Κόσμος

Οι ρίζες της χορτοφαγίας

Οι χορτοφάγοι ανησυχούν, μεταξύ άλλων πολλών, σε μεγάλο βαθμό για τους τρόπους εκτροφής και εκμετάλλευσης των ζώων. Οι ρίζες ωστόσο, της χορτοφαγίας, ήδη από την αρχαιότητα, βρίσκονται στην εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για πνευματικότητα, μέσω της εγκράτειας, του ελέγχου και περιορισμού της ακόρεστης όρεξης.

Το θέμα της κρεατοφαγίας έθιξε ήδη από την αρχαιότητα -και πέραν του μαθηματικού και φιλόσοφου Πυθαγόρα, ο οποίος απείχε από το κρέας-  ο βιογράφος και φιλόσοφος Πλούταρχος (50-120 μ.Χ. περ.). Στο έργο του «Περί σαρκοφαγίας» («Ηθικά», Λόγος Α), αναφέρεται στην κρεοφαγία, είτε στο πλαίσιο του λιτού βίου, είτε σε σχέση με την υγιεινή διατροφή είτε, τέλος, σε σχέση με φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με το historytoday.com, το έργο μεταφράστηκε στην αγγλική το 1603, από τον Philemon Holland με τίτλο «Πότε είναι νόμιμο να τρώμε σάρκα και πότε όχι».

Στην εισαγωγή ο Holland φρόντισε να αρνηθεί ότι το δοκίμιο του Πλούταρχου ήταν υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων. Υποστήριξε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια άσκηση ρητορικής του νεαρού φιλόσοφου, με στόχο την ανάδειξη των ικανοτήτων του. Όπως έγραψε «το βασικό πεδίο στο οποίο στρέφεται» ο Πλούταρχος φαίνεται να είναι η μείωση των υπερβολών στην προμήθεια, αγορά και κατανάλωση τροφής, η οποία στην εποχή του άρχισε να ξεφεύγει πέρα από κάθε μέτρο. Σύμφωνα πάντα με τον Holland, ο Πλούταρχος δεν ήταν υπέρ μίας διατροφής χωρίς κρέας, αλλά κατά της υπερβολής.

Για να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Holland αρνήθηκε ότι ο Πλούταρχος αναφερόταν κατ’ αρχήν στα ζώα, πρέπει να γνωρίζουμε τι σήμαινε η χορτοφαγία ή, η «αποφυγή της σάρκας» για τους Βρετανούς στις αρχές του 17ου αιώνα. Η κατανάλωση κρέατος ήταν σημαντική στον σύγχρονο άνθρωπο της εποχής, αλλά όχι για λόγους υγείας. Όπως και τα ζώα ήταν σημαντικά, αλλά επίσης, για διαφορετικούς λόγους. Μπορεί τα κίνητρα πίσω από την «αποφυγή της σάρκας» τον 17ο αιώνα να απέχουν έτη φωτός από τα κίνητρα της δίαιτας χωρίς κρέας όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, εντούτοις αποτελούν μέρος της ιστορίας της σύγχρονης χορτοφαγίας.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίον ο Holland έκανε τη συγκεκριμένη «ανάγνωση» ήταν ότι, η ηθική στάση του Πλούταρχου δεν αντιστοιχούσε σε κάποια βιβλική εντολή. Δεν ήταν κάτι πρωτότυπο. Ενώ η διανόηση αντιλαμβανόταν την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ως το επιστέγασμα του ανθρώπινου πολιτισμού, η Κλασική σκέψη απείχε από τις χριστιανικές θέσεις. Σύμφωνα με τη Γένεση, ο Αδάμ είπε στην Εύα: «Ιδού, σας έδωσα όλα τα σπερματοφόρα φυτά, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης, και κάθε δέντρο, που έχει μέσα του καρπό με σπόρο• αυτά θα είναι για τροφή σας. Γιά όλα τα ζώα της γης και για όλα τα πετεινά του ουρανού και για κάθε ερπετό, που έρπει στην γη και έχει μέσα του ψυχή ζωής, έδωσα όλα τα χλωρά φυτά για τροφή τους».

