Η διαφορετική γλώσσα δεν αποτελεί απροσπέλαστο φραγμό για την κατανόηση των συναισθημάτων και την ενσυναίσθηση. Ακόμη και τα παιδιά είναι ικανά να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα ακούγοντας τη φωνή των άλλων, όχι μόνο στη δική τους γλώσσα αλλά και σε ξένες γλώσσες, απλώς η αναγνώριση είναι κάπως πιο ακριβής στη μητρική γλώσσα.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε νέα διεθνής έρευνα με επικεφαλής μια Ελληνίδα επιστήμονα της διασποράς.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη λέκτορα αναπτυξιακής νευροεπιστήμης Γεωργία Χρονάκη του βρετανικού Πανεπιστημίου του Κεντρικού Λάνκασιρ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Scientific Reports», ζήτησαν από 57 παιδιά και 22 νεαρούς ενηλίκους, χωρίς γνώση ξένων γλωσσών, να αναγνωρίσουν τα διάφορα συναισθήματα (θυμός, φόβος, ευτυχία, λύπη, άγχος κ.ά.), που εκδήλωναν ηθοποιοί σε διάφορες γλώσσες (αγγλικά, κινεζικά, ισπανικά, αραβικά).
Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά μπορούν να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα και σε κάποια άλλη γλώσσα πέραν της μητρικής. Η ακρίβεια αναγνώρισης είναι μεγαλύτερη, όταν η φωνή που ακούν, είναι θυμωμένη ή λυπημένη, από ό,τι όταν είναι χαρούμενη ή φοβισμένη.
Η συναισθηματική αναγνώριση βασίζεται στα επιμέρους χαρακτηριστικά της φωνής (τόνο, ένταση, χροιά, ρυθμό κ.ά.), ενώ η μητρική γλώσσα αναμφίβολα παρέχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην κατανόηση των συναισθημάτων των άλλων.
Η μελέτη δείχνει ότι αυτή η ικανότητα φωνητικής αναγνώρισης βελτιώνεται αρκετά από την εφηβεία έως την ενηλικίωση, ενώ μικρότερη είναι η βελτίωση από την παιδική ηλικία έως την εφηβεία.
Η Γ. Χρονάκη αποφοίτησε από το Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2003) και πήρε το διδακτορικό της στην αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον (2011), όπου έκανε και μεταδιδακτορική έρευνα. Μεταξύ 2013-15 δίδαξε γνωσιακή νευροεπιστήμη στη Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Κεντρικού Λάνκασιρ, ενώ μετά το 2015 έως σήμερα διδάσκει αναπτυξιακή νευροεπιστήμη.
ΑΠΕ