Ελλάδα

Αλλάζουν όψη οι ελληνικές πόλεις – Έρχονται κατεδαφίσεις ολόκληρων τετραγώνων!

Για κατεδαφίσεις όχι μόνο μεμονωμένων κτηρίων αλλά ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων έκανε λόγο ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Δημαράς, εκτιμώντας ότι πρόκειται για τον μοναδικό τρόπο ώστε να λυθούν τα πολλαπλά προβλήματα που δημιουργεί το γερασμένο κτηριακό απόθεμα στο κέντρο των ελληνικών πόλεων και ιδίως της Αθήνας.

Μιλώντας στην ημερίδα του ΥΠΕΝ με θέμα «Πλαίσιο Αναζωογόνησης και Αναπλάσεων Αστικού Χώρου – Βελτίωση και εκσυγχρονισμός των θεσμικών εργαλείων και διαδικασιών για το σχεδιασμό-επανασχεδιασμό και την υλοποίηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων ανάπλασης με στόχο την αειφορία και την ανθεκτικότητα των οικισμών», ο Γ. Δημαράς ανέφερε ότι «δεν υπάρχει άλλος τρόπος λύσης τριών και περισσοτέρων ταυτόχρονα προβλημάτων από ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα απόσυρσης κτιρίων και κατεδάφισης μέρους ή ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων. Θα υπάρξει, ούτως ή άλλως, κατεδάφιση παλαιών κτηρίων, που δεν έχουν επάρκεια στατικής αντοχής σύμφωνα με τους κανονισμούς και δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι να διατηρηθούν», είπε ο υφυπουργός και πρόσθεσε: «Για να γίνουν τόσο τολμηρές, αλλά αναγκαίες παρεμβάσεις, απαιτείται νέο θεσμικό πλαίσιο, πιθανόν, να απαιτείται και αναθεώρηση κάποιων άρθρων του Συντάγματος. Το πιο δύσκολο είναι το ζήτημα των πολλών μικρών ιδιοκτησιών και των εξ αδιαιρέτου οικοπέδων όπου είναι αδύνατη η κοινή απόφαση για τέτοιες αλλαγές, προκειμένου να γίνει παρέμβαση σε κλίμακα οικοδομικού τετραγώνου».

«Πρόκειται για διαμόρφωση των αξόνων ενός μακρόπνοου σχεδίου διότι και στην πολεοδομία, όπως και στην παιδεία, τα αποτελέσματα των δράσεων δεν είναι άμεσα ορατά, αλλά φαίνονται ύστερα από 30-40 χρόνια», ανέφερε ακόμα.

«Αποτελεί πολεοδομικό παραλογισμό το κέντρο της πόλης να υποβαθμίζεται, να ερημώνεται και να σαπίζει, ενώ έχουμε μια διαρκή μετακίνηση και οικοδομική ανάπτυξη προς τα προάστια. Είναι επιτακτική ανάγκη να αντιστρέψουμε αυτή την κίνηση από τα προάστια προς το κέντρο», είπε ο κ. Δημαράς.

Αναφερόμενος στις απαιτήσεις των διεθνών συμφωνιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο υφυπουργός υπενθύμισε ότι «έως το 2050 όλα τα κτίρια θα πρέπει να θερμαίνονται χωρίς καύση πετρελαίου ή φωταερίου, ενώ υπάρχει ανάγκη για αύξηση πρασίνου στις περιοχές που είναι ελάχιστο και στις οποίες το μικροκλίμα το καλοκαίρι είναι αβάσταχτο, για αύξηση των κοινόχρηστων χώρων, για πυκνό δίκτυο πεζόδρομων για άνετες και ασφαλείς μετακινήσεις των πεζών, για πράσινες διαδρομές, που συνδυάζουν το περπάτημα με το πράσινο, για πυκνό δίκτυο ποδηλατοδρόμων για ήπιες και οικονομικές μετακινήσεις φιλικές στο περιβάλλον, για κτίρια που να αντέχουν σε μελλοντικούς μεγάλους σεισμούς και κτίρια με καλή ενεργειακή συμπεριφορά, σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και απαιτήσεις των καιρών».

«Να μην περάσει από κανένα μυαλό ότι θα χτίσει ένα αυθαίρετο σήμερα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το σώσει». Με αυτή τη χαρακτηριστική φράση έκλεισε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Σταθάκης, το χαιρετισμό του στην εν λόγω ημερίδα.

