Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Ο Φεύγας (του Αλέξη Γούδα)

Το καφενείο όπως όλα τα κεντρικά στις πλατείες των χωριών. Ομφαλός. Ησυχαστήριο, αναψυκτήριο, δικαστήριο, εκπαιδευτήριο, αφοδευτήριο και άλλα πολλά. Δεν μπορείς να κλείσεις τέτοιους χώρους στη λογική των σημερινών concept- shops, αυτά τα πράγματα βάδιζαν χωρίς σχέδιο και κατέληγαν πλήρως ταξινομημένα μέσα στην αταξία τους. Ο τάδε στη γνωστή γωνία με τα ουζάκια του, ο άλλος 3 μπύρες και σπίτι, στο κέντρο το βασικό πλάνο για τους πολιτικούς διαξιφισμούς, περιφερειακά μικρές παρέες με μεζέδες και στην τζαμαρία ταβλομαχίες.

Τους καλοκαιρινούς μήνες το σκηνικό μεταφερόταν στην αυλή χωρίς παραλλαγές πλην των μεθυστικών μωβ λουλουδιών που με επιμέλεια πότιζαν όλοι. Ένα μικρό χαμηλό κτίριο ήταν το καφενείο, με θολά κεραμίδια στη σκεπή, μια μπλε τζαμαρία, παλιές ξύλινες καρέκλες και τον Πέτρο. Τον ιδιοκτήτη που σέρβιρε σε παλιό ασημωμένο δίσκο με χειρολαβή. «Άιντε χαρούμενοι» αναφωνούσε και άφηνε τα ποτήρια στο τραπέζι σε κάθε σερβίρισμα. Μεσαίου αναστήματος, με ροδαλά μάγουλα, αυστηρός και άκακος γύρω στα 65, μια ζωή εκεί. Μια ξύλινη ταμπέλα με αυτοσχέδια γραφή σε καλωσόριζε στο

” ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ”.

Αρχές εκείνου του Απρίλη είπαν να διοργανώσουν πρωτάθλημα τάβλι και δήλωσαν κάμποσοι συμμετοχή. Έπαθλο : O νικητής θα πλήρωνε το στεφάνωμα του επιταφίου. Γιατί ήταν μεγάλη τιμή στο χωριό να αναλάβει κάποιος τα έξοδα για εκείνη τη μέρα μολονότι  δεν ήταν οι άνθρωποι βαθιά θρήσκοι παρά θεοσεβείς άπιστοι που ονειρεύονταν την πίστη.

Έτσι και έγινε. Το πρωτάθλημα θα διαρκούσε δέκα μέρες και τα πούλια από το τάβλι άρχισαν τους κρότους στην πλατεία. Ήταν όλοι πεπειραμένοι παίχτες.

” Πείρα σημαίν’ να μιλάς στο ζάρ”.

Και πράγματι ώρες-ώρες έβλεπες να προλογίζουν τη ζαριά τους. Στις ”πόρτες” υπήρχε μια γενική ικανότητα μιας και κάποιες κινήσεις είναι προγραμματισμένες, στο ”πλακωτό” ήταν 4-5 που ξεχώριζαν και έστηναν μαεστρικά παγίδες. Στο τρίτο παιχνίδι ένας είχε τη φήμη και τη χάρη ο  Φεύγας .

«Πάλ τροχαδ’ ο φεύγας που να τον φτάσ’».

«Πάτα λίγου φρένου Φεύγα θα πέσεις σε χαντάκ».

« Έφυγα» απαντούσε ο ίδιος περιπαιχτικά σίγουρος για τις κινήσεις του στο ταμπλό.

Γύρω από τα τραπέζια μαζευόταν όλο το καφενείο μα και οι περαστικοί και τα πιτσιρίκια για να θαυμάσουν τα έντεχνα παιξίματα μα πιο πολύ για τις αψιμαχίες. Οι ατάκες δίνανε και παίρνανε. Μέχρι και στα ακροκέραμα έφτιαχναν παράταξη τα κοράκια, κοίταζαν και αυτά επίμονα – τι καταλάβαιναν άραγε – και δε φεύγανε παρά μόνο αν κάποιος ηττημένος δίπλωνε κοπανιστά το τάβλι και έκανε θόρυβο.

Τελικά οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν και στον τελικό όπως επίσημα ανακοίνωσε ο Πέτρος, θα ‘παιζε ο Φεύγας με τον Τάσο τον κουρέα, το βρωμόχερο. Μεγάλη Δευτέρα 11 το πρωί θα δινόταν η μάχη.

Ξύπνησε ο Φεύγας το πρωί στις 9 να λουστεί, να ξυριστεί, του σιδέρωσε η γυναίκα του το καλό πουκάμισο «σαν τς καουμπόηδες  κανς» του λεγε «δεν πας για σκότωμα, τάβλ είναι».

Δεν απαντούσε ο Φεύγας ήθελε πολύ αυτή τη νίκη μα και το έπαθλο. Ήπιε τον καφέ του με  δυο κουλουράκια, είδε τα πρωινά νέα στην τηλεόραση, γυάλισε τα παπούτσια, χτενίστηκε με γεωμετρική ακρίβεια, σφαλιάρισε με κολώνια τα μάγουλά του και είπε στον καθρέφτη :

«Έφυγα».

Η ώρα ήταν 10 και κάτι, θα πήγαινε στο καφενείο για ζέσταμα, δυο ουζάκια, λίγο μαμπέτι μέχρι να στρωθούν όλοι για να αρχίσει το ματς. Βγήκε από το σπίτι  και ξεκίνησε να διανύσει τα 6 λεπτά απόστασης που τον χώριζαν από την αρένα. Στο δρόμο ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος και σταμάτησε λίγο στην άκρη να συνέλθει. Μάταια διότι το σφίξιμο έγινε πιο δυνατό και ο Φεύγας σωριάστηκε στο έδαφος κατρακυλώντας μερικά μέτρα στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου.

Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και στο καφενείο είχε μαζευτεί σχεδόν όλο το χωριό. Όλοι περίμεναν τον Φεύγα γύρω από το τραπέζι να εμφανιστεί και να καθίσει στη μεριά του, απέναντι από τον Τάσο το βρωμόχερο, που δίπλωσε κοπανιστά 2-3 φορές το τάβλι από την ανυπομονησία του, κοράκια δεν είχε όμως στη στέγη.

Η ώρα είχε πάει 11.30 και κάποιος σφύριξε να τηλεφωνήσουν στο σπίτι του να δουν τι συμβαίνει.

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές ώσπου ακούστηκε η γυναίκα του Φεύγα στο ακουστικό.

«Ναι ποιος είν’;»

«Ο Πέτρος από τον Παράδεισο περιμένω τον άντρα σου».

 

 

Back to top button