Ελλάδα

“Νύχτα με πέντε φεγγάρια”: Το νέο μυθιστόρημα του Μίμη Ανδρουλάκη

«Νύχτα με πέντε φεγγάρια» είναι ο τίτλος του καινούριου μυθιστορήματος του Μίμη Ανδρουλάκη, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη. Η αφήγηση πατάει από τη μια πλευρά στο άμεσο παρόν, όπου και η Ελλάδα των χρόνων της κρίσης, ενώ από την άλλη ανακινεί το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού, ξεκινώντας από τον Πόντο και τη Μαύρη Θάλασσα και φτάνοντας μέσα από τις πιο διαφορετικές διαδρομές μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η πολιτική και η Ιστορία διεκδικούν τον πρώτο λόγο στο βιβλίο του Ανδρουλάκη, όπως συμβαίνει πάντοτε στο λογοτεχνικό του έργο, χωρίς όμως να αποκλείεται από το πεδίο του η εμβάθυνση στον υπαρξιακό κόσμο των ηρώων, ο οποίος συνδέεται πάντως και πάλι με τη συλλογική μοίρα της εποχής και του τόπου τους. Από το μυθιστόρημα του Ανδρουλάκη δεν λείπει επίσης ένα φανταστικό στοιχείο το οποίο προσδίδει στη ματιά του μια μελλοντολογική (όχι προφητική πλην σαφώς ελπιδοφόρα) διάσταση.

Η εκκίνηση της πλοκής γίνεται με τη Λίνα, η οποία αποφασίζει να στήσει με μια παρέα από φιλενάδες της έναν επιχειρηματικό και ερωτικό κύκλο, ο οποίος θα αποδειχθεί ιδιαιτέρως κερδοφόρος – κι όλα αυτά ενόσω η κρίση έχει αρχίσει ήδη να καταβροχθίζει τριγύρω τους επαγγέλματα, περιουσίες και υπολήψεις. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα θα πάνε καλά για τη Λίνα και τις φίλες της. Οι διαψεύσεις από ανθρώπους και πράγματα θα έρθουν απανωτές, ενώ κυρίαρχη θέση στο κάδρο θα διεκδικήσει (σαν ένα είδος αντιβολής ή παραλληλισμού) η τουρκόφωνη γιαγιά της Λίνας. Η γιαγιά θα βρεθεί εν μέσω δεκάδων κινδύνων περνώντας τη Μαύρη Θάλασσα (έχει ξεσπάσει το ζήτημα με τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου) για να καταλήξει σώα και αβλαβής στη Μακεδονία, όπου και θα ιδρύσει έναν γυναικείο συνεταιρισμό.

Το πάζλ του παρελθόντος έρχονται να συμπληρώσουν και άλλοι ήρωες (αυτή τη φορά πραγματικά ιστορικά πρόσωπα): από τον στρατηγό Ιωάννη Αλεξάκη που μπήκε πρώτος στη Θεσσαλονίκη το 1912, όταν η πόλη παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό, ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή της, και τον Ζυλ Ανρί Πουανκαρέ, τον Γάλλο μαθηματικό που θεωρήθηκε ο τελευταίος πανεπιστήμονας, μέχρι τον γενικό γραμματέα ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη με τον οποίο ο Ανδρουλάκης συνεργάστηκε στενά επί σειρά ετών. Το ταξίδι, όμως, από το παρόν προς το παρελθόν θα έχει και μιαν αντίστροφη φορά, με μια ξαφνική μετάβαση στο μέλλον και πιο συγκεκριμένα στον Ιούνιο του 2029, όταν ένα κρουαζιερόπλοιο πλησιάζει τις ακτές της Μικράς Ασίας και οι επιβάτες συζητούν επί του καταστρώματός του για την αναντικατάστατη δύναμη της ουτοπίας, για την άρνηση του ανθρώπου να απεμπολήσει το όνειρο και για την πεποίθησή του ότι οι προσδοκίες του μπορεί να οδηγήσουν σε έναν διαφορετικό κόσμο.

Το μυθιστόρημα του Ανδρουλάκη πλέκει, όπως το παρατηρεί και ο ίδιος, μικρά δράματα στον καμβά της μεγάλης Ιστορίας: όταν το καθημερινό, το προσωπικό και το τετριμμένο συνενώνονται με το καθολικό, το μείζον και το αναπεπταμένο για να παραγάγουν ένα αδιαίρετο και πολύ συχνά εκρηκτικό μίγμα. Ο συγγραφέας συμπορεύτηκε ως γνωστόν σε όλη τη ζωή του με την Αριστερά, όπου παραμένει ως ανέντακτος μέχρι και σήμερα. Όπως, ωστόσο, η κεντρική του ηρωίδα Λίνα απογοητεύεται και αποθαρρύνεται κάποια στιγμή από τον περίγυρό της, έτσι και ο Ανδρουλάκης μοιάζει ιδιαιτέρως δύσπιστος απέναντι στην Αριστερά και στην πολιτεία της. Αρκεί πάντως που η λογοτεχνία και μικρές ιστορίες σαν κι αυτές τις οποίες επινοεί ο ίδιος (είτε ξετυλίγονται στο παρόν είτε καταφτάνουν από το παρελθόν για να προσβλέψουν στο μέλλον), προσφέρουν σε εκείνους που τις γράφουν αλλά και σε εκείνους που τις διαβάζουν κάτι εξόχως σημαντικό, ζεστό και παρήγορο: τη δυνατότητα της περισυλλογής και του αναστοχασμού, την ικανότητα με άλλα λόγια να σκεφτούμε τον εαυτό μας και τους άλλους με έναν τρόπο ικανό να συμβάλει στην αυτογνωσία μας, ανοίγοντας νέους δρόμους και χαράσσοντας καινούργιες προοπτικές – ακόμα κι αν αυτοί οι δρόμοι και οι προοπτικές ανήκουν στη σφαίρα της ουτοπίας και του ονείρου.

Είναι χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη όσα γράφει ο Ανδρουλάκης κλείνοντας τη «Νύχτα με πέντε φεγγάρια»: «Είχαμε στήσει αυτί στον μουσικό ρυθμό των κυμάτων, ήταν η στιγμή που βλέπαμε ένα μίλι δυτικά το ακρωτήρι Φανάρι της Ικαρίας, όταν άκουσα για τελευταία φορά τη φωνή της: “Θα φύγω μόλις φτάσουμε στη Μυτιλήνη. Όλες οι μεγάλες ιδέες, οι ουτοπίες, όλες οι επιθυμίες μέσα μου συμπυκνώνονται τώρα σε μία: να υποδεχτώ το εγγόνι μου που φτάνει με τη Νίκη από τη Νάπολη, την Πέμπτη, να το κρατώ απ’ το χεράκι στην παραλία της Χαλκιδικής”. Ήταν όμορφη νύχτα. Εκεί που στεκόταν η Λίνα αμίλητη, κρυμμένη από το μαραμένο φεγγάρι, απόμεινε η επίμονη, όλο μυστήριο, σπίθα των ματιών της».

ΑΠΕ

Back to top button