Εκφράζω τα θερμά μου συγχαρητήρια προς τους μαθητές και τις μαθήτριες της Ε΄και Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Τοιχιού και τον εκπαιδευτικό Θεατρικής Αγωγής, κ. Χρήστο Κυπαρισσόπουλο, που συντόνισε τα παιδιά , για την συμμετοχή τους στο 2ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού με την απόσπαση του 2ου βραβείου με το παραμύθι “Ο μετροσκεπαστής”. Η διάκριση της μαθητικής ομάδας ανάμεσα σε 200 σχολεία από όλη την Ελλάδα, που συμμετείχαν στο διαγωνισμό που διεξήγαγε η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτ. Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Ως την άκρη του ονείρου…», αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την δημιουργικότητα του μικρού αυτού σχολείου και την ποιοτική εκπαίδευση που παρέχει .
Η Σχολική Σύμβουλος Δ.Ε 1ης Περιφ. Καστοριάς
Αλίκη Καζταρίδου
Ο ΜΕΤΡΟΣΚΕΠΑΣΤΗΣ
Μια φορά και έναν καιρό πέρα μακριά, λίγο πριν φτάσεις στα ρίζα των βουνών της καταχνιάς, λίγα σπίτια διάσπαρτα γύρω από ένα καμπαναριό σχημάτιζαν ένα μικρό χωριό. Σχεδόν κανέναν δεν τον έπιανε ο ύπνος αμέσως. Ούτε τον Μπομπιρίσκο. Έτσι τον φώναζαν τα άλλα παιδιά. Μπομπιρίσκο. Γιατί ήταν ο πιο μικροκαμωμένος. Καθόταν κουκουλωμένος κάτω από την κουβέρτα του και ζεσταινόταν με τα χνώτα του. Κάτω στα πόδια του, επάνω στην κουβέρτα, ήταν ραμμένη η χρονολογία. 1912. Ο Κώστας από την μεγαλύτερη τάξη είπε πως οι κουβέρτες έρχονται από τον πόλεμο και ότι κι αυτοί από κει είχαν έρθει. Ο Μπομπιρίσκος δεν θυμόταν από πού είχε έρθει οπότε δεν τον πίστευε. Το μόνο που ήξερε ήταν πως από τον πόλεμο έρχονταν μόνο φαντάροι. Όχι παιδιά.
Οι καλόγριες έσβηναν τα φώτα μόλις το ρολόι στον τοίχο δείξει εννιά ακριβώς. Τώρα που το χιόνι είναι μέχρι το παράθυρο του κάτω ορόφου πέφτουνε μία ώρα πιο νωρίς για ύπνο. Η σόμπα στο κέντρο του δωματίου άνοιξε για τελευταία φορά και η ηγουμένη έβαλε ένα ξύλο. Ο Κώστας έλεγε πως οι σόμπες καταπίνουν ξύλα. Μετά η ηγουμένη την έκλεισε και μαζί της έκλεισε και το φως.
Κρύο. Όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου το έκαναν. Σκεπάζονταν μέχρι πάνω και προσπαθούσαν να ζεσταθούν με τα χνώτα τους. Μόνο ο Μπομπιρίσκος όμως έμενε ξύπνιος ως αργά. Περίμενε να δει τον φίλο του. ¨Θα έρθει και σήμερα¨ σκέφτηκε. Είμαι σίγουρος. Ήταν ο μόνος που τον είχε δει εδώ και χίλια χρόνια! Αυτό δεν το είπε ο Κώστας. Αυτό το είπε η ηγουμένη.
Ήταν μόλις πριν από δύο μήνες. Ο χειμώνας ήταν κοντά και ο Μπομπιρίσκος θυμάται πως συνέχεια έβρεχε και φύσαγε. Και μετά ήρθε εκείνο το βράδυ που δε θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. Πολλές φορές, όταν όλα τα άλλα παιδιά κοιμόντουσαν του άρεσε να σηκώνεται και να κάθεται δίπλα στο τζάμι χαζεύοντας την βροχή που έλουζε τα πάντα. Εκείνο το βράδυ δε σκεπάστηκε μέχρι πάνω. Τυλίχτηκε την κουβέρτα και σύρθηκε μέχρι το παράθυρο. Ο τεράστιος κήπος ακριβώς μπροστά είχε μετατραπεί σε μία τεράστια γούρνα με λάσπη. Αύριο σίγουρα η ηγουμένη θα τους έβαζε να καθαρίσουνε μετά το πρωινό και την προσευχή.
Ακριβώς μπροστά και πέρα από τον κήπο ισιώνονταν οι λεύκες. Ήταν τόσα τα βράδια που στεκόταν στο παράθυρο, ώρες ατελείωτες και τις θαύμαζε να χορεύουν ακούγοντας τον άνεμο, που τις είχε δώσει και όνομα. Ρόζα, όπως το ξανθό κορίτσι με τα γαλάζια μάτια στην εκκλησία. Πόπη, όπως η κοκκινομάλλα με το άσπρο δέρμα που μένει δυο στενά πιο κάτω. Και η Ζακλίν, όπως το κορίτσι που ήρθε πέρσι στο χωριό και μιλά μία άλλη γλώσσα… πολύ όμορφη, κρίμα όμως που δεν την καταλάβαινε. Ήταν τόσο ψηλές οι λεύκες που ο Μπομπιρίσκος πίστευε πως έφταναν ως την άκρη του ‘ρανου. Από εκεί ερχόταν κι εκείνος που δεν επιτρεπόταν να μιλήσουν.
