Κι όμως …
Κι είχαν βυθίσει στις θάλασσες της ψυχής τα βλέμματα.
Και τάχα κοιτάζονταν σαν αντίπαλοι υπολογίζοντας πως θα κέρδιζαν:
«Αν δεν κλέψω τον παράδεισό σου γιατί να έρθω;»
«Αν δε μου χαρίσεις την κόλαση μη τολμήσεις ούτε εσύ να φανείς».
Λαχταρούσαν να πουν:
«Παραδίνομαι».
Λαχταρούσαν να πουν:
«Σ’ αγαπώ».
Η σιωπή βάρος ασήκωτο.
Και κοιτάζονταν τάχα σαν αντίπαλοι.
Κι ένιωθαν σαν εραστές.
Κι όμως σαν ξένοι έχασαν.
Έστω απόψε.