ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Εμείς του 60 οι εκδρομείς…(γράφει η Μαρούλα Βέργου-Γκαμπέση)

 

1965… ζεστό καλοκαίρι – μέσα Ιουλίου- κι οι παρέες των Καστοριανών συν γυναιξί και τέκνοις αφήνανε για λίγο την πόλη, διαλέγοντας μικρά παραλιακά χωριουδάκια μεταξύ Πλαταμώνα και Ολυμπιάδας Χαλκιδικής, Λουτρακίου και Αιδηψού. Για τους πρώτους υπήρχε ειδική οργάνωση… τα σπιτικά που μας περιμένανε είχαν σχεδόν άδεια δωμάτια… οπότε εμείς… μεταφέραμε τα αναγκαία ως εκεί, πάνω στις καρότσες των λεωφορείων παλιάς τεχνολογίας, όπου φορτώναμε όλα τα κλινοσκεπάσματα και τα στρώματά μας δεμένα καλά με χοντρό σκοινί, έχοντας μαζί μας καμινέτο και ταβά, ρούχα και την διάθεση… ρυθμισμένη στο φούλ. Η θεία Νίνα – καλή της ώρα- μαθημένη, μια ζωή στις μεταθέσεις του θείου Αχιλλέα, τοίμαζε με δική της ευθύνη τρείς με τέσσερις μπόγους της ευρύτερης οικογένειας, κι έτσι κάπου 15-20 νομάτοι, μάνες με μικρά και μεγάλα παιδιά – πάπιες με παπάκια- βρισκόμασταν στα ΚΤΕΛ για να προωθηθούμε προς το Σταυρό της Χαλκιδικής, ενώ οι πατεράδες με τις δουλειές τους, επέλεγαν Σαββατοκύριακο. Οι άνθρωποι του χωριού μικρασιάτες στην καταγωγή περιμένανε πως και πως τους εκδρομείς να ενισχύσουνε το βαλάντιό τους, να εξοικονομήσουνε χρήματα για τον χειμώνα.

1965… Σταυρός… ώρα 10,30 π.μ….

Οι μικρές παρεούλες ξεκινούσανε για την κοντινή αμμουδιά… κουβαλώντας… για την άμμο τη ξανθή, και τα γαλάζια διάφανα νερά… τ΄απαραίτητα – στρωσίδια, τσάντες, παγούρια με νερό και φρούτα, NIVEA , μπάλα και ψάθινα καπέλα- κι ύστερα… αφού στρατοπεδεύαμε, ένα τσούρμο σόγια από συμπολίτες και συνέλληνες από Νιγρίτα, Δράμα, και Σέρρες, μπαινοβγαίναμε στη θάλασσα, ν ΄ απολαύσουμε τα δροσερά νερά, να πιτσιλήσουμε ο ένας τον άλλο, κάνοντας βουτιές, παιχνίδια με σωσίβια και στρώματα θαλάσσης (για τους έχοντες και τους προχωρημένους..). Το κύμα της θάλασσας ήταν διαρκές κι ακούγαμε το φλοίσβο του… μαζί με τα πρωτοποριακά τραγούδια του νέου…κύματος που έφθαναν στην κατάλληλη ώρα «μη μιλάς άλλο γι αγάπη, η αγάπη  είναι παντού…στην καρδιά μας , τη ματιά μας, τρώει τα χείλη τρώει το νού»…Τα μικρά Τραντζιστοράκια… ήταν κάτω από κάθε ομπρέλλα… και μετά το μπάνιο… ώρα για σκια …και ηλιοθεραπεία… ΄Ορεξη νάχεις να «θάβεις», όσους είχαν ανάγκη από αμμόλουτρα, και ύστερα… να βρίσκεις το χώρο σου και να διαβάζεις τ΄αγαπημένα σου περιοδικά … κάτι από μικρό ήρωα, γκαούρ ταρζάν, σούπερμαν και «καλημέρα θλίψη» , μαύρη τουλίπα, τεν- τεν  και μικρή Λουλού.

