Το καλύτερο (ίσως) βιβλίο που έχει γραφτεί για το ποδόσφαιρο και το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πάπυρος «Ποδόσφαιρο/Στη σκιά και το φως».
Ενα απόσπασμα για τον επεισοδιακό τελικό του Μουντιάλ το 1974 και όλα τα γεγονότα που περιστράφηκαν γύρω από αυτόν.
“Μεταξύ άλλων το 1974 ήταν η χρονιά όπου «Έπεφτε η δικτατορία στην Ελλάδα, το ίδιο και στην Πορτογαλια, όπου ξεσπούσε η Επανάσταση των Γαριφάλων, με σύνθημα το τραγούδι Grandola, vilamorena.
Η δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ εδραιωνόταν στη Χιλή, ενώ στην Ισπανία ο Φρανθίσκο Φράνκο νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Φρανθίσκο Φράνκο, διότι έπασχε από την εξουσία και την ηλικία.
Σε ένα ιστορικό δημοψήφισμα οι Ιταλοί ψήφιζαν υπέρ του διαζυγίου, το οποίο θεωρούσαν προτιμότερο από το μαχαίρι, το φαρμάκι και άλλες παραδοσιακές μεθόδους για την επίλυση των συζυγικών διαφορών.
Σε μια εξίσου ιστορική ψηφοφορία, οι ηγέτες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου εξέλεγαν πρόεδρο της FIFA τον Ζοάο Χαβελάνζε, ο οποίος αντικαθιστούσε στην Ελβετία τον αξιοσέβαστο Στάνλει Ρόους, και την ίδια εποχή άρχιζε στη Δυτική Γερμανία το 10ο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Εγκαινιαζόταν το νέο Κύπελλο. Ήταν πιο κακόγουστο από εκείνο του Ριμέ, αλλά το διεκδικούσαν εννέα ευρωπαϊκές ομάδες, πέντε αμερικανικές, όπως επίσης η Αυστραλία και το Ζαίρ. Η Σοβιετική Ένωση είχε αποκλειστεί από τα προκριματικά, καθώς οι παίκτες της είχαν αρνηθεί να παίξουν στο Εθνικό Στάδιο της Χιλής, το οποίο λίγους μήνες νωρίτερα ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπος εκτελέσεων.
Στη συνέχεια, η χιλιανή ομάδα έδωσε στο συγκεκριμένο στάδιο τον θλιβερότατο αγώνα στην ιστορία του ποδοσφαίρου: έπαιξε χωρίς αντίπαλο, σημειώνοντας πολλά γκολ στην άδεια εστία, γκολ που καταχειροκροτήθηκαν από το κοινό. Αργότερα, στο Μουντιάλ, η Χιλή δεν κέρδισε ούτε έναν αγώνα.
Έκπληξη: οι Ολλανδοί ποδοσφαιριστές ταξίδεψαν στη Γερμανία με τις συζύγους, τις αρραβωνιαστικιές ή τις φίλες τους, και έμειναν μαζί τους. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Και άλλη έκπληξη: οι Ολλανδοί είχαν φτερά στα πόδια τους, κι έφτασαν αήττητοι στον τελικό, με δεκατέσσερα γκολ στο ενεργητικό τους, και μόλις ένα στο παθητικό τους, το οποίο είχε βάλει ένας από τους δικούς του παίχτες από ατυχία.
Το Μουντιάλ του 1974 περιστράφηκε γύρω από το ‘Κουρδιστό Πορτοκάλι’, μια επινόηση των Κρόιφ, Νέεσκενς, Ρένζενμπρινκ, Κρολ και άλλων ακαταπόνητων παικτών, υπό την καθοδήγηση του προπονητή Ρίνους Μίχελς.
