ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Άσωτη διασκέδαση (του Ανδρέα Θ. Κυπαρίσση)

Δύο διαφορετικές δεκαετίες, μία ταυτοπαθής κοινωνική ανάπτυξη, μια οδός γεμάτη ενέργεια, ζωή, κουλτούρα, μπολιασμένη με έντονα κοινωνικοοικονομικά στοιχεία, lifestyle, ελευθερία και ερωτισμό. Αυτό το “φωτεινό” περιβάλλον δημιούργησε το φαινόμενο της νυχτερινής διασκέδασης στην οδό Μητροπόλεως για δύο ολόκληρες δεκαετίες, τη δεκαετία του ’80 και του ’90, μεταμορφώνοντας τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

Η Μητροπόλεως ήταν πολλά. Ήταν βόλτα, φλερτ, παρέα, μοναξιά, γέλια, δάκρυα, πάθος, πόθος, φιλία, φιλιά, μουσική, ποτό. Διέθετε μια πολυσχιδή προσωπικότητα η οποία δυνάμωσε ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα της στη συνείδηση του κόσμου. Ήταν φιλική αλλά και επιθετική, έξω καρδιά αλλά και πουριτανή, λαϊκή αλλά και κοσμική.

Οι νέοι κοινωνικοί σχηματισμοί των δεκαετιών ’80 και ’90 όπως η νεοεμφανιζόμενη μεσαία τάξη, η ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις ανθρώπινες αρχές και την ευημερία, το φεμινιστικό κίνημα που έθεσε σε νέα βάση το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, η γέννηση του lifestyle, η εφηβική παραβατικότητα εκφραζόμενη λεκτικά και ενδυματολογικά, η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η απελευθέρωση της ραδιοφωνίας, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της θρυλικής αυτής πιάτσας. Και όσο η πόλη μεγάλωνε η Μητροπόλεως άρχισε να γίνεται η καρδιά της πόλης όπου φιλοξενούσε, στέκια του καφέ, ψαγμένα μπαράκια, underground ντισκοτέκ, φαγάδικα, κινηματογράφους, καλλιτεχνίζοντα ξενυχτάδικα, σκοτεινές pub και φωτεινά club, τα οποία δημιούργησαν την ιστορία και τον μύθο της νυχτερινής Μητροπόλεως.

Σήμερα, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Η διασημότερη και πολυσύχναστη οδός παρουσιάζει μια εικόνα εντελώς μεταμορφωμένη. Κατά μήκος της οδού αναπτύσσεται μια σειρά από πολλά «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ». Τα περισσότερα από αυτά είναι ξεθωριασμένα, δείγμα του πόσο καιρό είναι σε αυτή την κατάσταση. Ο συνωστισμός στο δρόμο έχει δώσει τη θέση του σε μια τρομακτική ησυχία. Το βράδυ, οι λιγοστοί διαβάτες και τα διερχόμενα αυτοκίνητα “παλεύουν” να σπάσουν τη μαυρίλα της ερημιάς. Η Μητροπόλεως αποπνέει τη μυρωδιά της εγκατάλειψης. Η οδός που έδινε για δύο δεκαετίες τον παλμό της νυχτερινής διασκέδασης στην πόλη, παλεύει με ιστορίες, με μύθους, αλλά και με την ίδια μας τη σχέση με την πόλη.

Η αναφορά μου στην οδό αφορά κυρίως κοινωνιολογικές μνήμες μέσα από τις οποίες αναβιώνει η νυχτερινή Μητροπόλεως των δεκαετιών ’80 & ’90, έχοντας ως σημείο αναφοράς τα στέκια διασκέδασης, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου μια άσωτη (σπάταλη) διασκέδαση.

Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από δυναμικές κοινωνικές μεταλλάξεις. Οι πολύπλευρες πολιτικές ιδεολογίες, το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, η νεοεμφανιζόμενη μεσαία τάξη, ο καταναλωτισμός, η ελευθερία λόγου, η μαζική διασκέδαση, η “επανάσταση” στους δρόμους μετά τις βολές του Καμπούρη, ήταν μια νέα πραγματικότητα.

Η διασκέδαση αρχίζει να αλλάζει και να εννοιολογείται ως «λαϊκή» στο πλαίσιο της συλλογικότητας. Μαγαζιά, φώτα, χρώματα, μυρωδιές και πλήθος κόσμου μεταμορφώνουν τη Μητροπόλεως σε μια πολύβουη οδό, αφού εκεί προσφέρεται η δυνατότητα για ποιοτική και ταυτόχρονα οικονομική διασκέδαση για όλες τις ηλικίες. Με 1000 δραχμές μπορούσες να βγεις για καφέ, να κεράσεις, να πας κινηματογράφο και να πάρεις ρέστα. Η διασκέδαση ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα. Για τους νέους της εποχής του ’80 η σημερινή μεταμεσονύκτια συνήθεια εξόδου για διασκέδαση δεν ήταν διαδεδομένη.

Οι καφετέριες θα διαμορφώσουν τη νέα εποχή μεσημεριανής και απογευματινής εξόδου στη Μητροπόλεως. Παρουσιάζουν γρήγορα έναν δημοφιλή χαρακτήρα καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα για χαλαρή και παρεΐστικη έξοδο. Η οδός βρίθει καφετεριών, η καθεμιά με το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. “Nice”, “Retro”, “¨Ηλεκτρον”, “Sunny Day”, “Δημαρχείο”, “Αφροδίτη”, “Traffic”, “Old House”, “Μίνι Καφέ”, “Ομόνοια”. Ο ήχος από τα παγάκια τη στιγμή που γυρίζαμε γύρω-γύρω το καλαμάκι του φραπέ, συνόδευε τα όσα λέγαμε καθημερινά εκεί μέσα.

Η Μητροπόλεως έγινε γρήγορα το σημείο της πόλης όπου ο κόσμος συγκεντρώνονταν για να ακούσει μια είδηση, να συνομιλήσει ή ακόμα και να…

Διαβάστε τη συνέχεια στο fonikastorias.gr

 

Σημείωση: το άρθρο αποτελεί αυτοτελή κεφάλαιο του ατύπωτου διηγήματος “Ενθυμήματα Νιότης” του αρθρογράφου

 

 

Back to top button