Η επιστροφή κάτω από τον καφτερό ήλιο ήταν βαρετή, σερνόμασταν σαν στην έρημο χαμένοι και διψασμένοι… μέχρι να γυρίσουμε στο χωριό, να φτάσουμε στο στέκι –ΟΑΣΗ- του Οδυσσέα, ή κάτω από τις πανύψηλες θροϊζουσες λεύκες λίγο πιο κάτω δίπλα στα κύματα … που τραγουδούσανε με τον τρόπο τους… Εκεί πια… πέφταμε με τα μούτρα στο πιάτο, συνδυασμένο με τις καθημερινές κουβέντες… επαινώντας ότι διαλέξαμε το καλύτερο φαγητό… που μας σερβίρανε τα γκαρσόνια- φοιτητές, κάτι μεγαθήρια… και ψηλά σαν λευκάδια, … και τότε σκουντιόμασταν η μια με την άλλη… ή σιωπούσαμε επιμελώς, βαστώντας αφανέρωτο τον θαυμασμό μας… κρατώντας κάποια χτυποκάρδια, κάτι αρρυθμίες (που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις τωρινές)  για δεκαεφτάχρονες καρδιές, που μας έφερναν μια περίεργη ταραχή…

Απομεσήμερο… λίγη ανάπαυλα, κι όλοι στρωματσάδα, στα δωμάτια της κυρίας Περιστέρας, της μικρασιάτισσας – ώρα κοινής ησυχίας- μέχρις τις 5 μ.μ. όπου περνούσε από τα στενά δρομάκια ο γυρολόγος δοσατζής με το τρίκυκλο, ή το Βοκς- Βάγκεν (δούρειο ίππο) που έκρυβε, τα φτηνιάρικα πολύχρωμα τσίτινα φορέματα, νυχτικά, πανταλόνια και πολλά άλλα ψιλικά που παίρνανε οι μεγάλοι έναντι ολίγων δραχμών.

Η νύχτα στο Σταυρό, άρχιζε με τη βόλτα στο κεντρικό φωτεινό δρόμο, με παγωτό χωνάκι, μαλλί της γριάς, γκουγκούτσκα… και λουκουμάδες… έκλεινε όμως με θερινό σινεμά… και πάλι συν γυναιξί και τέκνοις… φθάναμε στον κήπο με την οθόνη, άλλοτε για να δακρύσουμε με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, ή να ξεκαρδιστούμε με Νίκο Σταυρίδη, Μάρω Κοντού, Γιάννη Γκιωνάκη και « κίτρινα γάντια», κάτω από τον έναστρο ουρανό, την δροσιά της καλοκαιρινής νύχτας, καθήμενοι στα πάνινα καθίσματα, πατώντας χαλίκι γκρί και λευκό… καθαρίζοντας σπόρια και φυστίκια… μυρίζοντας αγιόκλημα… και γιασεμί… κι έχοντας τα μάτια συντονισμένα… στην υπόθεση του έργου…έως το χάππυ εντ…Και πάλι επιστροφή, μέσα από στενά δρομάκια με καλαμιές και σκοτεινές γωνιές με φωτεινές πυγολαμπίδες οδηγούς… και χορωδίες τριζονιών, γέλια και φωνές των παραθεριστών… που μας συνόδευαν ως το κατώφλι μας… νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες… κι ύστερα ύπνος… γλυκός… ανέμελος… που σε πήγαινε κατ΄ευθείαν … στα λημέρια του, να σε φιλοξενήσει να σε ξεκουράσει, να σου χαρίσει δυνάμεις – κι όνειρα θερινής νυκτός- ,για την επόμενη μέρα , με το τρανζίστορ στο μαξιλάρι, και τις βραδινές μελωδίες του μοναχικού πρίγκηπα …Μάνου Χατζηδάκη…ή τους αλιείς μαργαριταριών…το χάραμα…μας έβρισκε λιώμα… και λίγο αργότερα ακούγαμε τον γαλατά να διαλαλεί μαζί με τον μανάβη τα προϊόντα τους… «καλοκαίρι … με τα φρούτα πάνω στο πανέρι» και τα μαγιώ νάχουν στεγνώσει στα σκοινιά…

Ο παραθερισμός συνεχίζονταν και σαν φθάνανε νέες φουρνιές συμπολιτών τρέχαμε να μάθουμε, πως πήγε ο χορός των γουναράδων, και ποιοί καλλιτέχνες τραγουδούσανε στο εξοχικό κέντρο « η ΄Ελλη»… ενώ στα κέντρα στου Θεμελίδη και στου Χάτσιου, γεμάτα γλάστρες με βασιλικό, έφθαναν κι άλλα ταλέντα, ικανά μεν , άγνωστα δε, με μικρότερη εμβέλεια, δόξα και φήμη, για να ερμηνεύσουνε τα ελαφρολαϊκά … σουξέ της εποχής… «πάρε με στο τηλέφωνο», «Μυρτιά»… « οι σιδερένιες αλυσσίδες μας κρατούν…».  Ενθύμια ακριβά όλα αυτά , μαζί με την οικογενειακή- φιλική πόζα στην ακροθαλασσιά… λίγο πριν την αποχαιρετήσουμε- μαζεμένα όλα αυτά σε μια κασέλλα με αναμνήσεις , με κοχύλια -κοράλια και σεντέφια ποιητικά- και εφηβικές στιγμές… καυτά μύδια… κι ανθρώπους που λείπουνε από το τωρινό σκηνικό… ο κυρ Παναγιώτης κι η Ελένη του , με το κλουβί και η καρδερίνα που την έφερναν ως το Σταυρό, μην μείνει μόνη… ο κυρ Βασίλης με την κυρά του, την Ντότα και τα παιδιά τους… οι θειές της παλιάς σχολής, με τα σοβαρά, τ΄αστεία τους, την πασιφλορίνη όπου γύρευαν λίγα λεπτά ηρεμίας.

