Ελλάδα

Στη ντισκοτέκ την παλιά

Σαράντα χρόνια μετά, στέκονται ακόμη πίσω από την κονσόλα κι ας μη φορούν μεγάλους γιακάδες, στενά εμπριμέ πουκάμισα και παντελόνι καμπάνα. Οι ντισκoμπάλες, τα φωτορυθμικά και ο χορός μέχρι τελικής πτώσης στις πίστες παραμένουν σταθερές αξίες.

Τη δεκαετία του ’70 η νυχτερινή διασκέδαση είχε δύο επιλογές: μπουζούκια ή ντισκοτέκ. H καρδιά της ντίσκο στην Αθήνα χτυπούσε στην Πλάκα και τη Γλυφάδα, για να μεταφερθεί λίγα χρόνια αργότερα και στην πλατεία Αμερικής. Οι επαγγελματίες DJs ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και οι ιδιοκτήτες των επώνυμων μαγαζιών τούς πρόσφεραν γη και ύδωρ για να κλείσουν συμφωνία μαζί τους για δουλειά. Στο επάγγελμα αυτό η ζήτηση ήταν πάντα μεγαλύτερη από την προσφορά, μας λένε οι Σπύρος Ξυπολόπουλος και Δημήτρης Πενθερουδάκης, δύο από τους πιο γνωστούς DJs της εποχής, που εργάστηκαν σε όλες σχεδόν τις επώνυμες ντίσκο. Ο Σπύρος σε μεγάλα λαϊκά μαγαζιά, που γέμιζαν μέχρι και με 6.000 άτομα, και ο Δημήτρης σε πιο high και glamour ντίσκο με θαμώνες τον Ωνάση και την παρέα του, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τις οικογένειες Λάτση και Βαρδινογιάννη και όλους τους celebrities της εποχής.

«Η πρώτη ντίσκο όπου έπιασα δουλειά ήταν το Liber House, στη Γλυφάδα» θυμάται ο Σπ. Ξυπολόπουλος, που ξεκίνησε ως promoter συγκροτημάτων σε δισκογραφική εταιρεία και σύντομα οι γνώσεις του στη μουσική τον οδήγησαν πίσω από την κονσόλα. «Μετά συνέχισα στις Καρυάτιδες, στον Αρη στην Πλάκα, στο Trip, στον Απόλλωνα, Πινόκιο, Notturno, Aquarius, Studio 4, αλλά και ABC και SOS στην πλατεία Αμερικής. Στις δύο τελευταίες, Παρασκευή και Σάββατο χρειάζονταν δύο τροχονόμοι για να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, καθώς έκλεινε η Πατησίων από τον κόσμο.Στη Notturno για να διασχίσω την απόσταση από την είσοδο μέχρι την κονσόλα χρειαζόμουν δέκα λεπτά, λέγοντας “με συγχωρείτε, είμαι ο DJ, να περάσω;”».

Ταχυδακτυλουργός και ψυχολόγος

«Ηταν εποχές που ο κόσμος έβγαινε, διασκέδαζε, χόρευε με την ψυχή του…» διευκρινίζει ο Δημήτρης Πενθερουδάκης «…κι ας υπήρχε τότε φτώχεια πραγματική. Επαιρνε το χιλιάρικο και έβγαινε και δεν αγχωνόταν για το αύριο, έβλεπε πιο μακριά, είχε ελπίδα και όραμα. Είχε διαφορετική νοοτροπία». Ξεκινώντας ως ραδιοερασιτέχνης με το όνομα Δημήτρης Ντομινίκ, γρήγορα βρέθηκε δίπλα στον φίλο του, Απόστολο Λασκαρίδη, να κάνει τον φωτιστή. Κάπως έτσι ξεκινούσε η καριέρα των περισσότερων DJs εκείνα τα χρόνια. Κι όταν το πρώτο όνομα του μαγαζιού εγκατέλειπε, ο βοηθός έπαιρνε τη θέση του. Με τον ίδιο τρόπο ο Δημήτρης Πενθερουδάκης εξελίχθηκε στον θρυλικό DJ που έπαιζε μουσική στις Εννέα Μούσες, στο Nine + Nine και αργότερα στο La Playa. «Τότε οι DJs έκαναν μετεγγραφές από μαγαζί σε μαγαζί που πληρώνονταν ακριβά, όπως οι αστέρες της ιδιωτικής τηλεόρασης την προηγούμενη δεκαετία. Δεν σε έβαζαν εύκολα να παίξεις για 5.000 άτομα. Αν η πίστα δεν γέμιζε στο τρίτο κομμάτι, την επομένη σε έδιωχνε το αφεντικό. Καλός DJ ήταν αυτός που μπορούσε να ψυχολογήσει τον κόσμο. Προσωπικά είχα και το πλεονέκτημα να διακρίνω νωρίς το τραγούδι που θα γίνει επιτυχία. Πάντα στο πρόγραμμά μου είχα κάποιους μπαλαντέρ. Οταν έβλεπα σε μια πίστα με 1.500 άτομα ότι κάποιοι φεύγουν προς τα τραπέζια, έβαζα π.χ. Νταϊάνα Ρος ή Boney M και τους γύριζα πίσω. Ποτέ δεν μου άδειασε η πίστα».

