Τίτλοι τέλους για τα περίπτερα ή πρόσκαιρη κάμψη;
Η βίαια προσαρμογή και εκλογίκευση της καταναλωτικής παράκρουσης, που γίνεται αισθητή κατά την τελευταία δεκαετία σε κάθε τομέα του οικονομικού βίου, αντικατοπτρίζεται και στην κάποτε μικρότερη–τουλάχιστον σε μέγεθος– οικονομική μονάδα, το περίπτερο.
Τα περίπτερα, που θεωρούνται ελληνική ιδιαιτερότητα, πρωτοεμφανίστηκαν ως μικρά καπνοπωλεία στην πρώτη πρωτεύουσα του κράτους, το Ναύπλιο, και στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν διαδοθεί στην Αθήνα (1911) και τις άλλες πόλεις. Αρχικά, άδειες χορηγούνταν σε θύματα πολέμου και αργότερα επεκτάθηκαν σε ΑΜΕΑ και πολύτεκνους.
Ο πολλαπλασιασμός κατά τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνο του αριθμού τους αλλά και των τετραγωνικών που συνολικά καταλάμβαναν, ήταν ένα ακόμα δείγμα της καταναλωτικής υστερίας και απώλειας μέτρου, που είχε επέλθει στη ζωή μας.
Μετά την άρση των σχετικών περιορισμών, τα περίπτερα όχι μόνο “φύτρωναν” το ένα μετά το άλλο, σε απόσταση συχνά μερικών δεκάδων μέτρων μεταξύ τους αλλά και με τις συνεχείς –αυθαίρετες κάποιες φορές– επεκτάσεις τους, είχαν φτάσει να καταλαμβάνουν έκταση ενός παραδοσιακού παντοπωλείου.
Πολλοί ήταν οι επιμέρους λόγοι, που συνέτειναν στη συρρίκνωσή τους, περίπου στο μισό του συνολικού αριθμού τους πανελλαδικά, όπως η αύξηση της φορολογίας στα καπνικά προϊόντα και οι όροι που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια στην κατοχή και μεταβίβαση της άδειας λειτουργίας τους.
Η δραματική μείωση του αριθμού τους και στην περιοχή μας, αντανακλά και είναι μία ακόμα ένδειξη της σοβαρής φάσης περιδίνησης στην οποία έχει περιέλθει η τοπική οικονομία. Τα περίπτερα, ωστόσο, ανήκουν στους χώρους εκείνους που δίνουν την αίσθηση ότι η ζωή – όχι μόνο οικονομική- συνεχίζεται και μετά το ωράριο των όποιων καταστημάτων απέμεναν να λειτουργούν στην πόλη, αίσθηση η οποία, ως γνωστόν, βαίνει μειούμενη.
Πέραν, συνεπώς, του εξορθολογισμού και της ισόρροπης κατανομής τους στις συνοικίες της πόλης, είναι αναγκαία η αποτροπή της περαιτέρω μείωσης του αριθμού τους. Και, εφόσον, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους τα περίπτερα έχουν περιέλθει (από το 2012) στους δήμους, σ` αυτούς αναλογεί μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη διατήρησή τους, προς όφελος όχι μόνο των πολιτών αλλά και του τουρισμού.
Ένας συνολικός σχεδιασμός -στα πλαίσια πάντοτε του ευρύτερου νομικού πλαισίου- θα μπορούσε να εστιάσει στην εξωτερική μορφή, τις διαστάσεις και τους όρους αισθητικής και ασφάλειας (όσον αφορά τη ροή της κυκλοφορίας πεζών και την προσωρινή στάθμευση οχημάτων), καθώς και την απομάκρυνση όσων περιπτέρων έχουν οριστικά τεθεί εκτός λειτουργίας.
Τα πολυκαταστήματα υπήρξαν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν, σε κάποιο βαθμό, στη μείωση του αριθμού των περιπτέρων. Ποτέ, ωστόσο, ένα μεγαλύτερο ή και μικρότερο κατάστημα, δεν θα νοηματοδοτηθεί ή θα συνδεθεί συνειρμικά με την αμεσότητα και θέρμη που κρύβει η έκφραση «Το περίπτερο» ή «ο περιπτεράς της γειτονιάς».