Πολύνεκρη σεισμική δόνηση, που σημειώθηκε στις 23:04 της 20ης Ιουνίου 1978 με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε τη Βόρειο Ελλάδα. Μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 8 έως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι, ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που προσέβαλε μία σύγχρονη ελληνική πόλη, με εξαιρετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης, μεγάλες ζημιές προκλήθηκαν στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.
Μετά την εκδήλωση του σεισμού επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν από την πόλη. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Εκείνη τη νύχτα στη συμπρωτεύουσα η κρατική μηχανή είχε «ρετάρει» και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» ήταν νεκρό γράμμα.
Αμέσως μετά το σεισμό, η πολιτεία αφυπνίστηκε και κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες για την επούλωση των πληγών. Οι υλικές ζημίες αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα μέσα και από την ειδική φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Την αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας» (ΥΑΣΒΕ), που αποτέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγκάστηκε να περάσει τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη για να διασκεδάσει τις φήμες, που έκαναν λόγο για νέους καταστροφικούς σεισμούς.