Η χιλιετής και πλέον βυζαντινή ιστορία, παρόλο ότι διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης (μέχρι σήμερα τουλάχιστον…), έχει πολλές άγνωστες πτυχές. Μερικές από αυτές τις έχουμε αναδείξει μέσα από το protothema.gr.
Του Μιχάλη Στούκα
Η μάχη της Πελαγονίας (ή μάχη της Καστοριάς)- Σεπτέμβριος 1259
Όπως είναι γνωστό (νομίζουμε) μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204 το σημαντικότερο από τα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης. Βρισκόταν στην καρδιά του ζωτικού εδάφους της Μικράς Ασίας και περιλάμβανε τη Λυδία, τη Βιθυνία, τμήμα της Φρυγίας και ορισμένα αιγαιοπελαγίτικα νησιά ανάμεσά τους και τη Ρόδο.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο τη νόμιμη συνέχεια του βυζαντινού κράτους και έγινε το σημαντικότερο από τα ελληνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Δεσποτάτο του Μορέως, αυτοκρατορία της Τραπεζούντας). Οι αυτοκράτορές της διεξήγαγαν συνεχείς αγώνες με τους Λατίνους ,τους οποίους κατόρθωσαν να περιορίσουν συνάπτοντας συχνά συμμαχίες με γειτονικά κράτη (Βούλγαρους, Σελτζούκους σουλτάνους του Ικονίου κ.α.). Το 1258 πέθανε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης ,ενώ είχε ήδη ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας για την ηγεμονία του ελληνικού κόσμου. Ο διάδοχος του Θεόδωρου Β’ στη Νίκαια, Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης ήταν ανήλικος και η δολοφονία του αντιβασιλέα Γεωργίου Μουζάλωνα που είχε οριστεί από τον Γεώργιο Β’ είχε σαν αποτέλεσμα να οριστεί νέος αντιβασιλέας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ήταν γόνος οικογένειας που αναφέρεται πρώτη φορά στα μέσα του 11ου αιώνα και που συνδεόταν μέσω γάμου με την αυτοκρατορική δυναστεία των Κομνηνών. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν δισέγγονος του Αλέξιου Γ’ και υπήρξε στρατηγός στην Ευρώπη, όπως κι ο πατέρας του. Δεσπότης της Ηπείρου εκείνη την εποχή ήταν ο Μιχαήλ Β’ Δούκας.
Μια από τις πρώτες πράξεις του Μιχαήλ σαν αντιβασιλέας, ήταν να στείλει τον αδερφό του Ιωάννη στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ για ειρήνη με ευνοϊκούς όρους. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Γι’ αυτό ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μετά και την αποτυχία των πρεσβευτών που έστειλε σε Σικελία και Αχαΐα και γύρισαν άπρακτοι ,έδωσε εντολή στον αδερφό του να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον του Μιχαήλ Δούκα. Ο Δεσπότης της Ηπείρου υπολόγιζε πολύ στη βοήθεια των δύο γαμπρών του: του Μάνφρεντ βασιλιά των δύο Σικελιών, ο οποίος έστειλε 400 πάνοπλους Γερμανούς ιππότες και του Γουλιέλμου της Αχαϊας, ο οποίος έσπευσε επικεφαλής δύναμης από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Οι επιτυχίες του Γουλιέλμου το προηγούμενο διάστημα οδήγησαν τα στρατεύματα της Εύβοιας και του Αρχιπελάγους (Αιγαίου), τον κόμη Ριχάρδο της Κεφαλλονιάς, τον Θωμά Β’ των Σαλώνων (Άμφισσας) και τον Ουμπερτίνο της Βοδονίτζας καθώς και σώμα στρατιωτών από την Αθήνα και τη Θήβα με επικεφαλής τον Όθωνα, αδερφό και επίτροπο του δούκα Γκι Ντελαρός να συμπαραταχθούν κάτω από τη σημαία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Η μάχη της Πελαγονίας (1259)
Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν την άνοιξη του 1259 στη Μακεδονία. Οι συγκρούσεις εντάθηκαν το καλοκαίρι όμως η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Οκτώβριο (κατ’ άλλους τον Σεπτέμβριο) του 1259 στην Πελαγονία κοντά στον ποταμό Αξιό και όχι μακριά από την Καστοριά. Για τον λόγο αυτό σε κάποιες πηγές αναφέρεται και ως μάχη της Καστοριάς.
