«Η τελευταία ώρα της δίκης» και «Το σπίτι της κυρίας Χ» είναι οι τίτλοι δύο δικαστικών μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή που κυκλοφορούν σε ενιαίο τόμο από τις εκδόσεις Άγραμε εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη. Και τα δύο ξεκινούν να δημοσιεύονται τον Αύγουστο του 1962 (για να ολοκληρωθούν μερικούς μήνες μετά): το πρώτο στην «Απογευματινή», σε εικονογράφηση Μ. Γάλλια (κόμικ στριπ με τρεις ή τέσσερις εικόνες), και το δεύτερο στην «Κυριακάτικη Ακρόπολη», σε εικονογράφηση Αλέκου Κοντόπουλου. Τα δυο μυθιστορήματα του Μαρή κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε βιβλίο (μαζί με την εικονογράφησή τους) και ανταποκρίνονται σε ένα πολύ δημοφιλές είδος της εποχής: τις δικαστικές ιστορίες που είναι διάσημες στο εξωτερικό είτε ως βιβλία και τηλεοπτικές σειρές είτε ως κινηματογραφικές ταινίες . Το ίδιο δημοφιλές είναι το είδος και στην Ελλάδα, κυρίως μέσω των εκτεταμένων δικαστικών ρεπορτάζ τα οποία δημοσιεύονται στον Τύπο και διαβάζονται αφειδώς από το κοινό.
Το ερώτημα που πλανάται πάνω από τη δράση στην «Τελευταία ώρα της δίκης» είναι γιατί μια γυναίκα που φτάνει στο δικαστήριο κατηγορούμενη για τη δολοφονία του εραστή της δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αυτό είναι το μυστήριο που προσπαθεί να διαλευκάνει ο νεαρός και φιλόδοξος δικηγόρος της, ο οποίος θα βρει στο τέλος την άκρη με τη διαφορά πως τότε θα είναι πια πολύ αργά για όλους. Στο «Σπίτι της κυρίας Χ.» ξετυλίγεται μια άλλη δίκη με κατηγορούμενο αυτή τη φορά έναν μεσόκοπο ταξιτζή. Εκείνο που επικρατεί εδώ είναι ένα δαιμόνιο παιχνίδι συμπτώσεων με τον ταξιτζή να πρέπει να προασπίσει την τιμή της κόρης του, που έχει εμπλακεί σε ένα κύκλωμα σωματεμπορίας.
Τα μυθιστορήματα του Μαρή δεν κρύβουν την ηλικία τους ούτε τις αδυναμίες που παρουσιάζουν ως αναγνώσματα μαζικής κατανάλωσης: ο τόνος της αφήγησης είναι συχνά μελοδραματικός και ηθικολογικός, με πλήθος κορώνες κατά των διεφθαρμένων οικονομικών τάξεων που χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να εκμεταλλευτούν τους φτωχούς και τους ανυπεράσπιστους. Από την άλλη, όμως, μεριά εύκολα διακρίνουμε τις αρετές του συγγραφέα: την ικανότητά του να στήνει τη μυθοπλασία του εκ του μηδενός, τη δύναμή του να σκιτσάρει απτούς κοινωνικούς χαρακτήρες, όπως τη δεξιοτεχνία του να φιλοτεχνεί ένα σασπένς που δεν μας κουράζει ούτε στιγμή.
Το κυριότερο όμως με τον Μαρή είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει την αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του 1960: από τα κέντρα διασκέδασης, τους δρόμους με την κίνηση των αυτοκινήτων και τα μαγαζιά και τους τόπους των εκδρομικών αποδράσεων μέχρι τα διαφθορεία πολυτελείας (για να θυμηθούμε ένα σχεδόν ξεχασμένο όρο), τις ανέσεις των αστικών σπιτιών, αλλά και τους πολλαπλούς περιορισμούς των εισοδηματικά καταπιεσμένων. Ο Μαρής είναι πριν και πάνω απ’ όλα ένας άγρυπνος αθηναιογράφος: καμιά λεπτομέρεια της ζωής της πρωτεύουσας δεν μπορεί να ξεφύγει από το μάτι του, κανένα ψεγάδι ή κακό της δεν γίνεται να γλιτώσει από την πένα του.
ΑΠΕ