Ελλάδα

Περι μισθοδοσίας κλήρου και εκκλησιαστικής περιουσίας .

Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο θέμα της μισθοδοσίας του Κλήρου, σημειώνουμε ότι μέχρι το 1945 οι ιερείς αμείβονταν από τη λεγόμενη εισφορά των ενοριτών 

Τότε λοιπόν εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης» με τα εξής δυο επιχειρήματα
α. Αφού το ελληνικό Κράτος απαλλοτρίωσε, ουσιαστικά χωρίς αντάλλαγμα, το μέγιστο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας, έχει την υποχρέωση να τηρήσει τη δέσμευσή του ( Σύμβαση του έτους 1952, ) ότι θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξή του προς την Εκκλησία, όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα.
β. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Εκκλησίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο ενεργά η συνειδητά είναι. Παράλληλα τυγχάνουν και φορολογούμενοι πολίτες. Το Κράτος έχει την υποχρέωση, από τους φόρους που εισπράττει, να καλύπτει τις ανάγκες υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλειας, πολιτισμού, άθλησης καθώς και πνευματικές , μεταφυσικές,ψυχικές ανάγκες.

Η Σύμβαση του 1952

Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος,  στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας,  χωρίς αντάλλαγμα!  Ο λόγος.  Η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων. Η Ιεραρχία αντέδρασε,  η απόπειρα ματαιώθηκε,  αλλά το Κράτος με το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29.10.1949 επανήλθε. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το Σύνταγμα και του 1952 όριζε ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η Ανατολική Ορθόδοξος», προέβαλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο Κράτος, με την απειλή μάλιστα διακοπής της μισθοδοσίας των εφημερίων .

Οι αφόρητες πιέσεις του Κράτους είχαν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Το σημαντικό στοιχείο στη Σύμβαση αυτή,  είναι ότι σ’ αυτήν περιέχεται η διακήρυξη του Κράτους ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ δεσμεύεται να παρέχει και κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε να μπορέσει η Εκκλησία να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της.

Το Κράτος αποδείχθηκε και στη δέσμευσή του αυτή αναξιόπιστο. Διότι με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε,  αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε. Οι κρατικές Υπηρεσίες, άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, με το να ζητούν τίτλους κυριότητας από εποχές που το Κράτος μας δεν υπήρχε, άλλοτε μη δεχόμενο την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων ή πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, ή χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή  «διακατεχόμενες»  τις μοναστηριακές εκτάσεις, στην πράξη εμπόδισαν και εμποδίζουν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την λίγη περιουσία της.

Για περισσότερα διαβάστε το εκτενές άρθρο του Ευάγγελου Π. Λέκκου στο oodegr.com

 

 

Back to top button