  • Αφού το είπε ο γιατρός, καλά. Αυτός ξέρει!

Τόσο απλά δέχτηκε ο πατέρας μου τον ηλεκτρονικό πλοηγό του. Τόσο αδιαμαρτύρητα φορτώθηκε τον κατάσκοπό του και μαζί την έννοια του.

  • Αυτό… αυτό να… αυτό.. που είπε ο γιατρός, να αυτό, να μη ξεχάσουμε να το βάλουμε στην τσέπη μου, έλεγε με άγχος και αγωνία κάθε φορά που άλλαζε σακάκι και ησύχαζε με το που το ακουμπούσε η παλάμη του.

Κι εγώ από την άλλη μεριά, μόλις ξεπόρτιζε ο κυρ Αλέκος, άνοιγα τον υπολογιστή και με κάποιους κωδικούς έμπαινα στο πρόγραμμα του πλοηγού του. Στην αρχή το έβλεπα σαν παιχνίδι και ομολογώ πως διασκέδαζα εκ’ του ασφαλούς! Ήταν η σιγουριά μου πως δεν θα τον έχανα από τα μάτια μου, ούτε και αυτός θα χανόταν βέβαια αφού δεν θα ξέφευγε της προσοχής μου. Ένα τόσο δα μηχανηματάκι, σαν σπιρτόκουτο, που έπλαθε μια τόση δα μικρή κόκκινη κουκίδα  που στεκόταν ή περπατούσε. Το θαύμα της τεχνολογίας που παλιότερα φοβόμουν, αντιπαθούσα και το πλησίαζα πάντα με επιφυλάξεις τώρα το ασπάστηκα, το συμπάθησα, το αγάπησα. Αλήθεια ποιος θα φανταζόταν πριν χρόνια ότι μέσα από ένα τόσο δα μηχανηματάκι  θα  είχε τη δυνατότητα του απόλυτου ελέγχου των κινήσεων  οποιουδήποτε ανθρώπου, μετατρέποντάς τον σε μια μικρή κόκκινη κουκίδα;

Παρατηρώντας την ανελλιπώς  καθημερινά  με  χαρά, ενθουσιασμό και θαυμασμό, σιγά-σιγά χωρίς καν να το αντιληφθώ τη  μεταμόρφωσα στη συνείδησή μου σε ζωντανό ον. Σ’ έναν υπέργηρο άντρα. Στον πατέρα μου. Κόκκινη και στρόγγυλη καθώς ήταν, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Είχε χεράκια, ποδαράκια, μάτια γαλανά, στόμα και άσπρα αδύναμα μαλλιά.  Η κόκκινη μικρή κουκίδα (κυρ- Αλέκος) περιφέρονταν πάνω-κάτω, πέρα-δώθε άσκοπα, χωρίς πρόγραμμα και σκοπό. Πολλές φορές παρατηρώντας την, άκουγα ακόμα και το θόρυβο  που έκανε το μπαστουνάκι της. Δεν μπορούσα πια να την ξεχωρίσω απ’ τον πραγματικό κυρ-Αλέκο μιας και η φαντασία μου την αφομοίωσε  μ’ αυτόν. Είχαν γίνει ένα.

Μια μικρή κόκκινη κουκίδα που έτρεχε να φάει το φαγάκι της προσεχτικά, να μη λερώσει και να μη λερωθεί, και στη συνέχεια να διορθώνει το τραπεζομάντηλο και να φέρνει στα ίσια τα καρώ του.

Που έβραζε μόνη το τσαγάκι της και του έβαζε πέντε κουταλάκια ζάχαρη μετρώντας τα πάντα δύο φορές.

Που χαμογελούσε πάντα βλέποντας γλυκά στο πιάτο της.

Που μάζευε κάθε λογής άχρηστα αντικείμενα από τους δρόμους «γιατί όλα είναι χρειαζούμενα».

Που κλείδωνε τις πόρτες, «να μη μπούνε μέσα οι κλέφτες  και μας σηκώσουν το σπίτι», κι ας άφηνε την πόρτα της εισόδου μόνιμα ξεκλείδωτη.

Που απαραίτητο μέλημά της ήταν  να κλείνει τους διακόπτες « για οικονομία στο ρεύμα που όλο το ακριβαίνουν οι λωποδύτες!»

Που έσερνε τα λεπτά της ποδαράκια στην ανηφόρα και προσπαθούσε να τα τρέξει στην κατηφόρα.

Που γέμιζε τις τσέπες της με μπαγιάτικο ψωμί και τάιζε τα παπάκια και τους κύκνους στη λίμνη.

Που δεν αποχωριζόταν ποτέ  το ρολόι  από το χέρι της κοιτάζοντάς  κάθε τόσο,  μπας και συναντήσει κάπου το χρόνο που της ξέφυγε.

