Καστοριά

Ασφαλής ανώνυμος (της Μαρίας Κανδύλη)

Δε μπορεί θα το ‘νιωσες και συ αυτό το αίσθημα.
Να περπατάς ανάμεσα σε δεκάδες ανθρώπους
και ουσιαστικά να είσαι μόνος.
Γιατί είναι άγνωστοι και θέλεις να μείνουν έτσι.
Πέφτουν πάνω σου επειδή δεν προσέχεις το βήμα σου.
Δεν ξέρεις που θέλεις να πας.
Δεν μπορείς να πας εκεί που θέλεις.
Μοιραία λοιπόν, σαν παρουσία απούσα, δεν αντιλαμβάνεσαι τη στιγμιαία -και πολλές φορές βίαιη- αυτή επαφή.
Τη νιώθουν μόνοι εκείνοι.
«Πρόσεχε άνθρωπε μου .. δε βλέπεις που πάς;»
« Συγνώμη… δε με πρόσεξα».
Ακόμα και αν σταθείς ακίνητος, ακόμα και τότε θα πέσουν πάνω σου,
ίσως με περισσότερη δύναμη επειδή θα αποτελείς ένα στατικό εμπόδιο
φτιαγμένο από σχετικά μαλακό υλικό που όμως απατηλά δίνει την
αίσθηση πέτρας.
Τι δουλειά έχεις εκεί στη μέση του πουθενά;
Πάλι χάθηκες;
Είναι λυτρωτική αλήθεια αυτή η απώλεια συναίσθησης της άγνωστης,
στιγμιαίας επαφής.
Για σένα την πέτρα.
Σα να βρίσκεσαι στη μέση μιας τρικυμίας που δεν μπορεί να σε πνίξει.
Δεν μπορεί να σε σώσει.
Κανείς δεν έχει τη δύναμη να ενοχλήσει τις σκέψεις σου.
Να τις αποκοιμίσει έστω για λίγο.
Κανείς δεν μπορεί να διαπεράσει αυτό το αόρατο τείχος που ύψωσες και να εισχωρήσει – να δει- τις κρυφές σου επιθυμίες.
Κανείς όσο παραμένει άγνωστος.
Η μοναξιά του ενός λοιπόν,
εκείνη που γίνεται εντονότερη όταν μπερδεύεσαι ανάμεσα σε ανώνυμο πλήθος ξέροντας πως δεν είσαι σαν αυτούς.
Σαν αυτούς που γνωρίζουν που κατευθύνονται
και αν καλόπροσέξεις το γνωρίζεις και συ.
Να αυτός ο βιαστικός κύριος με το κοστούμι
και την καφέ τσάντα δε μπορεί παρά να πηγαίνει σε
επαγγελματικό ραντεβού.
Η κοπέλα που αναδύει άρωμα προσμονής και μόλις σ΄ ακούμπησε ξυστά,
μα δε σε παρέσυρε η μυρωδιά της, θα έχει ραντεβού με κάποιον αγαπημένο γι’ αυτό είναι τόσο όμορφη.
Δες και κείνο το ηλικιωμένο ζευγάρι που σίγουρα μετράει νοερά
την πενιχρή κοινή σύνταξη μιας πενιχρά κοινής ζωής.
Αγαπημένο άγνωστο πλήθος….
Πόσο εύκολα γίνονται γνωστές οι προσωπικές τους ιστορίες.
Μα εσένα, εσένα κανείς δεν μπορεί να σε κατατάξει κάπου.
Δεν κρατάς τσάντα, δεν έχεις μυρωδιά, δε μετράς τίποτα.
Ασφαλής ανώνυμος, ανάμεσα σε επώνυμους αγνώστους.
Πέτρα μου…..
Μοιάζει ανακούφιση αυτό που νιώθεις ναι;
Σαν να έχεις διαπράξει κάτι ανόσιο μα κανείς δεν θα
βρει ποτέ αποδείξεις για να σε καταδικάσει.
Χαμογελάς;
Αυτόπτες μάρτυρες που όμως δε σε βλέπουν επειδή βιάζονται ,
αγαπούν, δύουν. Που δεν καταμαρτυρούν έστω κι αν πέφτουν πάνω σου επειδή εσύ δεν ξέρεις που θέλεις να πάς.
Δεν μπορείς να πας εκεί που θέλεις.
Εσύ ο αόρατος:
Ένας κάποιος ανόητος που δεν προσέχει το βήμα του.
Μια κάποια ανόητη.
Αγαπημένο άγνωστο πλήθος.. Αγαπημένο.

Μαρία Κανδύλη

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΔΥΛΗ

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΔΥΛΗ 
Ζω σε μια πόλη με θάλασσα, κατάγομαι από μια πόλη με λίμνη. Παντού νερό… Εγώ όμως δηλώνω της γης επειδή δεν μπορώ να δηλώσω αερικό. Γράφω συνέχεια ακόμα κι όταν δεν κρατώ στυλό, ακόμα κι όταν μου λείπει το χαρτί εγώ γράφω. Καταγράφω είναι μάλλον η σωστή λέξη. Επίμονα, επίπονα καταγράφω συναισθήματα: Δικά μου, δικά σου, ό,τι βρώ. Έκρυψα σε ένα βιβλίο τις πρώτες καταγραφές, για να μην τις χάσω. Πλυμένα Λάβαρα και γω υπογράφοντας συγγραφέας του, ταυτόχρονα υποσχέθηκα να συνεχίσω -χωρίς στυλό χωρίς χαρτί- να ψάχνω συναισθήματα : Δικά μου, δικά σου, ό,τι βρω. Πιστεύω στον καλύτερο μας εαυτό όμως δε με ξαφνιάζει και ο χειρότερος. Ονειροβατώ με ρεαλιστικό τρόπο κι έτσι στριμώχνω μια δική μου ανεπίσημη πραγματικότητα μέσα στην άλλη. Την επίσημη. Αγαπώ τις αυθόρμητες πράξεις, απεχθάνομαι τις σκόπιμες απραξίες. Θυμάμαι το χθες, περιμένω το αύριο, ζω το τώρα.

Back to top button