Καστοριά

Κόρη, τράβα τον μπερντέ… (της Βιβής Φαρσαλιώτου-Ιατρού)


Οι ξεσκισμένες και ξεθωριασμένες κουρτίνες που, πάρα πολλές φορές, έμειναν τραβηγμένες στο πλάι, απ΄ένα άγνωστο χέρι, για κάποιον άγνωστο, εντελώς ασήμαντο λόγο, στα άδεια πια, βρώμικα, αραχνιασμένα, μισο -γκρεμισμένα παράθυρα των Άδειων σπιτιών της Καστοριάς, της Όμορφης πόλης, ήταν η αιτία να μαζευτούν όλες αυτές (κι άλλες πολλές) φωτογραφίες καιρό τώρα. Κάθε μια της, γεννούσε σκέψεις, ιστορίες και ικασίες,μέσα μου και πολλές απ’ αυτές, μου φέρναν δάκρυα. Με τον φόβο ότι και στο <συρτάρι> μου θα συνεχίσουν να είναι αραχνιασμένες, και οι εικόνες και οι σκέψεις, και ότι θα τις αδικήσω κι εγώ ακόμη πιο πολύ, σε ώρες δικών μου αναγκαστικών <σιωπών> τόλμησα να τις βάλω σε μια σειρά, και με πολλά παρακάλια, σα να μιλάς σ’ ένα παράλυτο κι ημιθανή γέρο ένα πράμα, τις σήκωσα να χορέψουν μπροστά σας. Η Σιωπή του Μπετόβεν τις φύσηξε κατευθείαν στην ψυχή και τις έδωσε πνοή και το γλυκύτατο βαλς in the mood for love – του Shigeru Umebayashi τις παρέσυρε σε τρελό χορό σαν αεράκι δροσερό. Χρειάζεστε 15 λεπτών επιθυμία για ταξιδάκι νοσταλγίας. Αν τα διαθέτετε, βολευτείτε, και δείτε το χωρίς ενοχές,στον καναπέ σας…. Αλλιώς, προσπεράστε, επίσης, χωρίς ενοχές!
Εγώ, έτσι κι αλλιώς, θερμά θα σας ευχαριστώ, πάντα,
Βιβή
Κόρη,
τράβα τον μπερντέ
Να δω, θέλω, τον πατέρα σου
να ρχεται για τη μεσημεριανή σχόλη.
Τα παιδιά, να κοιτάζω,
που παίζουν στον μπαχτσέ
μην μου πατάνε τις μολόχες που φύτεψα.
Τις φίλες μου, αν έρχονται,
για να βγάλω την πίτα απ’ το σιάτσι….
Κοίτα, νυχτιάτικα,
μαζεύονται στους γείτονες οι δικοί τους….. Λύπη θα τους ήλθε.
Σήκω, πάμε.
Αιντε, άιντε, ήλθαν τ’ όργανα!
Κλείσε το παράθυρο να κινήσουμε!
Κυρ γαλατά!!!!
Στάσου, ένα λεπτό, θέλω περισσότερο γάλα, σήμερα,
έχω ερχόματα!!!
Να περνάς, αγαπημένε άγνωστε, και να σε κοιτάζω μαγεμένη, κρυφά, πίσω απ’ τη κουρτίνα μου…..
……………………………………………..
Σταμάτησε
ο χρόνος,
ξαφνικά,
θαρρούσες, για λίγο μονάχα
θα λείψεις…
ίσα με ένα ταξίδι μακρινό
μα, με γυρισμό, πίστεψες,
δεν σκέφτηκες ν’ αμπαρώσεις
τα παντζούρια
και τ’ ασφάλισες μόνο, ανοιχτά,
πίσω απ’ τα τσιγγέλια τα φρεσκογυαλιστά
να μην χτυπάνε στον άνεμο.
Ξαφνικά κι απότομα έφυγες
κι ούτε σου πέρασε απ’ το νου
να κρύψεις το σπίτι σου
πίσω απ’ την κουρτίνα.
Ετσι, με θάρρος κι αδιαφορία,
ανοιχτή την άφησες
να κοιτούν οι περαστικοί
το μέσα του σπιτιού σου
την ώρα που δεν θα είσαι εκεί.
Για λίγο, σκέφτηκες,
θα λείψεις.
Κι ουδένα άλλο χέρι βρέθηκε
να την κατεβάσει,
χρόνους αδυσώπητους
τώρα,
χρόνους πολλούς.
Αντίθετα, ένα χέρι αόρατο,
σαν άνεμος
σαν κραυγή
κρατά τραβηγμένο τον μπερντέ
κρατά τραβηγμένη στο πλάι την κουρτίνα
που,
κιτρίνισε πια , απ’ τους ήλιους
και τους καιρούς κι
έλιωσαν και ξέφτισαν
ξεφτιλισμένα και προδωμένα
της νοικοκυροσύνης σου τ΄αποδείγματα,
τα ασπροκεντήματα
και τα πλεξίματα με το βελονάκι
και, κανένας νοικοκύρης
δεν φαίνεται για να μαλώσει τους βοριάδες που αδίστακτοι
σπάνε τα λερωμένα τζάμια
και αυθάδικα τρυπώνουν
ως μέσα στις σάλες και στις κάμαρες
και χτυπάνε απ’ εκεί , με αγένεια
τις ξύλινες πόρτες
που τρίζουν αλάδωτες
και ξυπνάν
τα φαντάσματα των παρελθόντων
Κύρηδων και των Κυράδων τους
κι αναταράζουν τις μυρουδιές
εκείνων που ζήσανε μέσα τους
και ταράζουν τις ψυχές
εκείνων που έφυγαν
αφήνοντας πίσω τους
τα ερείπια της ζωής τους
στα ερειπωμένα κτίσματα
που, κάποτε, Σπίτια τα λέγανε
και, Σπίτια τους ήταν
αγλαή,
και στέγαζαν κι έρωτες κι αγάπες
και γέλια και κλάματα
και φωνές παιδικές
και μαλώματα
και προβοδήματα κι ερχόματα
κι αγωνίες και αρρώστιες ακόμα
και γάμους και γέννες και θάνατους
και ξανά γάμους και γέννες και θάνατους.

