Η παγκόσμια σύνοδος κορυφής για το κλίμα, που διεξήχθη στο Σαν Φρανσίσκο, ολοκληρώθηκε την Παρασκευή με μηνύματα ελπίδας, αλλά και συναγερμού, καθώς δήμαρχοι, κυβερνήτες και μη κυβερνητικές οργανώσεις, που είχαν φθάσει από ολόκληρο τον κόσμο, κάλεσαν τους παγκόσμιους ηγέτες να κάνουν περισσότερα μέσα στα δύο επόμενα χρόνια για να περιορίσουν την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη.
«Ουδέποτε είχαμε τόση ανάγκη πολυμέρειας όση αυτή τη στιγμή», δήλωσε κατά το κλείσιμο της συνόδου η Πατρίσια Εσπινόσα, η πρώην υπουργός του Μεξικού που επιβλέπει τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα στον ΟΗΕ. «Ακριβώς τη στιγμή που την έχουμε περισσότερο ανάγκη, η διεθνής τάξη τίθεται υπό αμφισβήτηση».
«Θα σας πω την αλήθεια», είπε επίσης ο Τζον Κέρι, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος διαπραγματεύθηκε τη συμφωνία του Παρισιού του 2015. «Είμαστε πολύ μακριά από τον στόχο».
Οι επόμενοι μήνες χαρακτηρίζονται κρίσιμοι από πολλούς συμμετέχοντες για την εφαρμογή της συμφωνίας για το κλίμα που συνήφθη το 2015 στο Παρίσι. Τον Δεκέμβριο, 190 κράτη που την έχουν υπογράψει θα συναντηθούν στο Κατοβίτσε της Πολωνίας για να συμφωνήσουν στους κανόνες της εφαρμογής της συμφωνίας.
«Η ενέργεια του Παρισιού χάθηκε», λέει ένας από τους λίγους αρχηγούς κρατών που ήταν παρόντες στο Σαν Φρανσίσκο, ο Ούγγρος Γιάνος Άντερ. «Διακυβεύεται το μέλλον του πολιτισμού, αυτό είναι το μήνυμα που πρέπει να φέρουμε στο Κατοβίτσε».
Όμως οι προετοιμασίες αυτού του μάλλον τεχνικού ραντεβού βρίσκονται σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταδειχθεί η αδυναμία της κλιματικής συμφωνίας.
Η μέθοδος που υιοθετήθηκε το 2015 είναι πρωτοφανής: καμιά κύρωση δεν προβλέπεται για τις χώρες. Κάθε κράτος ορίζει τους στόχους του για τη μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου — στόχοι προς το παρόν πολύ ανεπαρκείς για να περιορισθεί στους 2 βαθμούς Κελσίου η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη πριν από το 2100, καθώς η Γη βρίσκεται στο +1 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.
Μια σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ προβλέπεται επίσης για τον Σεπτέμβριο 2019, πριν από την επανεξέταση των εθνικών στόχων το 2020. «Αυτό είναι που θα καθορίσει αν η συμφωνία του Παρισιού θα μπορεί να σωθεί ή όχι», συνοψίζει ο Ντέιβιντ Πολ, υπουργός Περιβάλλοντος των Νησιών Μάρσαλ που απειλούνται να εξαφανισθούν από την άνοδο της στάθμης των υδάτων στον Ειρηνικό Ωκεανό.
«Στις πόλεις είναι που πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη μάχη», λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο δήμαρχος του Κίτο Μαουρίσιο Ρόδας, η πόλη του οποίου κατασκευάζει το πρώτο της μετρό και στο ιστορικό κέντρο της θα κυκλοφορούν μόνο «καθαρά» οχήματα.
Το Κίτο, όπως και η Βαρσοβία, το Μπουένος Άιρες ή το Κεϊπτάουν, είναι μερικές από τις πόλεις που, μαζί με τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Τόκιο και αμερικανικές Πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, συμμετέχουν στο κίνημα για «μηδενικό άνθρακα» σε μία έως τρεις δεκαετίες.
Οι πολυεθνικές ήταν πανταχού παρούσες: η Unilever, η Ikea, η Sony, η Walmart, η Michelin… πολλαπλασίασαν τις ανακοινώσεις και τις δεσμεύσεις.
Οι πόλεις, που έχουν υιοθετήσει τους πιο φιλόδοξους στόχους, βρίσκονται κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε χώρες όπου εδώ και μια δεκαετία ή περισσότερο οι εκπομπές μειώνονται. Όμως οι εκπομπές CO2 από την Κίνα, τον μεγαλύτερο ρυπαντή παγκοσμίως, και από την υπόλοιπη Ασία συνεχίζουν να σημειώνουν μεγάλη αύξηση. Συνολικά ο κόσμος συνεχίζει να εκπέμπει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Απομένουν δύο χρόνια
Ο στοχος των επόμενων ετών είναι να σταματήσει επιτέλους αυτή η αύξηση.
«Αν δεν το καταφέρουμε μέσα στα δύο ή τρία επόμενα χρόνια, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες πιθανότητες να μπορέσουμε να περιορίσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου», λέει ο Γιόχαν Ρόκστρεμ, κορυφαίος σουηδός κλιματολόγος.
Ένας διευθυντής επιχείρησης που ήταν παρών στη σύνοδο κορυφής, ο Ματς Πέλμπεκ Σαρπ, διευθυντής βιώσιμης ανάπτυξης της Ericsson, εξέφρασε το γενικό αίσθημα. «Είναι καιρός να δράσουμε και να σταματήσουμε να υπογράφουμε διακηρύξεις».
Ραντεβού από τις 3 έως τις 14 Δεκεμβρίου στο Κατοβίτσε της Πολωνίας και τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Νέα Υόρκη.
ΑΠΕ