Λίγες σκέψεις για τη έξοδο…
Μετά από αρκετά χρόνια ευχάριστης συνύπαρξης τα παιδιά μου είδαν την πόρτα του διπλανού καταστήματος να κλείνει, να κλειδώνει. Αν και επανειλλημμένα με ρώτησαν το “γιατί” απάντηση που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την παιδική περιέργεια και να ανακουφίσει το συναίσθημα απογοήτευσης που ένιωθαν, δυστυχώς δεν υπήρχε.
Χθες οι νέοι ένοικοι άρχισαν τις προετοιμασίες για το νέο κατάστημα. Ένα τσούρμο παιδιά της γειτονιάς μαζεύτηκαν και παρατηρούσαν τις εργασίες. Είδα πως άρχισαν να πηγαινοέρχονται με χάρτινες κατασκευές και καταγράφανε σε άλλα χαρτιά λέξεις που δεν μπήκα στον κόπο να διαβάσω καθώς ήμουν αρκετά απορροφημένη από την ευχάριστη παρέα μου. Παρατηρώντας απλά για λίγο το παιχνίδι τους σκέφτηκα πως σίγουρα κάτι ωραίο σκαρφίστηκε το μυαλουδάκι τους, όπως εκείνα τα παιχνίδια που παίζαμε άλλοτε στις αλάνες και τα χαλάσματα. Η κινητικότητά τους ήταν μεγάλη, όσος και ο ενθουσιασμός τους.
Είχαν χωριστεί σε ομάδες, οι μεγάλοι έδιναν οδηγίες στους μικρούς και έτσι η ώρα περνούσε ευχάριστα για όλους εμάς τους ενήλικες που δεν ανησυχούσαμε μήπως και αρχίσουν και μας τριβελίζουν με τις μικρές τους απαιτήσεις. Όταν ήρθε η ώρα να τα μαζέψουμε και να πάει ο καθένας στη φωλίτσα του, η κόρη μου μου είπε “Όχι ακόμη μαμά. Εμείς καταστρώνουμε σχέδιο για να πάρουμε πίσω το μαγαζί του φίλου μας, κάθεται εκεί στο καφέ. Θα πάω να του το πω, να μη στενοχωριέται”.
Ένιωσα λίγη. Μηδαμινή. Όχι γιατί δεν μοιράστηκα το συναίσθημά τους. Μόνο γιατί κατάλαβα ότι όση ώρα τα έβλεπα να τρέχουν πέρα δώθε με τα χάρτινα κιάλια παρακολούθησης, τις χάρτινες φωτογραφικές μηχανές και τα ψεύτικα εργαλεία τους δεν μπόρεσα να δω και την αγωνία στα μάτια τους. Την αγωνία να μην χάσουν το φίλο τους, τον καλό τους γείτονα, που χρόνια τώρα πάλευε να κρατήσει το μικρό του μαγαζί. Σε αυτό το παιχνίδι αγάπη μου το θεριό είναι ανίκητο.
Αναγνώστρια του ΦΟΥΙΤ