Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε τίποτα. Έτρεχε για πολύ ώρα .
Επέμενε να ψάχνει γιατί ήταν σίγουρος πως ήταν κάπου εκεί.
Ήταν απεγνωσμένη η ανάγκη του να βρει από κάτι να πιαστεί .Μα δεν του είχε μείνει τίποτα πέρα από αυτήν να του θυμίσει πως είναι ζωντανός .
Η σκιά του ήταν πάντα εκεί ως εκείνη τη στιγμή που δεν μπόρεσε να την ανακαλύψει .
Μα δεν κοιτούσε στη σωστή κατεύθυνση .
Η ΣΚΙΑ ειχε μετακομίσει “μέσα” του .
Γκρίζαρε το λευκο της αθωότητας.
Σκοτείνιασε το φωτεινο της αλήθειας.
Μαύρισε τις επιθυμιες και τους στοχους.
Ηταν ο ιδιος πια, σκιά .
Διαφορετικός. Γκρινιαρης. Απαισιοδοξος. Κουρασμενος.
Ποιος ομως θα μπορουσε να τρεξει με ενα βαρος.
Επρεπε να την βγαλει απο πανω του γρηγορα .
Σταματησε να την αναζητεί. Ηταν σιγουρος πια πως δεν ηταν ο σωστος φιλος να στηριχτεί.
Ετρεχε. Ετρεχε ακομη. Γιατι πολυ απλα δεν μπορουσε να σταματησει.
Ειχε πολυ δρομο μπροστα του.
Η κουραση εξαφανίστηκε. Ελαφρύς κατα πολυ έφτασε εκει οπου ειχε παρκάρει.
Ο λαμπερός ηλιος εκανε τη δουλεια του .
Σχημάτισε τη σκιά του εκει οπου θα πρεπει να ειναι .
Πισω του .