ΑθλητικάΕλλάδα

«Απαραίτητη η ψυχολογική εκπαίδευση ενός αθλητή»

Πολλές φορές έχουμε ακούσει μεγάλους αστέρες του αθλητισμού να λένε «δεν είχαμε καλή ψυχολογία ή δεν ήμασταν συγκεντρωμένοι»

Ο αθλητισμός και ακόμη περισσότερο ο πρωταθλητισμός έχει εξελιχθεί σε… επιστήμη. Δεν φτάνουν μόνο το ταλέντο, οι σωστές υποδομές, η προπόνηση και οι άρτιες εγκαταστάσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχολογία. Πόσες φορές άλλωστε έχετε ακούσει μεγάλους αστέρες διάφορων αθλημάτων να λένε πως «δεν είχαμε καλή ψυχολογία ή δεν ήμασταν συγκεντρωμένοι»…

Στο εξωτερικό έχουν δώσει εδώ και χρόνια μεγάλη βάση στην ψυχική ηρεμία των αθλητών και επενδύουν μεγάλα οικονομικά κεφάλαια για να έχουν τους αστέρες τους ήρεμους και μακριά από… εξωτερικές «παρεμβολές».

Στην Ελλάδα η Ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών πρωτοπορεί και εδώ και δύο μήνες έχει συνεργασία με τον καθηγητή ψυχολογίας και αθλητικών επιδόσεων Βλάσση Λαχανά. Ο επιστημονικός συνεργάτης της ΕΟΑΒ μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την σχέση που έχει ο αθλητισμός με την ψυχολογία και πόσο βοηθάει στην καθημερινότητα και στις επιδόσεις ενός αθλητή.

ΕΡ: Ψυχολογία και αθλητισμός. Είναι δύο έννοιες που το τελευταίο διάστημα ολοένα και συνδέονται στην Ελλάδα. Τι σχέση έχουν;
«Θα έλεγα άμεση. Οποιοδήποτε κομμάτι της ανθρώπινης ζωής και να εξετάσουμε, περιέχει την επιστήμη της ψυχολογίας, καθώς ανά πάσα ώρα και στιγμή σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε, δηλαδή ζούμε. Έτσι και στην  περίπτωση του αθλητισμού ισχύει ακριβώς το ίδιο, με την μόνη διαφορά ότι μπαίνει στην εξίσωση και η έννοια της αθλητικής επίδοσης».

ΕΡ: Πως και σε τι βαθμό μπορεί να βοηθήσει ένας ψυχολόγος έναν αθλητή;
«Πλέον αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς και διάφορους τρόπους. Το πιο σημαντικό είναι η ποιότητα σχέσης μεταξύ του ψυχολόγου και του αθλητή. Η σχέση αυτή είναι καθοριστική, όχι μόνο για την αθλητική επίδοση αλλά και για την ευρύτερη βελτίωση του αθλούμενου. Ωστόσο, στο πεδίο της Αθλητικής Ψυχολογίας επικεντρωνόμαστε σε δύο βασικούς άξονες παρέμβασης: Ο ένας στοχεύει στην προσωπική ευημερία, δηλαδή την βιοψυχοκοινωνική υγεία των αθλητών, και ο άλλος αφορά στην βελτίωση των προσωπικών επιδόσεων του αθλητή. Προφανώς οι παραπάνω άξονες συνδέονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ωστόσο ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου-αθλητή επιλέγεται και η μορφή της παρέμβασης.
Για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση, ένας ψυχολόγος είναι σε θέση να βοηθήσει έναν αθλητή που μπορεί να αντιμετωπίζει έντονα συμπτώματα άγχους. Η βελτίωση που μπορεί να επέλθει στο παραπάνω ζήτημα μέσω μίας παρέμβασης σε ένα αθλητικό περιβάλλον, είναι κάτι που ο αθλητής μπορεί να χρησιμοποιήσει στα υπόλοιπα κομμάτια καθημερινότητάς του. Έτσι, αφαιρώντας εμπόδια όπως το άγχος, επιτυγχάνεται και ο στόχος της ευημερίας, αλλά και αυτός της βελτίωσης των αθλητικών επιδόσεων.
Ο δεύτερος τύπος παρέμβασης αφορά αποκλειστικά την βελτίωση των επιδόσεων. Πλέον γνωρίζουμε, ότι η αθλητική επίδοση εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: Την σωματική ετοιμότητα, το επίπεδο της τεχνικής κατάρτισης και την ψυχολογική ετοιμότητα. Ενώ σε κάποια αθλήματα το πρώτο μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το δεύτερο ή και το αντίθετο, ο παράγοντας της ψυχολογικής ετοιμότητας είναι το ίδιο σημαντικός για όλα τα αθλήματα.
Βασιζόμενοι λοιπόν στο παραπάνω, σχεδιάζουμε συγκεκριμένα μοντέλα παρέμβασης (εκπαίδευσης ψυχολογικών δεξιοτήτων), οι οποίες επιφέρουν άμεσες και σημαντικές βελτιώσεις σε διάφορες ψυχολογικές ποιότητες των αθλητών, όπως η αυτό-συγκέντρωση, το κίνητρο, η αυτοπεποίθηση, ο έλεγχος του άγχους, η αποφασιστικότητα κ.α. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άμεση και μετρήσιμη βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων».