Μέχρι το 1978, που έγινε μεγάλη εισαγωγή βινυλίων από τις εταιρείες, η μεγαλύτερη δυσκολία για τους DJs ήταν να βρουν νέα κομμάτια. Οι περισσότεροι επιστράτευαν φίλους και γνωστούς που ταξίδευαν στο Λονδίνο και στην Αμερική για να τους φέρουν δίσκους. Τώρα που η σύγχρονη τεχνολογία χρίζει DJ οποιονδήποτε πιτσιρικά έχει ένα καλό πρόγραμμα και 300 τραγούδια στο λάπτοπ του, ο Σπύρος Ξυπολόπουλος δεν μπορεί να μην κάνει τη σύγκριση με την εποχή που χρειάζονταν έως και δέκα χρόνια για να καθιερωθείς στον χώρο. «Τότε χρειαζόσουν πολλές ώρες πρόβες, πολλή δουλειά και δεξιοτεχνία για να κάνεις μια μείξη. Και φυσικά να το έχεις μέσα σου. Το να μπορείς να μιξάρεις το βινύλιο είναι έμφυτο χάρισμα. Δίνεις την ψυχή σου πάνω στην κονσόλα και είσαι έτοιμος για όλα. Μου έχει σπάσει και βελόνα, έχω παίξει και με ένα πικάπ. Εβγαζα τον έναν δίσκο και είχα το χέρι από πάνω με τον άλλον, για να συντομεύσω το διάστημα της αλλαγής του τραγουδιού. Είχα ιδρώσει και ο κόσμος δεν έφευγε. Ηταν σε τέτοια διάθεση και τόσο ενθουσιασμένος, που δεν σταματούσε να χορεύει και να χειροκροτεί!»

Τα κορίτσια και ο θεός των πικάπ!

Ο πρώτος στόχος ήταν να προσεγγίσουν την κονσόλα, να πιάσουν κουβέντα, να ζητήσουν ένα τραγούδι, ίσως να κερδίσουν και μία κασέτα.Αν κατάφερναν δε να ανέβουν στον υπερυψωμένο χώρο με τα πικάπ και τη δισκοθήκη, είχαν κάνει σίγουρα φιγούρα στην παρέα και είχαν κερδίσει το ενδιαφέρον του DJ. «Ημουν τόσο απορροφημένος την ώρα του προγράμματος, που δεν με ενδιέφεραν τα κορίτσια. Εψαχνα την τελειότητα στις μείξεις και θεωρούσα απαράδεκτο να χαζέψω κάποια και να μου φύγει ο δίσκος…» υποστηρίζει ο Σπύρος, ενώ ο Δημήτρης παραδέχεται ότι οι πειρασμοί ήταν πολλοί. «Για τα κορίτσια ο DJ ήταν ο θεός. Παντρεύτηκα και χώρισα δυο φορές. Αυτό τα λέει όλα».

Λόγω της προκατάληψης για τη δουλειά τη νύχτα, τα πρώτα χρόνια δεν ασχολούνταν πολύς κόσμος με το επάγγελμα, με αποτέλεσμα τα μεροκάματα να εκτοξεύονται στα ύψη. «Εργαζόμουν σε πολύ καλή θέση στον χρηματοοικονομικό τομέα και έπαιρνα 3.000 δρχ. τον μήνα» θυμάται ο Σπύρος «ενώ ως DJ έβγαζα 500 δρχ. τη βραδιά. Δηλαδή σε μια εβδομάδα έπαιρνα περισσότερα απ΄ ό,τι σε έναν μήνα στην άλλη δουλειά». «Και τότε έκανες 14 μεροκάματα την εβδομάδα, με τους χορούς των σχολείων και τα πάρτι» διακόπτει ο Δημήτρης. «Και έβγαζες πολύ περισσότερα από τις κασέτες που έγραφες και πουλούσες. Αν έκανες καλή διαχείριση, έχτιζες σπίτι, έπαιρνες και ένα καλό αμάξι. Ο DJ ήταν ο άρχοντας του μαγαζιού. Δούλευε αυτός σωστά και πληρώνονταν και οι άλλοι 30 που εργάζονταν στην ντίσκο. Αν ο DJ δεν τράβαγε, γονάτιζε όλο το μαγαζί. Κι εκεί πολλοί καβαλούσαν και λίγο το καλάμι, με την έννοια “εγώ σας τα φέρνω”. Ολα αυτά όμως άρχισαν να φθίνουν μετά το 1990.Μεγάλωσε ο κόσμος, άλλαξε νοοτροπία. Αρχισε να ακούει το ίδιο τραγούδι στην καφετέρια, στο σουπερμάρκετ, στο ταξί, στο μπαράκι… μπούχτισε πια».

«Μπήκαν στον χώρο μας και πολλοί αλεξιπτωτιστές» συμπληρώνει ο Σπύρος. «Σήμερα υπάρχουν περισσότερες δουλειές, είναι όμως μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός. Οχι σε ποιότητα, αλλά στο οικονομικό σκέλος. Ο εργοδότης θέλει αυτόν που δέχεται να πάρει τα λιγότερα. Δηλαδή τον πιτσιρικά, που πάει να εργαστεί για 15 ευρώ. Εγώ δεν το δέχομαι, δεν το επιτρέπει και η ηλικία μου πια».

koutipandoras.gr

Back to top button