Ελλάδα

Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου – Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ραμπιέ Τζάμπιρ

Οι «Δρούζοι του Βελιγραδίου» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος του Λιβανέζου συγγραφέα Ραμπιέ Τζάμπιρ (Rabee Jaber) που θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση από τα αραβικά Ελένης Καπετανάκη. Βραβευμένος με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος (κάτι σαν αραβικό Booker), ο Τζάμπιρ, που είναι γεννημένος στη Βηρυτό το 1972, τοποθετεί τους ήρωες και τη δράση του στο Βελιγράδι των μέσων του 19ου αιώνα. Έχοντας ως κεντρικό της πρόσωπο έναν πωλητή αυγών ο οποίος οδηγείται στην εξορία μαζί με μιαν ομάδα Δρούζων μαχητών, η αφήγηση μετακινείται από τη Βηρυτό και το τέλος του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο προς τα Βαλκάνια και το Βελιγράδι.

Ο Χάνα Γιακούμπ φυλακίζεται για δώδεκα μαρτυρικά χρόνια και ο λόγος του κυριαρχεί στο βιβλίο, το οποίο η διεθνής κριτική χαρακτήρισε «ιστορικό μυθιστόρημα με εξαιρετικά υψηλή ευαισθησία για τη μοίρα των ανθρώπων σε κρίσιμες εποχές». Ο συγγραφέας, που εργάζεται επαγγελματικά ως δημοσιογράφος, έχει κάνει εξαντλητική έρευνα για την ιστορική περίοδο την οποία ζωντανεύει ενώ έχει ασχοληθεί κατ’ επανάληψη στη λογοτεχνία του με τον Λίβανο του 19ου αιώνα. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ προδημοσιευτεί σήμερα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τους «Δρούζους του Βελιγραδίου».

Μαυροβούνιο, 1872.

Μια βοή με ξύπνησε, και μαζί η γη που σειόταν. Πού βρισκόμουν; Στη φυλακή της Ερζεγοβίνης ή στην ακρόπολη του Βελιγραδίου; Τα σιδερένια μου δεσμά με εμπόδιζαν να σταθώ όρθιος, αλλά τέντωσα τον λαιμό μου και, ασυναίσθητα, λίγο και θα φώναζα – έτσι όπως συνήθιζα σε χρόνους μακρινούς, στη μακρινή πατρίδα μου: «Αυγά, αυγά, σφιχτά αυγά!» Κραυγές και ποδοβολητά έφτασαν στ’ αυτιά μου κι ύστερα γδούποι εκκωφαντικοί πάνω απ’ το κεφάλι μου, λες χτύποι πάνω στη γη την ίδια, σαν από καλπασμό μυθολογικών τεράτων που κάποια στιγμή σωριάζονταν καταγής κι ύστερα πέθαιναν.

Βογκητό φοβερό απλώθηκε στον αέρα και μυρωδιά καμένης σάρκας. Τρόμος, όμοιος με την κόψη ενός σπαθιού, τρύπησε το μυαλό μου. Κρύος ιδρώτας πότισε το κορμί μου. Πέτρωσα σαν να ’βλεπα εφιάλτη -εκείνη ακριβώς τη στιγμή πριν από το κροτάλισμα των τουφεκιών και το σώριασμα του Κάσιμ και των αδερφών του πάνω στη βρεγμένη άμμο- παρόλο που ήξερα με βεβαιότητα πως δεν θα έβγαινα ποτέ από εδώ. Γιατί να πεθάνω εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς να ξαναδώ τη γυναίκα μου, την κόρη μου, το σπίτι μου; Βγήκα κάποιο πρωί για να πουλήσω αυγά ενώ ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανατείλει πίσω από το όρος Σανίν. Έχουν περάσει δέκα, έντεκα, δώδεκα χρόνια; Το χώμα πέφτει πάνω στο κεφάλι μου. Αυτό είναι το γραμμένο μου πάνω στην πλάκα την καλά φυλαγμένη; Να είμαι θαμμένος ζωντανός, δίχως έγκλημα φυλακισμένος σε τούτη τη γη την παράξενη;

Πού είναι η δικαιοσύνη; Πώς μου το κάνει αυτό ο Κύριος; Και η Χιλάνα; Και η μικρή μου; Πόσο θα έχει μεγαλώσει, χωρίς να την έχω δει, χωρίς να έχω ακούσει τη φωνή της! Φωτιά, καπνός, αναταραχή πίσω απ’ τους τοίχους. Ουρλιαχτά πάνω, ουρλιαχτά κάτω, φτάνουν στ’ αυτιά μου από παντού. Όχι, δεν ήμουν σίγουρος πριν, τώρα όμως ξέρω: εκεί υπάρχουν κι άλλοι φυλακισμένοι, σ’ ένα δεύτερο πάτωμα κάτω απ’ το δικό μας. Το μυαλό μου, χωρισμένο στα δύο. Το μισό, τρομαγμένο, βλέπει μέσα στο σκοτάδι εκείνα τα χέρια και τα πόδια να αγωνίζονται μάταια να πετάξουν από πάνω τους τις αλυσίδες.