Ο κ. Σταθάκης σημείωσε ότι οι αστικές αναπλάσεις φιλοδοξούν να δώσουν λύση στα «προβλήματα του δομημένου περιβάλλοντος, που εξ ορισμού αποτελεί πεδίο αντιθέσεων, αλλαγών και ανακατατάξεων». Μνημόνευσε το μυθιστόρημα «Δέκα» του Καραγάτση, όπου παρατηρείται οικιστική ανάπτυξη σε ένα αποβιομηχανοποιημένο εργοστασιακό περιβάλλον και τόνισε πως κάποτε το όνειρο αρκετών οικογενειών ήταν να αποκτήσουν ένα διαμέρισμα στη Βικτώρια. «Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι αναπλάσεις πέρασαν από μια περιπέτεια», είπε ο υπουργός, απαριθμώντας, ωστόσο, σειρά έργων των τελευταίων χρόνων, όπως την επέκταση του κτηματολογίου και των δασικών χαρτών, τη χάραξη του αιγιαλού, το θεσμικό πλαίσιο για τις χρήσεις γης και τα ειδικά χωροταξικά σχέδια για τους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, που, όπως είπε, «αποτελούν τομές για τον οικιστικό τομέα».

Σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη ο στόχος του συγκεκριμένου νόμου είναι τετραπλός: Συναίνεση των ιδιοκτητών, συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και όλων των εμπλεκομένων φορέων, διασφάλιση πόρων και αυστηρή προτεραιοποίηση των περιοχών παρέμβασης με βάση ορθολογικά κριτήρια.

Για «ανάγκη ανακαίνισης του κτιριακού αποθέματος της χώρας», έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΓΕΕ, Γ. Στασινός, σημειώνοντας πως ο πρώτος στόχος μιας τέτοιας δράσης πρέπει να είναι η ενεργειακή αναβάθμιση και εξοικονόμηση, αλλά και η στατική επάρκεια των κτιρίων. «Ωραία είναι τα σχέδια, αλλά είναι εφαρμόσιμα;» αναρωτήθηκε, υπενθυμίζοντας περιπτώσεις κτηρίων που τελούν για χρόνια υπό κατάληψη και για τα οποία δεν έχουν βρεθεί λύσεις.

«Κάποιοι θα πουν “εδώ εσείς δεν μπορείτε να πάρετε τους χώρους σας πίσω, να μπορείτε να οριοθετήσετε μια πλατεία, θα γκρεμίσετε και κτήρια;” Κάποιες επιλογές έχουν έντονο πολιτικό και ιδεολογικό χρώμα και δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση ξεκινά σε μια προεκλογική για την Τοπική Αυτοδιοίκηση περίοδο», είπε ο κ. Στασινός και πρόσθεσε: «Μιλάμε για κοινόχρηστους χώρους, αλλά πρέπει να δημιουργηθούν και οι κατάλληλοι μηχανισμοί, από τους οποίους θα προκύψουν. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις δεν θα οδηγήσουν πουθενά. Έχουμε πικρή πείρα. Το κύριο είναι να δοθούν στην πραγματικότητα πολεοδομικά κίνητρα. Ο επενδυτής πρέπει να έχει κίνητρο, ενδεχομένως με επιπλέον συντελεστή δόμησης. Μπορούμε; Θέλουμε; Ο θεσμός της Τράπεζας Γης πρέπει κάποτε να λειτουργήσει σοβαρά. Πρέπει να είναι μια αγορά δικαιωμάτων. Ηλεκτρονική και διάφανη».

Την επαναφορά σχεδίου νόμου για την επανεξέταση 1.650 εγκαταλειμμένων κτηρίων στα διοικητικά όρια της Αθήνας, ζήτησε η αντιδήμαρχος Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων, Λ. Μυριβήλη. «Είχε συνταχθεί με τη συνδρομή πανεπιστημιακών και το καταθέσαμε ως Δήμος. Ωστόσο, δεν βρήκε ανταπόκριση», σημείωσε η ομιλήτρια, η οποία τόνισε πως ο Δήμος Αθηναίων, τα τελευταία χρόνια, έχει αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών για τα γερασμένα κτίρια στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ανθεκτικότητας για το 2030, πάνω στην οποία έχουν βασιστεί 100 πόλεις σε όλο τον κόσμο. Όπως είπε, «ο Δήμος Αθηναίων έχει εξασφαλίσει 55 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ποσό που προορίζεται για αστικές παρεμβάσεις, ενώ είναι σε εξέλιξη και δράσεις για τη θωράκιση των κτιρίων έναντι της κλιματικής αλλαγής. Αντιμετωπίζουμε δυσκολίες στη συντήρηση των χώρων πρασίνου λόγω μείωσης του προσωπικού», κατέληξε η αντιδήμαρχος.

«Κάποτε, με την αποβιομηχάνιση, κάναμε λόγο για πλεονάζοντες οικονομικούς χώρους, δηλαδή, εργοστασιακούς χώρους που περίμεναν να επαναχρησιμοποιηθούν με κάποιον τρόπο. Στην πραγματικότητα, αυτό φωτογράφιζε μια διαδικασία ανάπλασης», σημείωσε από την πλευρά της η γ.γ. Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, αν. καθηγήτρια του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ρ. Κλαμπατσέα, και πρόσθεσε: «Τώρα έχουμε να απαντήσουμε όχι μόνον σε πλεονάζοντες οικονομικούς χώρους, αλλά σ΄ έναν πλεονάζοντα χώρο, υποδοχέα χρήσιμων εγκαταστάσεων. Το πρόσημο πρέπει να είναι θετικό και για την οικονομία και για την κοινωνία και για το περιβάλλον. Αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ο καθένας μέσα από την ιδιότητά του να συμβάλει ώστε τα προγράμματα οικιστικής ανάπλασης να “τρέξουν” χωρίς αντιπαραθέσεις».