Κάθε που περνώ
θαρρώ, βασιλικός και μέντα
μοσχοβολάει κάτω απ’ το παραθύρι σου, και παίρνει, τότε, ο ήλιος τα μάτια μου
ίσα με τη σκιά πίσω απ’ την κουρτίνα σου
και ανεβάζει τον λογισμό μου
ίσα μ’ εκεί πάνω
Ψάχνω να σε δω
μα δεν είσαι εδώ
κι όμως, χαμογελάς και μ’ αγγίζεις
με βλέπεις ΕΣΥ, πίσω απ’ τον μπερντέ σου που τον κρατάς, αιώνες, τραβηγμένο.
Κόμπος δένει στον λαιμό μου
τότε,
μοιάζει λυγμός
για Ανθρώπους που δεν γνώρισα.
μοιάζει δάκρυ για ιστορίες χωρίς όνομα,
κοινές διαδρομές
διάφορες κι αδιάφορες πορείες,
παράλληλες
και – μονάχα- εν τέλει- τεμνόμενες
στο ΤΕΛΟΣ το απαράλλαχτο.
Τα παράθυρα που μείναν με κατεβασμένες τις κουρτίνες. Σα να επρόκειτο να γυρίσουν σύντομα οι οικοδεσπότες τους.
Στα παράθυρα που μείναν με τραβηγμένες τις κουρτίνες. Γιατί σε περίμενα. Μα , ακόμη κι αν στον κήπο σου καρπίζουν για πάντα οι κυδωνιές, εσύ δεν ήλθες ακόμη…. Δεν θα ρθεις ποτέ….

Ευγνωμονούσα για πάντα, την Καστοριά, την πατρίδα μου.

 

 

One Comment

  1. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύ, απ’ το να σε βοηθούν ν’ αγιάζεις στον Τόπο σου.
    Fouit Kastoria, Ευχαριστώ.

Back to top button