Μόνο μετά τον Κατακλυσμό ο Θεός επέτρεψε τη βρώση της σάρκας. Είπε ο Θεός στον Νώε: «Κάθε κινούμενο πράγμα που ζει θα είναι για σας κρέας. Σας έδωσα όλα τα πράγματα όπως και το πράσινο χορτάρι». Με άλλα λόγια, η βρώση ζώων ήταν συνέπεια της Πτώσης (του ανθρώπου από τον Παράδεισο) και ως εκ τούτου απόδειξη της διαφθοράς του.

Παρότι η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ζώων και της διαφθοράς είχε ήδη διατυπωθεί, η αποχή από το κρέας δεν ήταν αρετή για τους χριστιανούς. Κληρικός του 17ου αιώνα αναφέρθηκε για την κατανάλωση κρέατος με τρόπο που μοιάζει απολύτως λογικός σε σχέση με τη θεολογία και την ίδια στιγμή, πηγαίνει τη θέση του Πλούταρχου για τις «ακάθαρτες πληγές και τα έλκη» των νεκρών ζώων προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Στο έργο του με τίτλο « A Mappe of Mans Mortalitie» ο πουριτανός Ιρλανδός υπουργός John Moore (1617) ισχυρίζεται ότι η κατανάλωση κρέατος ήταν ζωτικής σημασίας για κάθε καλό χριστιανό.

Όπως ο Πλούταρχος, έτσι και ο Moore αναφέρεται στο νεκρό ζώο που σερβίρεται στο τραπέζι, με τη διαφορά ότι ζητά από τους τρώγοντες να κοιτάξουν μέσα στην πιατέλα με το φαγητό, όχι για να τους προκαλέσει τρόμο, αλλά για να τους ζητήσει να επικεντρωθούν σε αυτό που βλέπουν: Να αηδιάσουν από την εικόνα που αντικρίζουν και, μέσω της αποστροφής, να αντιληφθούν πόσο η τροφή αυτή μοιάζει με τη δική τους σάρκα και τα δικά τους οστά, πιστεύοντας ότι, κατά αυτόν τον τρόπο, θα έρθουν αντιμέτωποι με το αναπόφευκτο του θανάτου. Η πιατέλα με το κρέας είναι ένα memento mori («θυμήσου τον θάνατο», σ.σ. η φράση που λέγεται ότι επαναλάμβανε κάποιος την ώρα της στέψης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ώστε να τον αποτρέψει από το να είναι άδικος και αλαζόνας). Ο Moore το βλέπει ως υπενθύμιση του τέλους που μπορεί να είναι κοντά. Και προσθέτει: «Υπάρχουν πολλές ασθένειες που σκοτώνουν ξαφνικά τους άνδρες, την ώρα που έχουν κρέας στα γένια τους και είναι γεμάτοι χαρά».

Ο Moore -αντίθετα με τον Πλούταρχο- δεν λαμβάνει υπόψιν του τα ζώα αυτά καθαυτά. Γι’ αυτόν, η κρεοφαγία δεν εγείρει ηθικά ερωτήματα σχετικά με την κυριαρχία του ανθρώπου και την ευημερία των άλλων πλασμάτωνΤο ζώο είναι το θεϊκό σημάδι που χρήζει ερμηνείας.

