Ο βιασμός της ορθογραφίας στο Facebook, εφόσον γίνεται συνειδητά και ανερυθρίαστα, εφόσον γίνεται στα πλαίσια μιας επαναστατικής διάθεσης απέναντι σε κάποια εξαναγκαστική υποτίθεται επιταγή την οποία ο ανορθόγραφος απορρίπτει ως φορμαλιστική και άνευ ουσίας, είναι μια πολιτική πράξη. Μια σαφέστατη δήλωση ασέβειας απέναντι στις επιταγές της κοινωνικής συνύπαρξης. Και εξηγούμαι.
Παρατηρώ εδώ και καιρό τον σχολιασμό φίλης φίλου στο fb. Η κυρία είναι φανατική υπέρμαχος κάθε πολιτικής απόφασης και θέσης συγκεκριμένου κόμματος και λάτρης συγκεκριμένου πολιτικού ηγέτη. Είναι επίσης ανυπόφορα ανορθόγραφη, αν και δηλώνει απόφοιτος ΑΤΕΙ. “Διατελλεί (sic) εν σύγχηση (sic)”, σύμφωνα με το τελευταίο της σχόλιο σε ανάρτηση φίλου.
Στην εποχή του διαδικτύου και των άμεσων ορθογραφικών υποδείξεων των διαφόρων ηλεκτρονικών βοηθημάτων, είναι πραγματικά άξιο απορίας το να υπάρχουν ορθογραφικά τουλάχιστον λάθη. Τα συντακτικά λάθη, τα λάθη νοηματικής συνοχής, τα λάθη στη ροή του λόγου και τη δόμηση των επιχειρημάτων είναι κατανοητά καθώς δεν είναι καθόλου εύκολος και άμεσος ο εντοπισμός και η επισήμανσή τους με ηλεκτρονικό τρόπο. Η ορθογραφία όμως;
Γιατί λοιπόν να επιλέγει κάποιος σήμερα να είναι ανορθόγραφος στις δημόσιες τοποθετήσεις του; Επειδή έτσι γουστάρει και δεν θα του πει κανείς τι να κάνει, είναι η απάντηση του. Απάντηση την οποία συχνά πυκνά διαβάζω στις διάφορες συζητήσεις στο Facebook, συνοδευόμενη πάντα από την παρότρυνση του ανορθόγραφου προς τον επισημαίνοντα το λάθος, να ασχοληθεί με την ουσία του διαλόγου και όχι με τη λεπτομέρεια της ορθογραφίας.
Ποτέ δεν κάνω ορθογραφικές παρατηρήσεις στους συνομιλητές μου στο Facebook. Όταν μου γίνονται, πάντοτε τις δέχομαι με χαρά και εκφράζω άμεσα τις ευχαριστίες μου. Έχω την τύχη να έχω συναδέλφους φιλολόγους τους οποίους κουράζω με τις συχνές ερωτήσεις μου, ορθογραφικές, συντακτικές, εκφραστικές. Για μένα η ορθογραφική διόρθωση είναι μια βοήθεια, μια απόδειξη του ενδιαφέροντος του συνομιλητή μου για την ποιότητα του διαλόγου και την εκφραστική ακρίβεια, παραγόντων κρίσιμων σε μια συ-ζήτηση.
Όταν ωστόσο δεν συ-ζητώ, δεν συν-μετέχω στον διάλογο που αναζητά να προσεγγίσει την όποια αλήθεια και να βρει την κοινή συνισταμένη, τότε πράγματι τόσο η ορθογραφία όσο και κάθε άλλος κανόνας κοινωνικής συναναστροφής (ναι, έτσι ερμηνεύω την ορθογραφία), δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια υπερβολική απαίτηση, μία εμμονή και -τώρα τελευταία μάλιστα- ένας αναχρονισμός.
Εν κατακλείδι, όταν αδιαφορείς τόσο προκλητικά για έναν κανόνα που υπάρχει απλά και μόνο για να βοηθά την έκφραση και το διάλογο, διατυπώνεις μια σαφέστατη πολιτική άποψη. Την άποψη εκείνη που θέλει να κατέχει την αλήθεια ως κάποιας μορφής αποκάλυψη. Ό,τι πρόσημο και αν βάλεις στις θέσεις σου, επαναστατικό, ριζοσπαστικό, αριστερό, δεξιό και δεν συμμαζεύεται, έχεις κάνει ήδη μια ηχηρή δήλωση των προθέσεών σου.
Δεκτή κάθε ορθογραφική η άλλη παρατήρηση