Η βία είναι σύμφυτη με το ανθρώπινο είδος, κομμάτι δικό μας, μέρος της εξέλιξής μας και της πορείας μας στον χωροχρόνο. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλά είδη βίας, όπως η βία που ασκείται στα πλαίσια άμυνας ή η βία που ασκείται αθέλητα, όπως σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, η σωματική βία αλλά και η λεκτική βία που εκτείνεται από ωμές εκφράσεις μίσους και φθόνου, έως το κοτσομπολιό και το χιούμορ ή ακόμη πιο σύνθετες μετουσιώσεις φαντασιώσεων βίας που τις συναντάμε στην άσκηση επαγγελμάτων (όπως ο χειρούργος, ο αστυνόμος, ο ήρωας στρατιώτης κ.τ.λ.) (Σιδέρης, 2016).
Ωστόσο, από όλα τα είδη του πλανήτη, μόνο στον άνθρωπο παρατηρείται το φαινόμενο άσκησης βίας για ευχαρίστηση. Υπό αυτό το πρίσμα καλείται κανείς να δει το bullying την απόλαυση, δηλαδή, του κακού που σκόπιμα προξενεί κάποιος επιτιθέμενος σε στόχο πιο αδύναμο και με τρόπο συστηματικό, επαναλαμβανόμενο, με συνέχεια και διάρκεια. Και μάλιστα σε πλαίσιο από το οποίο ο στόχος της επίθεσης δεν μπορεί να ξεφύγει (τι να κάνει να σταματήσει να πηγαίνει σχολείο;) και γνωρίζοντας ότι για αυτή του τη συμπεριφορά ο επιτιθέμενος θα έχει και μια σειρά από απολαβές, όπως τον θαυμασμό των συνομηλίκων, την απόλυτη κυριαρχία, επικράτηση, δύναμη, καταξίωση (Σιδέρης, 2016).
Πώς φτάνει, όμως, ένα παιδί ή ένας έφηβος στο σημείο να αντλεί απόλαυση από ακραίες μορφές άσκησης βίας όπως αυτές για τις οποίες ακούμε και μαθαίνουμε ότι συμβαίνουν στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος; Ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη γέννηση τέτοιων «μικρών καθημερινών σαδιστών» ; (ας μου επιτραπεί ο όρος). Και τι είναι αυτό που βοηθάει, τελικά, στην αποτροπή εκδήλωσης τέτοιων βίαιων συμπεριφορών.
Μέσα στο ίδιο το άτομο ενυπάρχουν μια σειρά από συνθήκες οι οποίες βοηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξημερώνουν και να αναχαιτίζουν αυτή την ροπή προς τη βία, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που σχετίζονται με αυτή. Συνθήκες που βοηθούν το άτομο να διαχειριστεί ισχυρά συναισθήματα (όπως το άγχος, ο φθόνος, η θλίψη κτλ) ή έντονες αποδιοργανωτικές εμπειρίες ώστε να λειτουργήσει με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό και να διατηρήσει μια καλή εικόνα για τον εαυτό του. Δεν γνωρίζω πόσοι από εσάς έχετε ακούσει την λέξη άμυνα. Στην ψυχολογία ο όρος αυτός χρησιμοποιείται προκειμένου να αναφερθεί στους τρόπους που έχει το βρέφος να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του και οι οποίοι εμπλουτίζονται καθώς μεγαλώνει και ακολουθούν το άτομο σε όλη την πορεία του. Κάποιες από αυτές είναι πιο πρωτόγονες ενώ κάποιες άλλες πιο εξελιγμένες, θα λέγαμε. Το πόσο εξελιγμένες είναι οι άμυνες που χρησιμοποιεί κανείς εξαρτάται από μια σειρά από παράγοντες όπως την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, το πώς βίωσε την πρώιμη παιδική του ηλικία, τις άμυνες που διδάχθηκε από τους γονείς και τα υπόλοιπα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του καθώς και τις συνέπειες που βίωσε ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης αυτών των αμυνών (McWilliams, 2000).
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε έναν παιδί ή έφηβο και καταλήγει να ασκεί βία σε κάποιον πολύ πιο αδύναμο επαναλαμβανόμενα και για ευχαρίστηση, αναμένοντας να αυξηθεί το κύρος του μεταξύ των συνομηλίκων του;
Ανάγνωση πρώτη:
- ‘Δεν σου το έχω πει να μην είσαι χάφτας; Να μην είσαι κοιμισμένος; Ρίξτου μια να δει πως είναι!’
