Κόσμος

“Δεν καταλαβαίνω την απάθεια των ανθρώπων, είναι λίγο τρομακτικό” τονίζει ο Τομ Γιορκ των Radiohead

Για τους Radiohead, τη δυσκολία να απολαμβάνεις να δημιουργείς μουσική, τη δημιουργία μουσικής, την αγανάκτηση για την πολιτιστική κατάσταση, την ηλικία των 50 και τον τρόμο να δουλεύει μόνος του για πρώτη φορά στις τρεις δεκαετίες μιας εξαιρετικής καριέρας μιλά ο Τομ Γιορκ σε συνέντευξή του στο «La Esfera».

Το «OK Computer» είναι το τρίτο κατά σειρά άλμπουμ του αγγλικού ροκ συγκροτήματος Radiohead και επανακυκλοφόρησε πέρσι σε νέα έκδοση με αφορμή την 20η επέτειό του.

Ο Τομ Γιορκ είπε ότι πέρασε πολύ χρόνο ακούγοντας τα αρχεία της ηχογράφησης και ότι θυμάται πως εκείνη την πρώιμη περίοδο των Radiohead αισθανόταν απογοητευμένος, νευριασμένος και αβέβαιος για ό,τι έκανε.

«Με το επόμενο άλμπουμ, Kid A (2000), η κατάσταση άρχισε να αλλάζει… Δεν ξέραμε τι ψάχναμε, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι δεν ήμουν πλέον ένας μουσικός που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή και ότι δημιουργούσα μουσική όσο καλύτερα μπορούσα και άρχισα να αισθάνομαι πιο άνετα και να απολαμβάνω πολύ τη διαδικασία δημιουργίας μουσικής» σημείωσε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Στο τέλος κατάλαβα πως αυτό ήταν ίσως ό,τι πάντα ονειρευόμουν. Όταν έγινα 40, πριν από δέκα χρόνια, είπα: Εντάξει, αυτό είναι που κάνω, αν δεν αρχίσω να το απολαμβάνω τώρα, πότε θα αρχίσω; Έτσι, η τελευταία δεκαετία υπήρξε μια διαδικασία εκμάθησης να σέβομαι αυτό που επέλεξα να κάνω και να μην σταματήσω να το κάνω, κάνω πάντα μουσική. Οι άνθρωποι που με ξέρουν νομίζουν ότι είμαι τρελός, επειδή δεν σταματώ» τόνισε ο τραγουδιστής και συνθέτης των Radiohead.

Ο Τομ Γιορκ ήταν η απροσδόκητη φωνή μιας γενιάς, στο τέλος του 20ου αιώνα και στην αρχή του 21ου. Η δυσλειτουργική μουσική του συνέλαβε το πνεύμα εκείνης της εποχής της αλλαγής, όταν η ψηφιακή επανάσταση εισήλθε σε ένα επιταχυντή σωματιδίων. Και από τότε, ο αντιαστέρας της Britpop έχει παραμείνει στην πρώτη γραμμή της δημοφιλούς μουσικής με πλάγιο ήχο που δημιουργείται χωρίς μια πυξίδα, τους στίχους του για τη σύγχυση και την ανικανότητα και την περιφρονητική του στάση απέναντι στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, με αποκορύφωμα την online προσφορά του άλμπουμ In Rainbows (2007) στην τιμή που ο ακροατής έκρινε κατάλληλη και με την άρνησή του μέχρι πριν από δύο χρόνια να διαθέσει τη μουσική του στο Spotify.

Πριν από λίγες εβδομάδες έγινε 50 και δηλώνει ότι αρχικά αισθάνθηκε «τρομοκρατημένος» δουλεύοντας το νέο του άλμπουμ, «Suspiria». Το άλμπουμ περιέχει 24 τραγούδια μαζί με όλο το υλικό που ο μουσικός από την Οξφόρδη έχει γράψει για το soundtrack της ταινίας με τον ίδιο τίτλο, η οποία θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο και είναι μια έκδοση του κλασικού θρίλερ του 1977 του Ντάριο Αρτζέντο.

«Δεσμεύθηκα να το κάνω μετά από επιμονή του Λούκα [Γκουαντανίνο, σκηνοθέτη της ταινίας] και ξεκίνησα ένα ταξίδι που τελείωσε μετά από ένα χρόνο», είπε.