Εμείς… είμαστε στην τρίτη περίοδο της εφηβείας…μάχιμοι… κάνοντας δυνατά τ ΄ αδύνατα , συν θεώ…

Σ΄ ώρες οικονομικής κρίσης, όπου εφτά στους δέκα, θα μείνουν στ΄ αυγά τους –αν έχουν αυγά- … Μέσα στα χρόνια που φύγανε… άλλαξαν πολλά… Ο Σταυρός είναι ένα σύγχρονο χωριό, διαφορετικό από κείνο που ζήσαμε στα άγουρά μας χρόνια… Το στέκι του Οδυσσέα είναι στη θέση του, το δουλεύουν οι απόγονοι… μα οι ψηλές λεύκες κοπήκανε χάριν άλλων καλλωπιστικών φυτών… όσο για τα γκαρσόνια -που μυστικά λατρέψαμε- θ΄αποκτήσανε κοιλίτσα… χοληστερίνες κλπ…΄Όταν βρισκόμαστε με τον Κώστα στο δρόμο, οι συνειρμοί μας… επιστρέφουνε στην θάλασσα του Σταυρού, όπου με τον φίλο του από το Γιαννοχώρι, ως έφηβοι,  εργαζόμενοι στο τεζιάκι πήραν και το … βάπτισμα της ανεξαρτησίας, με λίαν καλώς, κι όπου… σαν τον Ζακ Κουστώ… ψάχνανε απεγνωσμένα να βρούν το δαχτυλίδι μιας αφηρημένης κυρίας που από την αμέλειά της… τόχασε για πάντα μεσ΄ στα κρυστάλλινα νερά…του θαλασσινού τοπίου…

…Εμείς του 60 οι εκδρομείς… κρατάμε τις ωραίες εικόνες… τις πιο δροσερές τις πιο απλές και καθημερινές κι αφήνουμε τον ποιητή να τα βγάλει πέρα καλύτερα… και τον συνοδεύουμε… τραγουδώντας ως ατάλαντοι, το «πάνω στην άμμο τη ξανθή γράψαμε τ΄ όνομά της ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή…» , ή ακούμε τον δικό μας τον Χρήστο να μας θυμίζει… και να επιμένει… πως… ΠΑΝΤΑ Η ΖΩΗ ΞΑΝΑΧΑΡΑΖΕΙ ΟΤΑΝ… ΚΡΑΤΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΜΑΤΑ…

Μαρούλα Βέργου- Γκαμπέση   

 

fonikastorias.gr 

2 Comments

  1. Κυρία Μαρούλα, μας “ταξιδέψατε μαγικά” με το γραπτό σας πίσω σε όμορφα χρόνια, όπου υπήρχαν άλλες αξίες, πολλές από τις οποίες δυστυχώς χάθηκαν στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας, της ανέχειας, του ωχαδερφισμού, των “δήθεν”, της υπερκατανάλωσης και της ανασφάλειας.

    Μας γυρίσατε πίσω στα χρόνια της σφιχτοδεμένης οικογένειας όπου ο ένας νοιαζόταν για όλους και όλοι για έναν, του γυρολόγου δοσατζή, του πρωινού γαλατά, του μανάβη που δεν γνώριζε τι θα πει φυτοφάρμακο, του χορού των γουναράδων, του κέντρου Έλλη, του ρομαντισμού, του παλιού ελληνικού κινηματογράφου όπου δεν χρειαζόταν σενάρια γιατί το ταλέντο των ηθοποιών ήταν έμφυτο, του τρανζίστορ με τις βραδινές μελωδίες του Μάνου Χατζηδάκη, της ανέμελης επιστροφής στο σπίτι μέσα από στενά δρομάκια με καλαμιές και σκοτεινές γωνίες, κάτι που στη σημερινή εποχή φαντάζει αδιανόητο.

    Αλήθεια…που πήγαν όλα αυτά ;; Γιατί γίναμε έτσι όπως είμαστε σήμερα ;;;

    Ευχαριστούμε για το όμορφο ταξίδι…

Back to top button