¨Σσσς… άλλαξε σκέψη Μπομπιρίσκο¨ σκέφτηκε.
Μέχρι τις ρίζες τους επιτρεπόταν να πάνε. Εκεί ήταν τα σύνορα του ορφανοτροφείου. Δεν είχαν δει τίποτα πέρα από κει. Δεν ήξεραν πώς είναι ο κόσμος πέρα από κει. Μονάχα κάποια βράδια σαν εκείνο που άστραφτε στον ουρανό και ο κόσμος γέμιζε φως, έστω και στιγμιαία έβλεπαν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου τα βουνά πέρα μακριά.
Ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν τον είδε! Ήταν σίγουρα μετά τα μεσάνυχτα γιατί το μικρό μαύρο στο ρολόι έδειχνε πλέον στο ¨ένα¨ και όχι στο ¨δώδεκα¨. Τον είδε. Αυτόν που δεν επιτρεπόταν να λένε το όνομά του. Τον είδε! Εμφανίστηκε ανάμεσα στη Πόπη και την Ζακλίν και τις παραμέρισε με τα τεράστια χέρια του. Σηκώθηκε όρθιος και ήταν… Ο Θεέ μου! Πιο ψηλός κι από τις λεύκες. Αυτός ήταν. Ο γίγαντας που λέγανε τα μεγάλα αγόρια και αυτός που η ηγουμένη μαζί με όλες τις άλλες καλόγριες δε τους άφηναν να μιλήσουν. Ήταν τεράστιος. Πιο τεράστιος κι από τεράστιος. Ήταν γίγαντας και ήταν τόσο καλός. Ήταν … Ο Μετ…
¨Σσσς… άλλαξε σκέψη Μπομπιρίσκο¨ ξανασκέφτηκε.
Σίγουρα ήταν αυτός. Με το ένα του χέρι παραμέρισε την Ζακλίν και στο άλλο κρατούσε… Ο Θεέ μου! Τον Γνώμονα.
«Ο Μετροσκεπαστής!!» τα χείλη του τελικά δεν άντεξαν και ψιθύρισαν την απαγορευμένη λέξη ενώ τα μάτια του δε χόρταιναν να τον κοιτάζουν.
Όλοι ξέρανε πλέον την ιστορία του Μετροσκεπαστή. Ένας πελώριος γίγαντας, πιο γίγαντας κι από γίγαντα, με μακριά άσπρη γενειάδα και έναν τεράστιο γνώμονα στο χέρι να μετρά τις σκεπές των σπιτιών αν είναι γερές και αν θα αντέξουν το χιόνι του χειμώνα. Τέτοια εποχή εμφανίζονταν. Με το γνώμονα στο χέρι πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και έλεγχε. Πολλές ήταν οι σκεπές των γύρω χωριών που θέλανε επιδιόρθωση αλλιώς το βάρος του χιονιού που θα έρχονταν σε λίγους μήνες θα τις γκρέμιζε.
Στη συνέχεια ανέβαινε στην κορυφή των βουνών της καταχνιάς και άνοιγε τα μαγικά βάζα των ονείρων. Τα όνειρα ταξίδευαν πίσω στα χωριά και βρίσκανε τους ιδιοκτήτες των σπιτιών που οι στέγες τους ήταν χαλασμένες. Μπαίνανε από τη μύτη την ώρα που κοιμόντουσαν, σαν φωτεινή αστερόσκονη και τους έδειχναν ακριβώς το σημείο που έπρεπε να διορθωθεί. Το πρωί όλοι ξέρανε τι έπρεπε να κάνουν…
– Τον είδα! Ήμουν σίγουρος πως τον είδα. Και τη γενειάδα… και τον γνώμονα. Μόνο το βάζο με τα όνειρα δεν είδα. Και… Και με είδε και αυτός. Και με είδε ότι τον είδα. Και ξαφνιάστηκε και πήγε να φύγει γρήγορα και έτσι όπως έστριψε χτύπησε με τον γνώμονα την καμινάδα του αγίου Πέτρου δίπλα μας. Και την έσπασε…
«Σταμάτα», φώναξε η ηγουμένη και ανάγκασε τον Μπομπιρίσκο να ανοίξει τις παλάμες του. «Το ψέμα είναι ένα από τα δέκα μεγαλύτερα αμαρτήματα» τρίκλισε μέσα από τα δόντια της καθώς ο ξύλινος χάρακας συναντούσε τις παλάμες του παιδιού. Μία, δύο, τρεις, τέσσερεις…
Η πόρτα χτύπησε και ο επίτροπος Ησίοδος του Ιερού ναού του Αγίου Πέτρου απέναντί από το ορφανοτροφείο μπήκε μέσα.
– Συγνώμη για την ενόχληση ηγουμένη.
– Ευλογείτε. Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη πατέρα Ησίοδε;
– Ο αιδεσιμότατος ζητά τη βοήθειά σας.
– Ναι…
– Η καμινάδα του ναού… έσπασε. Ο Κύριος το έδειξε στον αιδεσιμότατο στο όνειρό του, Ηγουμένη. Μεγάλη η χάρη του. Και πρέπει να βιαστούμε. Τα χιόνια έρχονται!