- ‘Τι είναι αυτά που λες στο παιδί ρε Γιώργο;’
- ‘Σκάσε εσύ! Καλύτερα να τις δίνει παρά να τις τρώει! Έτσι κάνουν οι άνδρες!’
Ανάγνωση δεύτερη:
– ‘ Πόσες φορές σου έχω πει να μην μπλέκεσαι στα πόδια μου! Φύγε από μπροστά μου! Την ώρα και τη στιγμή που σε έκανα! Κοίτα να μη γίνεις και εσύ σαν την μάνα σου και φύγεις με τον πρώτο τυχόντα! Άχρηστη!’
Όπως όλα στην εποχή μας έτσι και το bullying έχει συνδεθεί με τον γενετικό παράγοντα. Πράγματι έρευνες καταδεικνύουν ότι άτομα που υιοθετούν αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι από τη φύση τους πιο ενεργητικά, πιο αντιδραστικά και πιο επιθετικά από τον μέσο όρο. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας καθώς καταλυτικής σημασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το περιβάλλον του ατόμου διαχειρίζεται και πλαισιώνει αυτή την έμφυτη τάση για αναζήτηση έντονων εμπειριών (Mc Williams, 2000).
Φαίνεται, επομένως, ότι άτομα που έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλοντα βίαια και τιμωρητικά, που έχουν αποστερηθεί τη συναισθηματική ζεστασιά είναι πιο επιρρεπή στο να υιοθετήσουν τέτοιες συμπεριφορές. Το πρωταρχικό μέλημα του κάθε παιδιού είναι να αγαπηθεί και να γίνει αποδεκτό από τους γεννήτορές του. Προϋπόθεση σε αυτό είναι το παιδί να νιώσει εμπιστοσύνη και ασφάλεια στο περιβάλλον που το γέννησε και το μεγαλώνει. Όταν, όμως, ένα παιδί μεγαλώνει μέσα σε απειλές όπως ‘ξαναμίλα μου έτσι και θα δεις τι θα πάθεις!’, ή εκβιασμούς ‘ αν δεν φέρεις καλό βαθμό μην ξαναγυρίσεις στο σπίτι’, όταν ένα παιδί γίνεται ο αποδέκτης ακραίας σωματικής και ψυχολογικής βίας από τα πιο κοντινά του πρόσωπα, ή είναι παρατηρητής φαινομένων βίας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς του τότε βιώνει έντονο φόβο, ταπείνωση, έλλειψη προστασίας, εγκατάλειψη και απόρριψη. Για το άτομο αυτό ο κόσμος είναι απειλητικός. Έτσι βιώνει και το σχολικό πλαίσιο όπου έρχεται για να παίξει και να ξαναπαίξει τα σενάρια που ήδη ζει στο σπίτι. Είναι δικά του τα κομμάτια που αναγνωρίζει στο ‘ θύμα’, με το δικό του εσωτερικό αίσθημα αδυναμίας ‘παίζει’, αυτό είναι που προσπαθεί να νικήσει. Όσο πιο πολύ ασκεί βία τόσο περισσότερο νιώθει έναν παντοδύναμο έλεγχο, που έρχεται να αντιρροπήσει το δικό του εσωτερικό αίσθημα ανασφάλειας (ibid, 2000).Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και φθόνο που βιώνει. Φθόνο καταστρεπτικό απέναντι σε αυτούς που έχουν αυτά που το ίδιο αναζητά, όπως οι καλοί βαθμοί, ένα ήρεμο σπιτικό, η αποδοχή. Δεν είναι τυχαίοι οι στόχοι!