ΕΡ: Στην εποχή που ζούμε, με τα όσα θετικά ή αρνητικά μπορούν να επηρεάσουν έναν αθλητή, η ψυχολογική στήριξη είναι απαραίτητη;
«Έτσι όπως το θέτετε, θα έλεγα πως η ψυχολογική εκπαίδευση είναι απαραίτητη. Η λέξη «στήριξη» κρύβει αρκετά ταμπού και πολλές φορές υποβόσκει πίσω της η έννοια του κοινωνικού στίγματος. Όπως συζητώ και με τούς αθλητές, η ψυχοεκπαίδευση είναι ένας όρος που παρέχει δυνατότητα για  προσωπική ανάπτυξη, εξέλιξη καθώς και ψυχολογικό σθένος απέναντι σε οτιδήποτε και αν συναντήσεις. Μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό, αποτελεί η ευρύτερη κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας, όπου διδάσκονταν ο τρόπος σκέψης. Νους υγιής εν σώματι υγιεί».

ΕΡ: Από ποια ηλικία χρειάζεται ένας αθλητής να δουλέψει την ψυχολογία του;
«Το ιδανικό είναι να ξεκινάει αυτή η διαδικασία κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια, δηλαδή στις πρώτες τάξεις του δημοτικού με βιωματικό ωστόσο τρόπο, και ύστερα, κατά την προεφηβική ηλικία με μια πιο εκλεπτυσμένη και στοχευμένη μεθοδολογία. Ωστόσο είναι μια διαδικασία που σε όποια ηλικία και να ξεκινήσει θα λειτουργήσει σίγουρα θετικά για τον αθλητή. Αυτός ο θετικός μηχανισμός ανάπτυξης βασίζεται στην σταδιακή δημιουργία χρήσιμων, για τον αθλητισμό, πεποιθήσεων, οι οποίες ρυθμίζουν την συμπεριφορά του αθλητή με τρόπο που ευνοεί την σταθερή βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων. Όσο νωρίτερα μπουν οι αθλητές σε αυτήν την ολιστική διαδικασία, τόσο πιο θετικά αποτελέσματα θα επέλθουν. Παραταύτα θέλω να τονίσω ξανά, ότι ποτέ δεν είναι αργά. Πάντα θα είναι ενισχυτικό για τους αθλούμενους όλων των ηλικιών, να δουλεύουν το ψυχολογικό κομμάτι του αθλητισμού.