Στην έναρξη του τελευταίου αγώνα, ο Κρόιφ και ο Μπεκενεμπάουερ αντάλλαξαν σημαιάκια. Και τότε συνέβη η τρίτη έκπληξη: ο Κάιζερ και οι δικοί του έκαναν χαλάστρα στην ολλανδική γιορτή. Ο Μάγερ, που έπιανε τα πάντα, ο Μίλερ που έβαζε τα πάντα, και ο Μπράιτνερ, που έβρισκε λύσεις για τα πάντα, έριξαν δυο μπουγέλα νερό στο φαβορί, κι ενάντια στα προγνωστικά οι Γερμανοί νίκησαν με 2-1. Επαναλήφθηκε η ιστορία του ’54 στην Ελβετία, όταν η Δυτική Γερμανία είχε νικήσει την αήττητη Ουγγαρία. Πίσω από την Ομοσπονδιακή Γερμανία και την Ολλανδία ήρθε η Πολωνία. Την τέταρτη θέση κατέλαβε η Βραζιλία, που δεν μπόρεσε να είναι αυτό που ήταν. Πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε με επτά γκολ ένας Πολωνός παίχτης, ο Λάτο, ακολουθούμενος από τον επίσης Πολωνό Σάρμαχ και τον Ολλανδό Νέεσκενς, οι οποίοι σημείωσαν πέντε γκολ έκαστος”.
Τι είναι το γκολ
Το γκολ είναι ο οργασμός του ποδοσφαίρου. Και όπως ακριβώς ο οργασμός, έτσι και το γκολ, όλο και περισσότερο σπανίζει στη σύγχρονη ζωή. Πριν από μισό αιώνα, σπανίως ένας αγώνας τελείωνε δίχως γκολ: 0-0, δυο στόματα που χάσκουν, δυο χασμουρητά. Τώρα οι έντεκα παίκτες περνάνε όλο τον αγώνα κολλημένοι στη μικρή περιοχή, προσπαθώντας να αποτρέψουν τα γκολ, και δεν έχουν καιρό για να βάλουν. Ο ενθουσιασμός που προκαλείται κάθε φορά που η άσπρη μπάλα τραντάζει τα δίχτυα μοιάζει με μυστήριο ή τρέλα, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι το θαύμα δεν συμβαίνει συχνά. Το γκολ, ακόμα κι αν πρόκειται για γκολάκι, μετατρέπεται σε γκοοοοοοοοοοολ στο στόμα των εκφωνητών του ραδιοφώνου, ένα ντο βαρύτονο, που θα έκανε τον Καρούζο να σιωπήσει για πάντα, και το πλήθος παραληρεί, ενώ το γήπεδο ξεχνά πως είναι από τσιμέντο, ξεκολλάει από τη γη, και πετά στον αέρα.
Η περιγραφή του βιβλίου:
Όταν ήταν παιδί, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, όμως έπαιζε καλά μόνο στον ύπνο του, γιατί, τα πρωινά, στις αλάνες του Μοντεβίδεο, ήταν από τους χειρότερους. Όμως με το βιβλίο αυτό, κατάφερε με την τέχνη της γραφής του να κάνει ό, τι δεν μπόρεσε να πετύχει με την μπάλα στα πόδια: να γράψει το ωραιότερο βιβλίο που έχει γραφεί για ένα άθλημα. Πιάνει την ιστορία του ποδοσφαίρου από την αρχή, από τις ιστορικές απαρχές, μας μιλάει για τους κύριους πρωταγωνιστές του, για το γήπεδο, τους παίκτες και τους οπαδούς, για τις διοικήσεις, τις εφημερίδες και την τηλεόραση, για την εξέλιξη και την εξάπλωση του παιχνιδιού, τους κανόνες του, τις ιδιαιτερότητές του, τη χειραγώγησή του από τα οικονομικά συμφέροντα, τον εκφυλισμό του ενίοτε από τη σκοπιμότητα, το πέρασμά του από την εποχή της αθωότητας στη βιομηχανία του θεάματος. Μιλάει για τους παίκτες-μύθους, τον Γκαρίντσα, τον Πελέ, τον Πούσκας, τον Μαραντόνα, τον Εουσέμπιο, τον Κρόιφ ή τον Πλατινί, ως και τον Ρονάλντο και τον Μέσι, περιγράφει γκολ και φάσεις που έμειναν στην ιστορία με μια παραστατικότητα που σε κάνει να νιώθεις ότι συμμετέχεις κι εσύ στο παιχνίδι, κάνει ντρίπλες ρίχνοντας ενίοτε την μπάλα στην πολιτική, ρίχνει ματιές στην ψυχολογία του ανθρώπινου μωσαϊκού του ποδοσφαιρικού σύμπαντος. Κι αυτή την ποδοσφαιρική Βίβλο τη χτίζει ψηφίδα ψηφίδα, ιστορία ιστορία, με ενδιάμεσους σταθμούς τις διοργανώσεις των Παγκοσμίων Κυπέλλων, με τελευταίο το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας, το 2014.