Σε αντίθεση με τα εννέα άλμπουμ που έχει ηχογραφήσει με τους Radiohead και τα τρία που έχει κάνει μόνος του, συνέθεσε για πρώτη φορά το έργο μιας εξωτερικής αφήγησης. «Έπρεπε να μάθω να κάνω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο», εξήγησε, «ήταν μια μακρά διαδικασία να αυτοσχεδιάζω και να επεξεργάζομαι αυτό που έκανα, να αυτοσχεδιάζω, να επεξεργάζομαι, να αυτοσχεδιάζω, να επεξεργάζομαι. Ο Λούκα και η ομάδα του άρχισαν να μου μιλάνε για κάθε χαρακτήρα που χρειαζόταν ένα συγκεκριμένο μελωδικό θέμα, τέτοια πράγματα, για μένα ήταν τρέλα», συμπλήρωσε.

Το Suspiria διαμορφώθηκε με όργανα από τη δεκαετία του 1970, που είναι η εποχή στην οποία η ταινία είναι τοποθετημένη και αυτό προϋπέθετε τη μετουσίωση του στούντιο ηχογράφησης σε δημιουργική «μηχανή», από την οποία προέκυψαν οι κυματοειδείς ήχοι και τα piano arpeggios για να υποστηρίξουν τον τρομακτικό χαρακτήρα της πλοκής.

Όταν δουλεύεις μόνος είναι σαν να βάζεις έναν καθρέφτη μπροστά στα όριά σου όλη την ημέρα. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν, μόνο την ικανότητά σου να δημιουργείς κάτι.

Απαντώντας στην ερώτηση αν το Suspiria είναι αντίδραση στον σημερινό κόσμο ο Τομ Γιορκ είπε: «Ήμουν πολύ συνειδητοποιημένος όταν έκανα τη μουσική ότι η ταινία λαμβάνει χώρα στο Βερολίνο το 1977, αλλά δεν ήθελα να είναι αυτό μόνο. Ελπίζω να είναι σαφές ότι είναι και ένας δίσκος που κυκλοφορεί σήμερα. Και αυτό είναι εμφανές στο τραγούδι Ended, στο οποίο μιλάω για τους φασίστες και τον βασιλιά των μαριονέτων τους. Προφανώς, εκεί έχω τραγουδήσει για τον κόσμο σήμερα».

Στην ταινία, μια δευτερεύουσα πλοκή έχει να κάνει με το φάντασμα του ναζισμού και με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλάει για το πώς το πέρασμα του χρόνου επιτρέπει σε μερικούς ανθρώπους να ξεχάσουν τη φρίκη. Ο Γιορκ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για αυτή την πτυχή. «Αναγνωρίζω πολλά σε όλες αυτές τις αναφορές, διότι αισθάνομαι ότι γι αυτό τραγουδάμε τώρα, για το πώς έχουμε ξεχάσει πού επιλέγουμε να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από την Ευρώπη».

Όταν ρωτήθηκε αν ενδιαφέρεται για την πολιτική απάντησε: «Μου αρέσει πάρα πολύ να μιλάω για πολιτική. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι το πώς συγχωρούνται οι λανθασμένες πολιτικές» ανέφερε.

«Στη χώρα μου, για παράδειγμα», συνέχισε, «έχουμε αυτό το πράγμα που ονομάζεται Brexit. Και έχουμε μια κυβέρνηση που δεν έχει ιδέα πώς να το χειριστεί αυτό και κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες τρομερού θεάματος. Και οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα. Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι εκείνη την περίοδο που μου έλεγαν είναι δυνατόν να αλλάξουμε τα πράγματα. Αν βγεις έξω στον δρόμο, αν εμπλακείς στην πολιτική μπορεί να αλλάξεις τα πράγματα. Τώρα αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο, παρά τις μεγάλες δυνατότητες του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικών δικτύωσης στην πραγματικότητα, το αντίθετο συμβαίνει: όλες οι απόψεις είναι ίδιες και τίποτα δεν έχει συνέπειες. Μπορείς να αποδείξεις τη διαφθορά στην ψηφοφορία για Brexit και οι άνθρωποι απαντούν, “Α, ναι, φυσικά”. Και δεν υπάρχουν συνέπειες. Δεν υπάρχουν. Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Είναι τρομακτικό. Τότε νιώθω σαν να είμαι 50 ετών. Και λέω: “Έλάτε, ξυπνήστε τους όλους!”».

Μπορεί η μουσική να προκαλέσει αντίδραση στους ανθρώπους; «Ναι, όταν ακούν τον Κάνιε Γουέστ» είπε και ξέσπασε σε γέλια.

ΑΠΕ

Back to top button