Το άλλο μισό, γαληνεμένο, αδιαφορεί για το παρόν και δραπετεύει μακριά: αν αυτή ήταν η τελευταία μου ώρα, το μόνο που θα ζητούσα θα ήταν να δω μπροστά μου τα πρόσωπα τα γνωστά από παλιά, τα πρόσωπα που αγαπώ, κι όχι αυτά που βλέπω τώρα. Πάνε επτά μήνες που μ’ έριξαν εδώ μέσα, κι όμως όλον αυτόν τον καιρό δεν κατόρθωσα να γίνω φίλος με κανέναν συγκρατούμενό μου. Μ’ έδεσαν σ’ έναν πάσσαλο που τον κατατρώει η σκουριά, σ’ αυτή τη γωνιά την άδεια, εκεί που τα νερά της βροχής μαζεύονται και μουλιάζουν τη γη. «Δεν θα διψάσεις», μου είπε ο κοκκινομάλλης δεσμοφύλακας χαμογελώντας ενώ έβγαινε έξω κι η αρμαθιά απ’ τα κλειδιά κουδούνιζε στην τσέπη του. «Μα θα πεινάσεις», συμπλήρωσε μια φωνή μες στο σκοτάδι και γέμισε ο τόπος γέλια παρόμοια με ξεφωνητά. Άκουσα δόντια να τρίζουν, αλυσίδες να βροντούν, κι όπως συνέβαινε κάθε φορά που με μετακινούσαν, έχασα τον έλεγχο του κορμιού μου και λερώθηκα. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω χωρίς να με νοιάζει για τους άλλους, αφού το σκοτάδι κυριαρχούσε.

Πίστευα ότι μιλούσαν τη γλώσσα των φρουρών αυτής της επαρχίας – μια γλώσσα με την οποία είχα έρθει σε επαφή στη λευκή ακρόπολη. Κι ενόσω βρισιές εξαπολύονταν καταπάνω μου, κατάλαβα πως οι άνθρωποι προέρχονταν από διαφορετικούς τόπους και μιλούσαν πάνω από μία γλώσσα. Ρωτούσαν να μάθουν το όνομά μου, από πού είχα έρθει και γιατί με είχαν φυλακίσει. Δεν απάντησα, από φόβο μήπως η πνιχτή μου φωνή προδώσει το κλάμα μου και με καταλάβουν. Την ώρα του φαγητού μισάνοιξαν την πόρτα κι έβαλαν φαγητό στο σκεύος που είχαν αφήσει δίπλα της. Δεν μπόρεσα να φάω, ήμουν δεμένος στην πιο απόμακρη γωνιά.

Τα κόκαλά μου είναι βαριά μες στο δερμάτινο περίβλημά τους κι εγώ προσπαθώ να τα σηκώσω. Όμως, δεν έχω δύναμη. Ακούω τα σώματα να συγκρούονται, τις αλυσίδες, τα κεφάλια -δεμένα το ένα με το άλλο- κι έπειτα εκείνη τη στριγκή φωνή να φωνάζει και να καλεί τους φύλακες. Ο καπνός γλιστράει ως εδώ. Βήχω όπως κάνουν όλοι, κι έτσι όπως ένας τους πέφτει πάνω μου, συνειδητοποιώ ότι η σωτηρία είναι δυνατή. Απλώνω το χέρι μου κι αρπάζω ένα πόδι, ένα μπράτσο. Η φύση των ήχων μεταβάλλεται μες στο μπουντρούμι και παρατηρώ ότι η πόρτα είναι ανοιχτή, το σκοτάδι ωστόσο παραμένει το ίδιο. Φαίνεται πως έχει νυχτώσει έξω.

Ένα κόκαλο με χτυπά στο πρόσωπο, πέφτω πίσω και χτυπώ το κεφάλι μου. Αίμα πλημμυρίζει το στόμα και τον λαιμό μου, όπως τότε στο λιμάνι της Βηρυτού, πριν από δώδεκα χρόνια. Αγνοώ πού βρήκε τη δύναμη το λιμασμένο, ρημαγμένο μου σώμα, μα απλώνω το μπράτσο ακόμα μία φορά και, σαν ζώο σε απόγνωση, γραπώνω τον πανικόβλητο άντρα που προσπαθεί να το σκάσει. Βυθίζω τα δάχτυλά μου στο δέρμα του. Παράξενο, το μόριό μου ορθώνεται. Με χτυπάει πάλι κι αυτή τη φορά χρησιμοποιώ τα δόντια μου. Τα καρφώνω στη σάρκα και τα κόκαλα, αρνούμαι να εγκαταλείψω τον εαυτό μου και να πεθάνω από ασφυξία.

Τα κλειδιά χτυπούν μεταξύ τους αναδύοντας μια έντονη μυρωδιά, η πιο δυνατή οσμή ωστόσο βγαίνει από τα ρούχα του άντρα που έρχεται απ’ έξω. Κάποιος με τραβάει και πέφτω. Το ξέρω, θα πεθάνω. Μέχρι και τα δόντια μου πέφτουν από τα άρρωστα ούλα μου. Το κεφάλι μου κρεμάει, γέρνει πάνω στον σβέρκο μου. Νερό που λιμνάζει μπαίνει στη μύτη και στα μάτια μου. Τα ρούχα του άντρα που άνοιξε την πόρτα αποπνέουν μυρωδιά ψωμιού, ζάχαρης, μήλου. Καταπίνω το αίμα και σηκώνω το κεφάλι μου. Η μυρωδιά του μήλου με σπρώχνει να το κάνω. Χωρίς να ελπίζω σε κάτι, ανοίγω το στόμα και φωνάζω: Είμαι ο Χάνα Γιακούμπ!

ΑΠΕ

Back to top button