Που έβγαζε καθημερινά τα χαρτάκια απ’ το ημερολόγιο και σε διάστημα ενός μήνα διένυσε όλη τη χρονιά τελειώνοντάς την.

Που ξερίζωνε όποιο χόρτο έβλεπε να φυτρώνει άναρχα στους τοίχους ή στις άκρες των δρόμων και παράλληλα μάζευε τα σκουπίδια, τα έριχνε στους κάδους και ψιθύριζε τόσο, όσο να τ’ ακούει μόνο η ίδια « Τα μπάσταρδα… δεν είμαστε λαός»

Που σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι της σε σκυλιά που γαύγιζαν γιατί νόμιζε ότι κινδυνεύει.

Που έκοβε λουλούδια από τους κήπους και τα πρόσφερε στις γυναίκες-υπεύθυνες του ΚΑΠΗ.

Που αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους στο δρόμο σαν εχθρούς κι όταν τη ρωτούσαν «Τι κάνεις, ή για πού το ’βαλες;» απαντούσε ευθαρσώς « Να μη σ’ ενδιαφέρει! Κοίταξε τη δουλειά σου!» Ιδιαίτερα όταν κάποιος άγνωστος πάντα γι αυτήν, ρωτούσε «Ποιος είμαι; Με γνωρίζεις;» ακόμη πιο ευθαρσώς απαντούσε « Εσύ τι λες; Όταν πήγαινες, εγώ γύριζα. Ακούς;» κι όταν απομακρυνόταν  από κοντά της, μουρμούριζε μέσα από τη μασέλα της « Βρε αϊ στο διάολο».

Που έπινε πάντα το νεράκι της πριν κοιμηθεί , αφού προηγουμένως είχε χαιρετίσει όλα τα λεωφορεία της πόλης, αστικά και υπεραστικά, μιας και το αγαπημένο της απογευματινό στέκι ήταν το ΚΤΕΛ απ’ όπου κατέγραφε όλες τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις.

Που ανά πάσα  στιγμή όταν άκουγε κάτι που την ενοχλούσε επαναλάμβανε ακούραστα και υπερήφανα « Εγώ ήμουν  χωροφύλακας! Ξέρεις τι θα πει χωροφύλακας;»

Μια μικρή κόκκινη κουκίδα λοιπόν. Ο κυρ-Αλέκος. Ο πατέρας μου. Κι εγώ μπερδεμένη με τον ίδιο και το μικρό ανθρωπάκι που διαρκώς  και ακούραστα παρακολουθούσα. Να τ’ αγαπάω και να με πονάνε το ίδιο και τα δυο.

Το ένα να το έχω μπροστά μου πραγματικό και χαμένο και το άλλο σε μικρογραφία στον υπολογιστή, ν’ αλλάζει διαρκώς τόπους τρέχοντας ή περπατώντας αργά και βαριά. Κι εγώ να γίνομαι ένα μ’ αυτά. Να τα  φροντίζω. Να τα περιποιούμαι.  Να κάθομαι δίπλα τους. Να τα μιλώ και από το ένα να τρέχω συγχρόνως  στο άλλο. Να πηγαίνω όπου πηγαίνουν. Να στέκομαι όπου στέκονται. Να κουράζομαι όταν κουράζονται Να ξεφυσάω όταν ξεφυσάνε. Να γελάω όταν γελάνε. Να μη μπορώ να ξεχωρίσω το ένα από το άλλο! Ένα αδιάρρηκτο τρίο. Ένα τρίο της λογικής του παράλογου.

 

Κείνο το πρωί του Σαββάτου έβαλε το καφέ του κουστούμι, την ασορτί τραγιάσκα, πήρε την πλαστική σακούλα με τα ψωμιά, αφού προηγουμένως τα έκοψε σε μπουκίτσες και κατηφόρισε προς τη λίμνη, όπως κάθε πρωί.

Άργησα λίγο ν΄ ανοίξω τον υπολογιστή για να τον συναντήσω.

Η κόκκινη μικρή κουκίδα για άλλη μια φορά εμφανίστηκε μπροστά μου. Χαμογέλασα. Ήταν εκεί. Δίπλα στη λίμνη. Αεικίνητη και χαρούμενη. « Ωραία, είπα, είστε παρεούλα και ταΐζετε τα παπάκια και τους κύκνους. Ασχολήθηκα με κάτι άλλο, και στο μισάωρο έχοντας ανοιχτό τον υπολογιστή, θέλησα να τους  ξανασυναντήσω.

Η μικρή κόκκινη κουκίδα ήταν εκεί.

Ακίνητη. Σοβαρή. Κυρίαρχη. Ικανοποιημένη. Νικήτρια.

Καταβρόχθισε τον κυρ-Αλέκο η αδηφάγα και ησύχασε. Έμεινε καρφωμένη, μαρμαρωμένη, σκυφτή και μόνη, καθισμένη στο παγκάκι, να με ….. περιμένει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Back to top button