Για ολοκληρωμένο νομοθέτημα που καλύπτει χρόνιο κενό στη γενικότερη νομοθεσία για το περιβάλλον, έκανε λόγο ο τ. πρόεδρος του ΣτΕ, Κ. Μενουδάκος. «Στόχοι ενός τέτοιου νομοθετήματος είναι η ταχύτητα στις διαδικασίες θεσμοθέτησης, η σύνθεση με πολεοδομικά εργαλεία και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων εφαρμογής», τόνισε ο ομιλητής, διευκρινίζοντας πως «τέτοιου είδους ρυθμίσεις στην εφαρμογή τους είναι πολύ δύσκολες».

Στην εργαλειοθήκη του 1923, οπότε συντάχθηκαν οι ρυθμίσεις περί κτιριακών ελέγχων, αναφέρθηκε η συντονίστρια της ομάδας εργασίας του σχεδίου νόμου, Μ. Ευαγγελίδου, σημειώνοντας πως επρόκειτο για εξαιρετικά πρωτοποριακή δουλειά, αλλά με όρια. «Δεν επιδιώκουμε να καταργήσουμε τα τότε εργαλεία, αλλά να τα βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε και την πολιτική βούληση», τόνισε, αναφέροντας, ως παραδείγματα, μεμονωμένες προβλέψεις του θεσμικού πλαισίου, που έχουν ξεπεραστεί από την εποχή τους και πρέπει να ανανεωθούν. «Για παράδειγμα, η νομοθεσία για τα τραπεζοκαθίσματα προκύπτει από διάταγμα του ΄58 και συνδυάζεται με τα οικονομικά των Δήμων. Πουθενά αλλού δεν έχουμε πρόβλεψη», σημείωσε.

Στις πολιτικές βιώσιμης αστικής ανάπτυξης στη μητροπολιτική Αθήνα, αναφέρθηκε ο ομότιμος καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πρόεδρος της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου, Ι. Πολύζος, και παρουσίασε τις δικές του προτάσεις για αστική ανάπλαση.

«Μιλάμε διαρκώς για ανάπλαση, αλλά ο μηχανισμός εξάπλωσης της πόλης δεν έχει κλείσει. Κανείς δεν βάζει στο τραπέζι την κατάργηση των παρεκκλίσεων της εκτός σχεδίου δόμησης», σημείωσε και πρόσθεσε: «Αναμφισβήτητα ζητούμε την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει η γραμμική ανάπτυξη της πόλης. Δεν μπορεί να είναι οι δρόμοι πόλοι ανάπτυξης».

Οι προτάσεις ανάπλασης που διατύπωσε ο ομιλητής αφορούν κομβικούς δακτυλίους με μέσα σταθερής τροχιάς, κατά προτίμηση τραμ, για τη Συγγρού, την Πανεπιστημίου και την Πειραιώς. «Δεν είναι δυνατό το ΙΧ να έχει την ίδια προτεραιότητα με ένα μαζικό μέσο μεταφοράς. Κι αν κάποιος δεν επιθυμεί το τραμ, έχουμε τόσες άλλες ιδέες από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις: Τρόλεϊ, ηλεκτρικά λεωφορεία κ.ά.», σημείωσε.

Στα διακυβεύματα και τις επιδιώξεις του σχεδίου νόμου αναφέρθηκε ο αρχιτέκτων πολεοδόμος, μέλος της ομάδας εργασίας, Β. Γκοιμίσης. Τόνισε πως το υπό επεξεργασία σχέδιο νόμου επικεντρώνεται σε ένα πλαίσιο για την αστική διαχείριση, στην κωδικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό διατάξεων, στη συγκέντρωση διάσπαρτων διατάξεων και αντιστοίχιση παρεμβάσεων με συγκεκριμένα εργαλεία, στη δυνατότητα ολοκληρωμένου σχεδιασμού, αντιμετωπίζοντας συνολικά όλα τα επιμέρους θέματα, όπως διατηρητέα, και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στον ολιστικό σχεδιασμό και κυρίως την υλοποίηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων, στη χρηματοδότηση, εφαρμογή, παρακολούθηση και στην επίτευξη των στόχων της αειφορίας και της ανθεκτικότητας (κοινωνική, κλιματική αλλαγή), τόσο των αστικών περιοχών όσο και των οικισμών».

ΑΠΕ

Back to top button