Ωστόσο καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συγκρούσεων έγινε σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στη FYROM όπως το Πρίλεπ (αρχ. Πρίλαπος) ,ορθότερη είναι η αναφορά ως μάχη της Πελαγονίας.
Απέναντι στις δυνάμεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου η αυτοκρατορία της Νίκαιας μίσθωσε ξένα στρατεύματα και αντιπαρέταξε: 300 Γερμανούς ιππείς με αρχηγό τον δούκα της Καρινθίας (σημ. στην Αυστρία), 1.500 έφιππους τοξότες από την Ουγγαρία και 600 ακόμα από τη Σερβία, ένα βουλγαρικό απόσπασμα, 500 Τούρκους μισθοφόρους και 2.000 Κουμάνους έφιππους τοξότες.
Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της μάχης ήταν ένα απρόβλεπτο επεισόδιο. Κάποιοι Φράγκοι ιππότες πείραξαν την ωραιότατη Βλάχα σύζυγο του στρατηγού και νόθου γιου του Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου, Ιωάννη Δούκα. Εξοργισμένος αυτός, πήγε στη σκηνή του Γουλιέλμου Β’ Βιλεαρδουίνου εκφράζοντας του την δυσαρέσκειά του. Ο Γουλιέλμος αντί να επιπλήξει τους ιππότες του ,έκανε κάποιους υπαινιγμούς ότι ο Ιωάννης ήταν νόθος. Έξαλλος ο Ιωάννης Δούκας με τους στρατιώτες του αυτομόλησε στις δυνάμεις της Νίκαιας. Ο πατέρας του μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε ”έφυγε νύχτα” κατά τον William Miller. Με την προτροπή του γενναίου ανιψιού του Γοδοφρείδου ντε Μπριγιέρ, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να συγκεντρώσει τις λιγοστές πλέον δυνάμεις του και αντιμετωπίσει το ετερόκλητο εχθρικό στράτευμα. Οι Φράγκοι επιτέθηκαν εναντίον των Γερμανών. Ο Γοδοφρείδος σκότωσε σε μονομαχία τον δούκα της Καρινθίας και οι Γερμανοί ιππότες σαρώνονταν από το ξίφος του. Τότε ο Ιωάννης Παλαιολόγος έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κουμάνους να χτυπήσουν με τα τόξα τους τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Πραγματικά οι τοξότες πέτυχαν να εξουδετερώσουν τους ιππότες, οι οποίοι έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπριγιέρ αιχμαλωτίστηκε και ο θείος του Γουλιέλμος προσπαθώντας να τον ελευθερώσει έμεινε χωρίς άλογο. Προσπάθησε να κρυφτεί σε μια θημωνιά από άχυρα, αλλά οι στρατιώτες του Παλαιολόγου τον αναγνώρισαν από τα δόντια του που προεξείχαν: ”υπό αχυρμιά τινί κρυβείς κακ των οδόντων των τινί στρατιωτών γνωρισθείς εάλω (είχε γαρ τους εμπροσθίους ευμεγέθεις και προβεβλημένους των φατνωμάτων)”. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Έλληνες τον ήξεραν ως «μακρυδόντη».
Μόνο λίγοι Φράγκοι κατάφεραν να γλιτώσουν. Ορισμένοι όμως από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν από τους Θεσσαλούς Βλάχους του Ιωάννη Δούκα και τελικά ελάχιστοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στον Μοριά.
Ο Γουλιέλμος και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη σκηνή του Ιωάννη Παλαιολόγου και από εκεί στη Λάμψακο αιχμάλωτοι του Μιχαήλ.
Η ήττα τους στην Πελαγονία ήταν μοιραία για τους Φράγκους της Αχαΐας, καθώς αποτέλεσε την αφορμή όλων των καταστροφών που ακολούθησαν.
Διαβάστε όλο το άρθρο στο protothema.gr