Η τέχνη διασώζει σημαντικά γεγονότα της ζωής που δεν θα τα γνωρίζαμε διαφορετικά», δηλώνει ο Βασίλης Βασιλικός, σε μία συνέντευξη με αφορμή την επανακυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων «Το τελευταίο αντίο». Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο αντανακλώνται η απώλεια, η καθημερινότητα δίχως τον άλλο, η μνήμη και η γραφή ως διαδικασία λύτρωσης.
«Το τελευταίο αντίο» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο και το 1994 μεταφέρθηκε με επιτυχία στη μικρή οθόνη. Ποιο είναι το «συστατικό» της επιτυχίας του;
Τιμήθηκε το 1980, αλλά εγώ για λόγους προσωπικούς -ζούσα τότε στη Νέα Υόρκη- δεν το δέχτηκα. Και τελικά πέτυχα, μετά από αγώνες δύο δεκαετιών, να αναγραφεί στην ιστοσελίδα των βραβείων του ΥΠΠΟ «…βραβείο διηγήματος για το 1979, το οποίο δεν αποδέχτηκε». Όσο για το σίριαλ πράγματι ήταν πιστή μεταφορά δύο βιβλίων μου με το ίδιο θέμα (το δεύτερο είναι το Foco d’ amor) χάρις στους δύο υπέροχους πρωταγωνιστές, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Γιώργο Κιμούλη, και στη μαεστρία φυσικά του σκηνοθέτη Γιάννη Διαμαντόπουλου. Επίσης μεγάλο ρόλο έπαιξε και η μουσική του Διονύση Τσακνή καθώς και ο διευθυντής παραγωγής της εταιρείας «Άνωση» Φάνης Συναδινός.
Το βιβλίο σας αποτελεί μία συλλογή διηγημάτων με κεντρικό άξονα την απώλεια. Η απώλεια κατά ποιο τρόπο κινεί τη γραφή;
Η απώλεια «κινεί τη γραφή» όπως σωστά το διατυπώνετε, για να πάψει να είναι μόνο απώλεια ενός συγκεκριμένου προσώπου. Μεταφερμένη στην μυθοπλασία μέσω της λογοτεχνίας γίνεται «κοινό κτήμα» που ισχύει για άλλες απώλειες άλλων ανθρώπων. Αυτός τελικά είναι ο προορισμός της τέχνης. Διαιωνίζει έναν πόλεμο («Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι), μια ουτοπική προσωπικότητα («Δον Κιχώτης» του Θερβάντες) κτλ. Δεν συγκρίνομαι φυσικά με τέτοιους κολοσσούς, αλλά το λέω για να καταβάλετε τι θέλω να πω. Κι έτσι η τέχνη διασώζει σημαντικά γεγονότα της ζωής που δεν θα τα γνωρίζαμε διαφορετικά. Όπως δεν θα γνωρίζαμε πολλά για τον δικό μας Εμφύλιο του 1946-1949 χωρίς τα βιβλία «Φωτιά» του Δημήτρη Χατζή, «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, «Ο λοιμός» του Ανδρέα Φραγκιά, «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων» (Άρης Βελουχιώτης) του Διονύση Χαριτόπουλου, όπως δεν θα γνωρίζαμε και για τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα χωρίς τον ομώνυμο πίνακα του Πάμπλο Πικάσο.
Έχετε δηλώσει ότι η μνήμη σας είναι λογοτεχνική και όχι προσωπική. Η λογοτεχνική μνήμη από τι καθορίζεται; Είναι επιλεκτική;
Ναι, ωραία ερώτηση, μου δίνετε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσω την ανισόβαρη αυτή διατύπωση. Η μνήμη είναι πάντα προσωπική, γιατί δεν υπάρχει μνήμη απρόσωπη. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι θυμάμαι (δεν μπορώ δηλαδή να κάνω delete από τη μνήμη μου) παρά μόνο αυτά που έχω καταγράψει. Παιδικά χρόνια, πόλεμοι, εφηβικά, κτλ. Το χαρτί δεν σβήνει. Γιατί μπορεί ο εγκέφαλός μας να είναι σαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που κάνουν delete ό, τι θέλει να μην το θυμάται, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με το γραπτό. Κι αυτό είναι η δύναμη μεν της γραφής, αλλά μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνεται και η εκδίκησή της προς τον γράφοντα.
Ο Σεφέρης έλεγε ότι η μνήμη όπου κι αν την αγγίξεις σε πονεί. Ισχύει το ίδιο και για τη λογοτεχνική μνήμη;
Για τον Σεφέρη ναι, ισχύει. Όπως και για ενάμισι εκατομμύριο ομοιοπαθείς του… Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά δηλαδή λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αλλά λογοτεχνικές μνήμες όπως του Ναμπόκωφ “ Memory, speak!” παρόλο το τραύμα της οικογενειακής του προσφυγιάς από τη Ρωσία των Μπολσεβίκων η μνήμη είναι κυρίως ειρωνική. Στη δική μου λογοτεχνική αυτοβιογραφία του 1992 «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» ο αφηγητής μοιράζεται σε δύο πρόσωπα: σε μένα και τον κύριο Μαρούλη. Θέλω να πω άλλο η μνήμη όπως την εννοεί ο Σεφέρης και άλλο η λογοτεχνική μνήμη που συναντάς σε πολλούς συγγραφείς. Λόγου χάρη στην αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά που θα κυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση από τα Γαλλικά, σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Gunterbeg, υπάρχει κατά 70% η κινηματογραφική του μνήμη.
Κλείνοντας, κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η μεγαλύτερη απώλεια;
Δεν υπάρχει βαθμολόγηση. Μικρή, μεγάλη, απόλυτη, σχετική, κτλ. H ξαφνική βέβαια, η μη αναμενόμενη είναι η πιο σκληρή. Για άλλον όμως μπορεί να είναι και μια γάτα. Εγώ στα δεκαεφτά μου έγραψα ένα ποίημα για τη απώλεια του σκυλιού: «Επέθανε ο σκύλος μου και πάει/το μαύρο χώμα το βαρύ/θα πέσει να σκεπάσει το κορμί του/και να το θάψει βαθιά στη γη./ Εζούσε στο ξυλένιο καλυβάκι/που τώρα μένει αδειανό/και είχε για μόνο παιγνιδάκι/την αλυσίδα δεμένη στο λαιμό./ Ήταν της γειτονιάς τ’ ανάθεμα/του πάππου μου καμάρι/της γάτας μου ο μισητός/του κυνηγιού λιοντάρι». Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω…
Η συλλογή διηγημάτων «Το τελευταίο αντίο», του Βασίλη Βασιλικού, επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
ΑΠΕ