ΕΡ: Κατά καιρούς ακούμε σπουδαίους αθλητές να μιλάνε για κατάθλιψη. Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς μπορούμε να το προλάβουμε;
«Ο όρος “σπουδαίοι αθλητές” μας παραπέμπει σε ανθρώπους που κάνουν πρωταθλητισμό. Άρα μιλάμε για ανθρώπους που θυσιάζουν πράγματα και καταστάσεις, που για τον υπόλοιπο πληθυσμό θεωρούνται δεδομένα. Αυτό από μόνο του, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια κάποιων συγκεκριμένων αναπτυξιακών σταδίων του ανθρώπου, αποτελεί έναν ψυχοπιεστικό παράγοντα που εάν δεν αντιμετωπιστεί ορθά, έχει την πιθανότητα να δημιουργήσει αρκετές δυσάρεστες καταστάσεις. Μια συχνή έκφραση τέτοιων καταστάσεων, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του πρωταθλητισμού, είναι η κατάθλιψη.
Ωστόσο για να διαγνωστεί κάποιος με κατάθλιψη πρέπει να παρουσιάζει συγκεκριμένη συμπτωματολογία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κι έτσι οφείλουμε να διαχωρίζουμε τον όρο, από μία κοινή ρήση, που δύναται να δημιουργεί στίγμα, σε μία υπεύθυνη κλινική εκτίμηση μίας κατάστασης. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας, έχουν τις γνώσεις και τα εφόδια να σχεδιάζουν τέτοια αθλητικά πλαίσια, σε όλα τα αθλήματα, ώστε να εξασφαλίζουν την πρόληψη τέτοιων καταστάσεων. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να επιτευχθεί το παραπάνω ζητούμενο και εξαρτάται από τις ανάγκες του κάθε αθλητή ή αθλήτριας».

ΕΡ: Το σύνδρομο της «αναγκαστικής» νίκης-επιτυχίας πόσο επηρεάζει έναν αθλητή;
«Αυτό που αναφέρετε αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πεδίο έρευνας για την ψυχολογία των αθλητών. Επιστημονικές απόψεις υποστηρίζουν ότι εξαρτάται από το σύστημα πεποιθήσεων που έχει ο κάθε αθλητής. Γενικά μιλώντας, οι πεποιθήσεις είναι κάποιες ιδέες ή συμπεράσματα για τον εαυτό ή για την ζωή, πάνω στις οποίες βασίζεται ο άνθρωπος για να συμπεριφέρεται σε ένα καθημερινό πλαίσιο. Μέσω αυτής της ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς (π.χ. προπονούμαι σκληρά, κατακρίνω τον εαυτό μου όταν αποτυγχάνω), μπορεί κάποιος να ανακαλύψει το προσωπικό σύστημα πεποιθήσεων του κάθε ανθρώπου. Εάν έχουν καλλιεργηθεί στον αθλητή λειτουργικές και δυναμικές πεποιθήσεις (π.χ. κάνω λάθη αλλά μαθαίνω και γίνομαι καλύτερος), τότε τις περισσότερες φορές νευρώσεις τέτοιου τύπου αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα από τον ίδιο τον αθλητή. Από την άλλη πλευρά, εάν υπάρχουν λιγότερο λειτουργικές πεποιθήσεις, τότε αρκετές φορές αυξάνονται τα επίπεδα άγχους (επίδοσης) και φυσικά αυτό έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στις επιδόσεις και την ευμάρεια του αθλητή ή της αθλήτριας.
Στην περίπτωση του αθλητισμού, και ιδιαίτερα του πρωταθλητισμού, υπάρχει η τάση δημιουργίας μιας εικόνας, ή μιας αίσθησης του εαυτού, η οποία βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις επιδόσεις. Άρα οι πεποιθήσεις γύρω από την αξία που δίνουν οι αθλητές στον εαυτό τους, βασίζεται σε ένα μη-ρεαλιστικό και άκαμπτο σύστημα αυτό-αξιολόγησης. Επί παραδείγματι, ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα σε συνθήκες αγώνα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι δεν είναι πάντα υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη εάν θέλετε των αθλητών. Έτσι έχουμε μία εσωτερική σύγκρουση μεταξύ του ” πρέπει να τα πάω καλά και έχω δουλέψει σκληρά για αυτό” και των αντικειμενικών συνθηκών της παρούσας στιγμής (π.χ, τραυματισμός, συμπαίχτες, προπονητές, αντίξοο περιβάλλον κτ.λ). Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, όταν έχουμε θετική εξέλιξη, μπορεί να αναπτύξει συγκεκριμένες ψυχολογικές ποιότητες χρήσιμες για την μετέπειτα πορεία του αθλητή (π.χ, αυτοπεποίθηση, ψυχολογική δύναμη). ή σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης, δημιουργεί δυσάρεστα αποτελέσματα τα οποία μπορεί να τα “κουβαλάει” ο αθλητής μαζί του σε μελλοντικές συνθήκες αγωνίσματος».