Η άποψη ότι ο καλός Χριστιανός μπορεί να κατανοήσει το θείο με τη μελέτη του φυσικού κόσμου ήταν ευρέως διαδεδομένη στη Βρετανία του 17ου αιώνα. Ζητήματα που αφορούσαν τη φροντίδα των ζώων ή, την «αποφυγή της σάρκας» σπάνια αναφέρονταν. Όχι επειδή οι άνθρωποι δεν νοιάζονταν για τα ζώα. Οι αγελάδες, για παράδειγμα, ήταν ζωτικής σημασίας για την ευημερία μιας οικογένειας, συνεπώς η φροντίδα τους ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο, ότι η παραίνεση του κληρικού John Rawlinson(1612) ότι «ένας δίκαιος άνθρωπος φροντίζει το ζώο του», έφερε την απαραίτητη διευκρίνιση ότι, πρόκειται για «παραβολή» και δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κατά κυριολεξία, καθώς η καλοσύνη προς τα ζώα είναι ένα «μοντέλο» της καλοσύνης που απευθύνεται μόνο σε άλλους ανθρώπους: Ο Θεός είναι βοσκός. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κοπάδι του είναι κοπάδι προβάτων.

Κι όμως, η αρχή της χορτοφαγίας στον σύγχρονο κόσμο, έχει τις ρίζες της σε αντιλήψεις που αγνοούσαν τη μεταχείριση των ζώων. Όπως ο Moore έτσι και ο Thomas Bushell, συνεργάτης του Βρετανού σερ Φράνσις Μπέικον, φιλόσοφου, πολιτικού, επιστήμονα και  συγγραφέα, υποστήριξε τη χορτοφαγία. Όταν το 1621, διατυπώθηκε δύο φορές εναντίον του Μπέικον η κατηγορία της δωροδοκίας, ο Bushell αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο και επί τρία χρόνια διάλεξε μία ζωή μοναχική και μία διατροφή ασκητική, χωρίς κρέας, σε μία προσπάθεια επιστροφής στην εποχή της «αγνότητας». Τα μέσα του 17ου αιώνα ήταν μία εποχή μεγάλης κοινωνικής αναταραχής, συνεπώς η χορτοφαγία δεν ήταν απλά μία διαιτητική επιλογή.

Το 1646, εν μέσω του αγγλικού εμφυλίου, μεταξύ Κοινοβουλευτικών και Βασιλικών, ο Thomas Edwards χαρακτήρισε τους κινδύνους από την άρνηση του κρέατος ως «επιθέσεις στο καθεστώς καθώς διαταράσσουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων». Σημειώνεται ότι οι επιλογές του Bushell -ο οποίος είχε εμμονή με την αγνότητα- ήταν προσωπικού χαρακτήρα, καθώς δεν έθεσε στιγμή υπό αμφισβήτηση την «τάξη».

Μόλις στα τέλη του 17ου αιώνα ένας υπέρμαχος της χορτοφαγίας συμπεριέλαβε στις θέσεις του την παράμετρο που αφορά τη ζωή και μεταχείριση των ζώων και τον τρόπο με τον οποίον αυτό συνδέεται με τη διατροφή. Επί της ουσίας, έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία του σύγχρονου κινήματος της χορτοφαγίας. Ο όρος «vegetarianism» διατυπώθηκε το 1842.

Στο έργο του με τίτλο «Wisdoms Dictates» (1681) ο Thomas Tryon, από τους πρώιμους υπέρμαχους της χορτοφαγίας, συμβουλεύει τους αναγνώστες «να αποφεύγουν σε κάθε περίπτωση τροφές τις οποίες δεν μπορούν να προμηθευτούν χωρίς καταπίεση και βία… Αξίζει να γνωρίζετε ότι τα κατώτερα πλάσματα όταν πληγώνονται κλαίνε και στέλνουν τα παράπονα τους στον Δημιουργό τους…»

Ο κριτικός λογοτεχνίας Nigel Smith θεωρεί το έργο του  Tryon ως τη ραχοκοκαλιά των αρχών της χορτοφαγίας στον 18ο αιώνα. Βεβαίως, το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσει τις θέσεις του ο Tryon εμπεριέχει μία εμμονή με την ιδέα της διαφθοράς. «Η κατάχρηση, η έλλειψη εγκράτειας είναι η αιτία για όλες τις μορφές καταπίεσης τόσο στο ίδιο μας το είδος, όσο και στα άλλα πλάσματα…» έγραφε.

tvxs.gr

Back to top button