Σε τέτοια περιβάλλοντα κάθε έκφραση φυσιολογικού συναισθήματος αποτελεί ένδειξη αδυναμίας και ευαλωτότητας. Ο λόγος δεν χρησιμοποιείται για εκφραστικούς και επικοινωνιακούς σκοπούς αλλά για την άσκηση ελέγχου, για να κυριαρχήσει απέναντι στη συμπεριφορά των άλλων (ibid, 2000). Επομένως, πώς μπορεί να αγαπήσει κανείς αν δεν έχει αγαπηθεί; Πώς να συναισθανθεί αν δεν υπήρξε ποτέ κανείς εκεί για εκείνον/η ή που και αν υπήρξε αυτό συνέβη μόνο μέσα από την πρόκληση πόνου;
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν περιβάλλοντα λιγότερο χαοτικά και ταραχώδη από τα παραπάνω, τα οποία, ωστόσο, επενδύουν στην ισχύ του παιδιού και του στέλνουν μηνύματα πως η ζωή δεν θα πρέπει να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα του να ασκήσει την έμφυτη κυριαρχία του στους άλλους. Καμία ανοχή για το άλλο, το ‘ ξένο’ το διαφορετικό. Απεναντίας, αυτό που ισχύει είναι η αδιαμφισβήτητη υπεροχή της δικής μας μιας και μοναδικής αλήθειας. Συχνά παραδείγματα αποτελούν ακραίες αντιδράσεις ενηλίκων απέναντι στους εκπαιδευτικούς των παιδιών τους (‘ Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Πώς τολμάς; Το δικό σου παιδί έχει πρόβλημα όχι το δικό μου’) ή σε άλλα παιδιά (‘Δεν έχει καμιά δουλειά στο σχολείο του γιου μου αυτός!’, ‘ Τι τα κουβάλησαν και αυτά εκεί; Ποιόν ρώτησαν;’) (ibid, 2000).
Και φυσικά, πέρα από το άμεσο περιβάλλον του παιδιού, υπάρχει και το ευρύτερο, η κοινωνικοπολιτισμική μας πραγματικότητα. Τα τριάντα, περίπου, τελευταία χρόνια το μοντέλο που επικράτησε στη χώρα μας ήταν αυτό του άκρατου καταναλωτισμού, του καταναλωτικού ναρκισσισμού, το ‘έχω άρα είμαι’ ή αλλιώς το για να ‘είμαι πρέπει να έχω’ και επομένως προκειμένου να ‘είμαι, πρέπει να έχω με κάθε τρόπο’. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο που όλο και πιο πολύ εκλείπουν αξίες όπως αυτές του ιπποτισμού, του fair-play αλλά που τα υλικά αγαθά έρχονται να τροφοδοτήσουν την ανταγωνιστικότητα και την επιθετικότητα, να ενισχύσουν τη λογική του νόμου του ισχυρού, της ασπλαχνίας απέναντι στον αδύναμο όπου στο τέλος ο νικητής τα παίρνει όλα, μαζί και τον θαυμασμό όλων, ακόμη και των ίδιων των ηττημένων (εξού και το ‘καλύτερα να δίνεις παρά να τις τρως!’) είναι απορίας άξιο το πόσο πολύ παραξενευόμαστε εμείς οι ενήλικες για τις διαστάσεις των φαινομένων τύπου bullying (Σιδέρης, 2000).
Προφανώς και δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσει κανείς τις αιτίες ενός τέτοιου φαινομένου μέσα σε λίγες γραμμές. Είναι, ωστόσο, πρόθεση μου να αναλογιστούμε, σχετικά με την δική μας ευθύνη, και όταν λέω δική μας εννοώ την ευθύνη των ενηλίκων, απέναντι στα ίδια τα παιδιά και να πάρουμε θέση στο εξής ερώτημα:
Υπάρχει περίπτωση αυτός ο οποίος είναι θύτης στο σχολικό πλαίσιο να είναι θύμα στο ίδιο ή σε άλλα πλαίσια; Και αν, ναι, ποια είναι τότε η δική μας ευθύνη;
Θα πρέπει να αποφασίσουμε και να πράξουμε αναλόγως και όχι σαν άλλοι βουβοί παρατηρητές να σιωπήσουμε.
Αλεξάνδρα Κόλκα
Ψυχολόγος, Διδάκτωρ του London School of Economics and Political Science
(Απόσπασμα ομιλίας στα πλαίσια της επιστημονικής συνάντησης ‘Σχολικός εκφοβισμός κι αποτελεσματική αντιμετώπισή του’ που διοργανώθηκε από τους Μικρούς Εξερευνητές , 12 Μαρτίου 2017)
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ
«STOP Bullying!»: Οι μαθητές του ΕΠΑΛ Άργους Ορεστικού δημιουργούν (βίντεο – cartoons)