ΕΡ: Συνεργάζεστε εδώ και δύο μήνες περίπου με την ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών. Ποια είναι τα συμπεράσματά σας;
«Υποστηρίζω πολύ το ρητό: Τα εν οίκω μη εν δήμω, που ιδιαίτερα στα πλαίσια της επιστήμης της ψυχολογίας είναι το Α και το Ω, ωστόσο πρέπει να ομολογήσω ότι μου έχουν προκαλέσει εντύπωση τα εξής.
Πρώτον, η φιλοσοφία που έχουν όλα τα παιδιά της Εθνικής, κατά την διάρκεια της καθημερινής τους προσπάθειας να γίνουν καλύτεροι στο άθλημα τους. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις πρωταθλητισμό στην εποχή μας και ιδιαίτερα στην χώρα μας. Τα παιδιά αποτελούν μία ομάδα “πολεμιστών και πολεμιστριών” που μόνο και μόνο παρατηρώντας τους, είναι μία πηγή έμπνευσης για τον οποιοδήποτε.
Δεύτερον, μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση η διάθεση της διοίκησης να προσπαθεί να παρέχει στα παιδιά ό,τι μπορεί, ακόμη και σε αυτές τις δύσκολες εποχές που βιώνει η χώρα μας. Είναι σπάνιο και άξιο λόγου».

ΕΡ: Τέλος, σε έναν γονιό, που το παιδί του ασχολείται με τα ερασιτεχνικά αθλήματα, γιατί θα του προτείνατε να πάει το παιδί του σε έναν ψυχολόγο; Γιατί, καλώς ή κακώς, υπάρχουν πολλοί που φοβούνται την έννοια ψυχολόγος και αρνούνται, καθώς πιστεύουν ότι αν πάει εκεί το παιδί του θα έχει κάποιο… πρόβλημα.
«Νομίζω το απολύτως υπαρκτό στην Ελλάδα, θέμα του ταμπού, το αναλύσαμε σε προηγούμενο ερώτημα. Προτείνω ωστόσο ανεπιφύλακτα σε όλους τους γονείς, να ασχοληθούν εντατικά με την πρόληψη και την ορθή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ώστε να αποφευχθούν πιθανά μελλοντικά προβλήματα. Αυτό, είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς, με την συνεργασία ενός ψυχολόγου. Η πεποίθηση ότι όταν κάποιος προσπαθεί, τότε μπορεί να τα καταφέρει, επαληθεύεται σημαντικά, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του αθλητισμού, και ως εκ τούτου, προτείνω στους γονείς κάθε φορά που κοιτάζουν στα μάτια τα παιδιά τους, να είναι ευδιάκριτη αυτή η “αλήθεια” στο βλέμμα τους».

 

Back to top button